Μάικλ Τζόρνταν: Αμερικάνος καλαθοσφαιριστής και επιχειρηματίας

Ο Μάικλ Τζέφρι Τζόρνταν (αγγλικά: Michael Jeffrey Jordan, γεννήθηκε στο Μπρούκλιν, Νέα Υόρκη, 17 Φεβρουαρίου 1963) είναι Αμερικανός πρώην διεθνής καλαθοσφαιριστής και νυν επιχειρηματίας.

Με ύψος 1,98 μέτρα, αγωνιζόταν στη θέση του σούτινγκ γκαρντ. «Είναι ευρέως αποδεκτό ότι είναι ο καλύτερος καλαθοσφαιριστής όλων των εποχών». Αναγνωρίζεται επίσης ως ο κορυφαίος του αθλήματος όλων των εποχών από τη Διεθνή Ομοσπονδία Καλαθοσφαίρισης (FIBA) και τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ), ενώ τον Δεκέμβριο του 1999 ψηφίστηκε τέταρτος «αθλητής του αιώνα» από τη ΔΟΕ.

Μάικλ Τζόρνταν: Τα πρώτα χρόνια, Διεθνής - Ολυμπιακή σταδιοδρομία, Χαρακτηριστικά παιχνιδιού
Μάικλ Τζόρνταν: Τα πρώτα χρόνια, Διεθνής - Ολυμπιακή σταδιοδρομία, Χαρακτηριστικά παιχνιδιού
Μάικλ Τζόρνταν
Μάικλ Τζόρνταν: Τα πρώτα χρόνια, Διεθνής - Ολυμπιακή σταδιοδρομία, Χαρακτηριστικά παιχνιδιού
Το 1997 με τους Σικάγο Μπουλς
Προσωπικά στοιχεία
Πλ. ΌνομαΜάικλ Τζέφρι Τζόρνταν
ΠροσωνύμιοMJ, Air Jordan, His Airness
ΕθνικότηταΑμερικανική
Γέννηση17 Φεβρουαρίου 1963 (1963-02-17) (61 ετών)
Μπρούκλιν, Νέα Υόρκη, ΗΠΑ
Ύψος1,98 μ.
Νεανικοί σύλλογοι
ΚολέγιοΝορθ Καρολάινα Ταρ Χιλς (North Carolina Tar Heels men's basketball)
Στοιχεία καριέρας
Ντραφτ1984 / Γύρος: 1ος / Επιλογή: 3η
από τους Σικάγο Μπουλς
Αθλ. καριέρα1984 – 1993, 1995 – 1998, 2001 – 2003
ΘέσηΣούτινγκ γκαρντ
Καριέρα σε συλλόγους
1984 - 1993Μάικλ Τζόρνταν: Τα πρώτα χρόνια, Διεθνής - Ολυμπιακή σταδιοδρομία, Χαρακτηριστικά παιχνιδιού 0 Σικάγο Μπουλς
1995 - 1998Μάικλ Τζόρνταν: Τα πρώτα χρόνια, Διεθνής - Ολυμπιακή σταδιοδρομία, Χαρακτηριστικά παιχνιδιού 0 Σικάγο Μπουλς
2001 - 2003Μάικλ Τζόρνταν: Τα πρώτα χρόνια, Διεθνής - Ολυμπιακή σταδιοδρομία, Χαρακτηριστικά παιχνιδιού 0 Ουάσινγκτον Ουίζαρντς
Εθνικές ομάδες
Ως παίκτης:0
1984 - 1992Μάικλ Τζόρνταν: Τα πρώτα χρόνια, Διεθνής - Ολυμπιακή σταδιοδρομία, Χαρακτηριστικά παιχνιδιού 0 Εθνική ΗΠΑ

Συχνά αναφερόμενος με τα αρχικά του ονόματός του (MJ), ξεκίνησε την κολεγιακή του πορεία από το Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας, όπου οι εμφανίσεις και επιτυχίες του τον έκαναν γνωστό σε εθνικό επίπεδο. Συνέχισε την καριέρα του στο επαγγελματικό πρωτάθλημα (NBA) αγωνιζόμενος με τους Σικάγο Μπουλς, σε δύο θητείες και τους Ουάσινγκτον Ουίζαρντς, όπου και ολοκλήρωσε την καριέρα του το 2003 στα 40 του χρόνια. Οι ακραίες αθλητικές ικανότητές του τον έκαναν πρωταγωνιστή σε μερικά από τα πιο θεαματικά στιγμιότυπα στην ιστορία του ΝΒΑ, ενώ ο αγωνιστικός του οίστρος οδήγησε την ομάδα του Σικάγου στη δημιουργία της δυναστείας που κατέκτησε έξι πρωταθλήματα σε οκτώ χρόνια μέσα στη δεκαετία του 1990. Από τον Οκτώβριο του 1993 μέχρι τον Μάρτιο του 1995, αποχώρησε από το μπάσκετ αλλά στις 20 Μαρτίου 1995 επέστρεψε στην ενεργό δράση με την περίφημη φράση: I'm back.

