Ο όρος μορφολογία (morphology, Morfologie) αποδίδεται συχνά στον Γερμανό ποιητή και φιλόσοφο Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε (1749-1832), ο οποίος τον δημιούργησε τον 19ο αιώνα για να τον συσχετίσει με την επιστήμη της Βιολογίας (Aronoff & Fudeman 2011).
Ο όρος είναι σύνθετος (προέρχεται από τις λέξεις «μορφή» και «λόγος») και δηλώνει την επιστημονική μελέτη της μορφής. Σήμερα χρησιμοποιείται σε αρκετούς κλάδους της επιστήμης. Στην επιστήμη της Γεωλογίας δηλώνει είτε το ανάγλυφο είτε την εξέλιξη των γεωλογικών μορφών, ενώ στην επιστήμη της Βιολογίας δηλώνει τη μελέτη των διαφόρων σχημάτων και μορφών των οργανισμών.
Η μορφολογία ως ξεχωριστός κλάδος της γλωσσικής επιστήμης άργησε να οριοθετηθεί με αυστηρά κριτήρια. Κατά το 19ο αι. η μελέτη των μορφών των λέξεων έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της Ιστορικής Γλωσσολογίας και στη διατύπωση της Ινδοευρωπαϊκής Θεωρίας. Το 1816 ο F. Bopp υποστήριξε ότι τα Σανσκριτικά, τα Λατινικά, τα Περσικά και οι Γερμανικές γλώσσες προέρχονται από έναν κοινό πρόγονο βάσει των συγκρίσεων των γραμματικών καταλήξεων των γλωσσών αυτών (μία άποψη που είχε πρωτοδιατυπωθεί από τον σερ Ουίλιαμ Τζόουνς τo 1786) (Katamba & Stonham 2006).
Βάσει των αρχών της σύγχρονης Γλωσσολογίας, η γλώσσα χωρίζεται σε γλωσσικά επίπεδα (βλ. Παυλίδου 2013) τα οποία αντιστοιχούν σε συγκεκριμένες γλωσσικές μονάδες (φθόγγοι, φωνήματα, μορφήματα, φράσεις, προτάσεις κ.ά.) (βλ. Βάζου et al. 2008). Η Μορφολογία θεωρείται ο κλάδος της γλωσσολογίας που ασχολείται με την αναγνώριση, την ανάλυση και την περιγραφή της δομής των λέξεων σε μορφήματα, αλλά και στις σχέσεις που αναπτύσσουν οι λέξεις μεταξύ τους (Anderson 1992). Η Μορφολογία αποτελεί ξεχωριστό επίπεδο γλωσσικής ανάλυσης, αλλά βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με τους άλλους τομείς της γραμματικής, τη Φωνολογία, τη Σύνταξη και τη Σημασιολογία (Ράλλη 2005).
Η μορφολογία παίζει ουσιαστικό ρόλο στην κατανόηση του φαινομένου της Γλώσσας καθώς οι λέξεις έχουν σημαντική υπόσταση μέσα στο γλωσσικό σύστημα. Σε αρκετές περιπτώσεις, οι ομιλητές μία γλώσσας επιχειρούν «αξιολογικές» κρίσεις για μία γλώσσα βάσει της μορφολογίας που έχει. Για παράδειγμα, μία γλώσσα θεωρείται ότι είναι «πλούσια» όταν περιέχει πολλούς (κλιτούς) τύπους λέξεων, π.χ. Γερμανικά, ενώ θεωρείται «φτωχή», όταν έχει περιορισμένη κλιτική μορφολογία, π.χ. (σύγχρονα) Αγγλικά.
Η μορφολογία των γλωσσών θεωρήθηκε ως ένα αξιόπιστο κριτήριο από τους πρώτους γλωσσολόγους για τη μελέτη της τυπολογίας των γλωσσών. Η μορφολογική τυπολογία παρέχει μία μέθοδο κατηγοριοποίησης των γλωσσών σύμφωνα με τους τρόπους με τους οποίους μία γλώσσα χρησιμοποιεί τα μορφήματα της. Με βάση τον Edward Sapir (1921), μία τυπολογική ταξινόμηση μπορεί να βασίζεται είτε στην αποτύπωση των πληροφοριών που συγκεντρώνονται σε ένα μόρφημα (δείκτης/άξονας διάχυσης) είτε στη ανάλυση της πολυπλοκότητας της εσωτερικής δομής των λέξεων (δείκτης/άξονας συνθετότητας).
Τα τελευταία χρόνια η τυπολογική έρευνα έχει επεκταθεί και σε άλλα επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης τα οποία περιλαμβάνουν διαγλωσσικές συγκρίσεις τόσο της δομής των προτάσεων, όσο και των φωνολογικών και φθογγολογικών συστημάτων των επιμέρους γλωσσών.
