Ομάτ

Τ'ομάτ (αρχαία ελλενικά: ὤψ) εν τ'όργανον με το οποίον ελέπνε οι αθρώπ' και τα χαϊβάνεα.

Οι αθρώπ' έχνε δυο ομάτεα σο κηφάλν'ατουν.

Ομάτ
Ατός τερεί μας μ'έναν ομάτ.
Σα Κοινά εσ υλικόν σχετικόν με

Tags:

Ελλενικόν λαλίαν

🔥 Trending searches on Wiki Ποντιακά:

Ελλενικόν γλώσσα25 ΚαλανταρίΕυρωπαϊκόν ΣύνδεσμονΟυσιαστικόνΑνταρκτικήνΙμπν ΧαλντούνΚαλομηνάςΣυνθετικοιΦιλοσοφίαΙβηρικόν ΧερσόνησοςΑνδόρραΡουσίαΟρθόδοξον ΕγκλεσίαΧαβίτςΑσίαν26 ΣταυρίΓρουζίαΕλλάδαΒικιπαίδειαΑδριανούπολιηΜπεζιέΙταλία23 Καλανταρί23 ΧριστουγενναρίΣταυρίτεςΗλεκτρονικόν υπολογιστής8 Τρυγομηνά15 ΑεργίPontosWorld.comΑυστραλίαΤσάμπασινΠαρίσιΚαρλ ΜαρξΣεβαστούποληΓιώργος ΝταλάραςΜονπελιέΠοντιακόν λαλίαν19 ΚαλανταρίΤσιριχτάΞενοφών10 ΜαρτίΜικρασιατική ΚαταστροφήΣύνδεσμον21 ΣταυρίΕμείς κι ΕμείςΣκανδιναβικόν ΧερσόνησοςΜουσικήΚαρςΜαρίνα Μπεκ-ΡόμαντσουκΤρίτΝέα Ζηλανδία26 Τρυγομηνά🡆 More