Όσον αφορά τις ατομικές του διακρίσεις, έχει 10 τίτλους πρώτου σκόρερ του NBA, από τις οποίους οι επτά συνεχόμενοι από το 1987 έως το 1993, πέντε βραβεία καλύτερου παίκτη (MVP) της κανονικής περιόδου του πρωταθλήματος και έξι βραβεία MVP των τελικών του ΝΒΑ. Κατέχει τα ρεκόρ για τους υψηλότερους μέσους πόντους που σημειώθηκαν ανά παιχνίδι στην κανονική περίοδο καθ' όλη τη διάρκεια της καριέρας του (30,12 πόντοι ανά παιχνίδι) και στα πλέι οφ (33,45 πόντοι ανά παιχνίδι). Κατέκτησε επίσης δύο Ολυμπιακούς τίτλους με την Εθνική ομάδα των Ηνωμένων Πολιτειών, μία φορά με την κολεγιακή ομάδα το 1984 και τη δεύτερη το 1992 με την πρώτη ομάδα επαγγελματιών που αγωνίστηκε σε τέτοια διοργάνωση. Όλες αυτές οι διακρίσεις του στο μπάσκετ τον έκαναν διάσημο, κάτι που εκμεταλλεύτηκαν αυτός και οι μεγάλες εταιρείες που σχετίζονται με τον αθλητισμό και όχι μόνο. Από το 1984 έχει δικιά του σειρά παπουτσιών, τα Air Jordans, την παραγωγή των οποίων ανέλαβε η εταιρεία Nike, ενώ έχει αποτελέσει το απόλυτο πρότυπο για τη νεολαία τη δεκαετία του 1980 και του 1990. Ένας παίκτης ικανός να αποφασίσει μόνος του τη μοίρα ενός αγώνα, σημείωσε το καλάθι νίκης με λιγότερα από πέντε δευτερόλεπτα από το τέλος 25 φορές στην καριέρα του, ενώ σε εννέα αγώνες σημείωσε το νικητήριο καλάθι με σουτ τη στιγμή της λήξης.

Το 2011 και το 2018 το περιοδικό Slam τον κατέταξε ως τον καλύτερο του αθλήματος όλων των εποχών. Συγκαταλέγεται στους πιο διακεκριμένους και αναγνωρίσιμους, αλλά και πιο πλούσιους αθλητές παγκόσμια όλων των εποχών και από όλα τα αθλήματα. Το όνομά του είναι ένα από τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα στον χώρο του μπάσκετ και συνδυάστηκε με τεράστια εμπορική επιτυχία για τις εταιρείες με τις οποίες συνεργάστηκε, τόσο κατά τη διάρκεια της ενεργού δράσης του, όσο και μετά από αυτή. Μέχρι και οι καλύτεροι αντίπαλοί του παραδέχθηκαν τη σαφή ανωτερότητά του, όπως ο Μάτζικ Τζόνσον λέγοντας «Υπάρχει ο Μάικλ Τζόρνταν και μετά εμείς οι υπόλοιποι», ενώ ο Λάρι Μπερντ παρατήρησε ότι «ποτέ το μπάσκετ δεν γνώρισε καλύτερο παίκτη από τον Τζόρνταν». Υπήρξε αναπόσπαστο κομμάτι της διάδοσης του NBA σε όλο τον κόσμο την εποχή της δράσης του. Είναι μέλος του Naismith Memorial Basketball Hall of Fame από το 2009 και του Hall of Fame της FIBA από το 2015.