Η άνθηση της ενασχόλησης με τη Μορφολογία παρατηρείται στις αρχές του 20ου αιώνα με τη Σχολή του δομισμού (structuralism) τόσο στην Ευρώπη (ευρωπαϊκός δομισμός) όσο και στην Αμερική (αμερικανικός δομισμός) και αφορούσε κυρίως τη μελέτη μη ινδοευρωπαϊκών γλωσσών (βλ. Sapir 1921, Bloomfield 1933). Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η μελέτη των γλωσσών περιοριζόταν κυρίως στην εξέταση της μορφολογίας και της φωνολογίας των γλωσσών και έχει κυρίως περιγραφικό και ταξινομικό χαρακτήρα.
Στα μέσα του 20ου αι., με την εμφάνιση της σχολής της Γενετικής Γραμματικής (Generative Grammar) (Chomsky 1957, 1965) η γλωσσολογική θεωρία θέτει καινούργιους στόχους τόσο στη μεθοδολογία όσο και στη θεωρητική ανάλυση. Ως προς τη θεωρητική ανάλυση, ο στόχος της γλωσσολογίας είναι να μελετήσει τη φύση της γλωσσικής ικανότητας (linguistic competence) των ομιλητών και πώς η γλώσσα κατακτιέται στα πρώτα στάδια της ανάπτυξης (γλωσσική κατάκτηση). Μεθοδολογικά, οι γλωσσολογικές αναλύσεις δεν πρέπει πλέον να περιορίζονται μόνο στη στείρα περιγραφή, αλλά να καλύπτουν όλες τις πιθανές περιπτώσεις (περιγραφική επάρκεια, και να προχωρούν και σε γενικεύσεις (ερμηνευτική επάρκεια). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το ενδιαφέρον στρέφεται κυρίως στη μελέτη της Σύνταξης, καθώς η συστηματικότητα και η προβλεψιμότητα που προσφέρουν οι συντακτικές κατασκευές οδηγούν τους γλωσσολόγους να προσεγγίσουν ευκολότερα αυτό που ονομάζεται Καθολική Γραμματική (Universal Grammar).
Ωστόσο, είναι πλέον κοινώς αποδεκτό ότι ο φυσικός ομιλητής μίας γλώσσας (native speaker) έχει μία έμφυτη γνώση που του επιτρέπει να αναλύει υπάρχουσες λέξεις, να σχηματίζει νέες λέξεις (παραγωγή νέων λέξεων), και να καταλαβαίνει νέες λέξεις που δεν έχει ακούσει ποτέ (πρόσληψη νέων λέξεων). Η μελέτη αυτής της γνώσης είναι το αντικείμενο του κλάδου της Μορφολογίας (Lieber 2010).
Μέσα στο πλαίσιο της Γενετικής Γραμματικής ο πρώτος που αναγνώρισε τη Μορφολογία ως τομέα της γραμματικής ήταν ο Bierwisch (1967 στο Katamba 2004). Σταθμός για την καθιέρωση της Μορφολογίας ως αυτόνομου τομέα της γραμματικής αποτέλεσαν τα άρθρα των Halle (1973) και Jackendoff (1975), ενώ η πρώτη μελέτη των μορφολογικών κανόνων παρουσιάζεται στο βιβλίο του Aronoff (1976).
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η Lieber (1980) παρουσιάζει μία ολοκληρωμένη θεωρία για το Νοητικό Λεξικό (ΝΛ, mental lexicon) και βάζει τις βάσεις για Λεξική Μορφολογία (lexical morphology), το θεωρητικό πλαίσιο που αντιμετωπίζει την ανάλυση και το σχηματισμό λέξεων ως διαδικασίες του ΝΛ. Η λεξική μορφολογία αλληλεπιδρά με τη Λεξική Φωνολογία, η οποία είναι υπεύθυνη για τις φωνολογικές αλλαγές που συμβαίνουν κατά το σχηματισμό λέξεων.
Βάσει των κανόνων που προτάθηκαν από τον Aronoff (1976) και της δόμησης του Νοητικού Λεξικού από τη Lieber (1980), ένα πλήθος θεωριών και άρθρων που δημοσιεύθηκαν στη δεκαετία του 1980 βοήθησαν σημαντικά στη διαμόρφωση και στην ανάπτυξη αυτού που καλείται σήμερα Γενετική Μορφολογία (generative morphology).