Τα πρώτα χρόνια

Ο Τζόρνταν γεννήθηκε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης στις 17 Φεβρουαρίου του 1963. Ο πατέρας του Τζέιμς Τζόρνταν, εργάστηκε ως επόπτης της General Electric Plant και η μητέρα του Ντελόρις ήταν τραπεζικός υπάλληλος. Ο πατέρας του τον έμαθε να εργάζεται σκληρά και να μην επηρεάζεται από τη ζωή στον δρόμο. Ο πατέρας του είχε έντονη αίσθηση τάξης και κατεύθυνε τα παιδιά του στον αθλητισμό. Όταν ο Μάικλ ήταν ακόμη μωρό αυτός και η οικογένειά του μετακόμισαν στο Γουίλμινγκτον της Βόρειας Καρολίνας, όπου ήταν και ο αρχικός τόπος καταγωγής της οικογένειας έχοντας περάσει τουλάχιστον έξι γενιές σε ένα μικρό κομμάτι βάλτου και καλλιεργήσιμων εκτάσεων σε αγροτικά προάστια και πόλεις. Πρώτου να μπει στο γυμνάσιο έκανε μαθήματα τένις, ασχολήθηκε με τον στίβο και το αμερικανικό ποδόσφαιρο, στο τέλος όμως δύο ήταν τα αθλήματα που τον κέρδισαν: το μπάσκετ και το μπέιζμπολ. Εκεί ξεκίνησε να παίζει κυρίως μπέιζμπολ, ενώ σχεδόν παράλληλα άρχισε και η ενασχόλησή του με το μπάσκετ. Η νικηφόρα νοοτροπία του στον αθλητισμό ήταν εμφανής από τα παιδικά του χρόνια, αν και στην προσωπική του ζωή ήταν ντροπαλός. Οι γονείς του Μάικλ ανέβαζαν συνεχώς τις προσδοκίες τους για τα παιδιά τους. Η σχέση του Μάικλ με τον μεγαλύτερο (κατά 11 μήνες) αδερφό του Λάρι, ήταν μια βασική δύναμη στα πρώτα του χρόνια. Ο Λάρι ήταν επίσης σπουδαίος αθλητής με την ίδια δύναμη, αθλητική ικανότητα και φιλοδοξία, αλλά δεν είχε τη σωματοδομή για να υπερέχει στον αθλητισμό. Ο Μάικλ αγωνίστηκε σκληρά για να κερδίσει τον μεγαλύτερο αδερφό του, όταν οι δύο τους έπαιζαν μεταξύ τους σε καθημερινή βάση στο γήπεδο μπάσκετ στην αυλή του σπιτιού που είχε φτιάξει ο πατέρας τους. Η κυριαρχία του Λάρι στον μικρότερο αδερφό του ώθησε την αποφασιστικότητα του μικρού να φτάσει και να κερδίσει - και τελικά, μία ημέρα το κατάφερε. Στα 12 του χρόνια η ομάδα του στο μπέιζμπολ κέρδισε το πρωτάθλημα της πολιτείας και ονομάστηκε ο πολυτιμότερος παίκτης της Βόρειας Καρολίνας. Όμως, την ίδια χρονιά ο Μάικλ μαζί με τον αδερφό του αγωνίστηκαν για πρώτη φορά σε οργανωμένη ομάδα μπάσκετ μετά από πρωτοβουλία του προπονητή του μπέιζμπολ και ήδη άρχισε να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους.

Γυμνάσιο

Ο Τζόρνταν φοίτησε στο τοπικό γυμνάσιο Έμσλεϊ Α. Λέινι (Emsley A. Laney High School). Το 1978, όταν ο ίδιος ήταν 15 χρονών και μαθητής της τέταρτης τάξης του γυμνασίου, έκανε την πρώτη του απόπειρα να μπει στη σχολική ομάδα μπάσκετ. Έμεινε όμως εκτός της δωδεκάδας, αφού έχασε την τελευταία διεκδικούμενη θέση λόγω του ύψους του που τότε δεν ξεπερνούσε τα 1,80 μέτρα. Τη θέση μάλιστα την πήρε ο ύψους 2 μέτρων Χάρβεστ Σμιθ που ήταν φίλος και συνομήλικός του και έγινε ο μοναδικός μαθητής της τάξης του που μπήκε στην ομάδα εκείνη τη χρονιά.