Έχει κατά καιρούς αμφισβητηθεί η υπόσταση της Μορφολογίας, τόσο ως επιπέδου της γραμματικής ανάλυσης, όσο και ως τομέα της ανθρώπινης γραμματικής (βλ. Spencer & Zwicky 1998). Χαρακτηριστικό παράδειγμα θεωρητικού μοντέλου που αμφισβητεί την ύπαρξη της Μορφολογίας και προτείνει τον καταμερισμό των μορφολογικών διαδικασιών τόσο στη Φωνολογία όσο και στη Σύνταξη είναι η Κατανεμητική Μορφολογία (Distributed Morphology) (Halle & Marantz 1993).
Εντούτοις, η Μορφολογία τοποθετείται πλέον στον πυρήνα της γλωσσολογικής έρευνας και ανάλυσης και θεωρείται η Γραμματική των Λέξεων (The Grammar of Words, Booij 2013). Παρόλα αυτά, πρέπει να δεχτούμε ότι η καθολικότητα της Μορφολογίας είναι αρκετά περιορισμένη σε σχέση με την καθολικότητα άλλων επιπέδων της γραμματικής, δεδομένου ότι επηρεάζεται ιδιαίτερα από διάφορες παραμέτρους αλλά και τις ιδιαιτερότητες των επιμέρους γλωσσών. Για το λόγο αυτό η Μορφολογία μίας γλώσσας παρουσιάζει ιδιαίτερη ποικιλία. Για παράδειγμα, σε αρκετές περιπτώσεις οι λέξεις έχουν κάποια ιδιάζοντα χαρακτηριστικά τα οποία δεν προκύπτουν και δεν προβλέπονται από τα επιμέρους συστατικά τους ή/και από γενικότερους κανόνες και αρχές, αλλά οφείλονται κυρίως στη διαχρονία της γλώσσας, η οποία καθιστά αδιαφανή τη δομή και τη σημασία αρκετές φορές (Ράλλη 2005).
Στο πλαίσιο της σύγχρονης θεωρίας, έχουν δημοσιευτεί ένα πλήθος άρθρων για τη μορφολογία των Ελληνικών. Μεταξύ άλλων, αξίζει να αναφερθούν οι πρώτες μελέτες που άνοιξαν το δρόμο προς την έρευνα της μορφολογικής μελέτης των Νέων Ελληνικών όπως αυτές των Μαλικούτη-Drachman (1970), Μπαμπινιώτη (1969, 1972) και Philippaki-Warburton (1970), αλλά και σύγχρονες μελέτες που αφορούν είτε στην εξέταση συγκεκριμένων θεμάτων της μορφολογίας, βλ. Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (1994), Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Χειλά & Ράλλη (2003) μεταξύ άλλων, είτε στην εξέταση της μορφολογικής δομής των Ελληνικών γενικότερα, βλ. Αναστασιάδη-Συμεωνίδη (1986), Ράλλη (2005, 2007, Ralli 2013), μεταξύ άλλων.
Η Μορφολογία ως κλάδος της Γλωσσολογίας συγχέεται συχνά με τους συναφείς κλάδους της Λεξικολογίας/Λεξικογραφίας και της Ετυμολογίας. Η Μορφολογία έχει ως στόχο να αναλύσει τις λέξεις στα επιμέρους συστατικά τους, ενώ η λεξικολογία εστιάζει κυρίως στις σημασιολογικές σχέσεις μεταξύ των λέξεων που αποτελούν το λεξιλόγιο μίας γλώσσας και στη μελέτη των διαφόρων λεξιλογίων που διαμορφώνονται από γεωγραφικές και κοινωνικές παραμέτρους. Η Λεξικογραφία εφαρμόζει τα διδάγματα της Λεξικολογίας (Ξυδόπουλος 2008). Η Ετυμολογία αποτελεί πιο εξειδικευμένο πεδίο μελέτης το οποίο εστιάζει στην προέλευση των λέξεων, στην ιστορική τους εξέλιξη, αλλά και τη σχέση τους με αντίστοιχους τύπους άλλων γλωσσών με τους οποίους συνδέονται (Μωυσιάδης 2005). Οι κλάδοι αυτοί είναι συναφείς με τη Μορφολογία καθώς έχουν ως αντικείμενο μελέτης τη λέξη, αλλά αποτελούν ξεχωριστά ερευνητικά πεδία.
This article uses material from the Wikipedia Ελληνικά article Μορφολογία (γλωσσολογία), which is released under the Creative Commons Attribution-ShareAlike 3.0 license ("CC BY-SA 3.0"); additional terms may apply (view authors). Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά. Images, videos and audio are available under their respective licenses.
®Wikipedia is a registered trademark of the Wiki Foundation, Inc. Wiki Ελληνικά (DUHOCTRUNGQUOC.VN) is an independent company and has no affiliation with Wiki Foundation.