Έτσι λοιπόν περιορίστηκε σε θέση στη δεύτερη ομάδα που αγωνίζονταν σε αντίστοιχο πρωτάθλημα. Το όλο γεγονός τον πείσμωσε ωθώντας τον να δουλέψει σκληρά προκειμένου να βελτιωθεί, ενώ παράλληλα κατάφερε να δείξει για πρώτη φορά την αξία του με τη δεύτερη ομάδα, της οποίας ήταν πρώτος σκόρερ μετρώντας σε κάθε παιχνίδι 30 ή 40 πόντους. Η δημοφιλία του τρόπου παιχνιδιού του έγινε άμεσα γνωστή με αξιοπρόσεκτη αύξηση του αριθμού των θεατών που παρακολουθούσαν τους αγώνες του. Το 1980 χρειάστηκε να εργαστεί περιστασιακά ως συντηρητής σε ξενοδοχείο, καθώς η οικογένεια του Μάικλ δεν ήταν ευκατάστατη. Η εμπειρία δεν ήταν ευχάριστη για τον ίδιο, ενώ τα αδέρφια του που επίσης εργάζονταν για την ενίσχυση της οικογένειας δεν είχαν αντίστοιχα υψηλές προσδοκίες.

Την επόμενη χρονιά, έχοντας ψηλώσει πάνω από 10 εκατοστά σε σχέση με την προηγούμενη και ύστερα από πολλές ώρες εξάσκησης, ήταν πλέον πολύ πιο αθλητικός και βελτιωμένος και δεν δυσκολεύτηκε να μπει στην πρώτη ομάδα. Αν και σαν σύνολο έκαναν μέτρια σεζόν με ρεκόρ 9–7 στις νίκες, ο Τζόρνταν μέτρησε 24,6 πόντους και 12 ριμπάουντ κατά μέσο όρο και ενώ ήταν ακόμα σχεδόν τελείως άγνωστος άρχισε σιγά - σιγά να εξαπλώνεται η φήμη του.

Μάικλ Τζόρνταν: Τα πρώτα χρόνια, Διεθνής - Ολυμπιακή σταδιοδρομία, Χαρακτηριστικά παιχνιδιού 
Ο Τζόρνταν με την ομάδα του γυμνασίου του τη σεζόν 1979-80.

Ο πρώτος που τον εντόπισε ήταν ο νεαρός τότε Ρόι Ουίλιαμς, βοηθός του προπονητή Ντιν Σμιθ στην ομάδα μπάσκετ του Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνας (University of North Carolina at Chapel Hill), ενός τοπικού κολεγίου που είχε όμως ένα από τα καλύτερα προγράμματα στο άθλημα σε εθνικό επίπεδο. Ο Ουίλιαμς άκουσε τα καλά λόγια του υπευθύνου του αθλητικού τμήματος του γυμνασίου Λέινι, που του κίνησαν την περιέργεια προτείνοντας στην ομάδα να κάνουν σκάουτινγκ στον παίκτη. Μετά από παρακολούθηση ξεχώρισε το ταλέντο του Τζόρνταν με αποτέλεσμα να κληθεί στο καμπ του Ντιν Σμιθ, μαζί με άλλα 400 παιδιά από την περιοχή όπου εντυπωσίασε τους ανθρώπους του κολεγίου. Λίγο αργότερα ο ταλαντούχος παίκτης έλαβε μέρος και στο Garfinkel’s Five Star Camp στη Νέα Υόρκη, όπου εξάπλωσε κι' άλλο τη φήμη του και έγινε γνωστός και σε άλλα κολέγια. Το καλοκαίρι του 1980 είχε ήδη δεχθεί προτάσεις για υποτροφία από πολλά πασίγνωστα κολέγια εκτός αυτού της Βόρειας Καρολίνας, συμπεριλαμβανομένου του Πανεπιστημίου Ντιουκ, των Πανεπιστημίων της Νότιας Καρολίνας, του Σίρακιουζ, της Βιρτζίνια και του Πανεπιστημίου του Λος Άντζελες της Καλιφόρνια. Ο ίδιος πήρε σχετικά γρήγορα την απόφασή του με το που θα αγωνίζονταν και την 1η Νοεμβρίου του 1980, προτού αρχίσει την τελευταία του χρονιά στο γυμνάσιο, ανακοίνωσε την απόφασή του να αγωνιστεί στο δημόσιο κολέγιο της Βόρειας Καρολίνας. Εξήγησε ότι το έκανε αυτό ώστε να επικεντρωθεί μόνο στο να παίζει μπάσκετ.

Η δημοσιότητα του γυμνασίου ύστερα από όλα αυτά ανέβηκε κατακόρυφα και μάλιστα λίγες μέρες αργότερα, στις 26 Νοεμβρίου, στο πρώτο παιχνίδι της ομάδας για τη νέα σεζόν απέναντι στο γυμνάσιο του Πέντερ το γήπεδο γέμισε ασφυκτικά από φιλάθλους που ήθελαν να παρακολουθήσουν τον νέο αστέρα. Μάλιστα, πολύς κόσμος αναγκάστηκε να μείνει έξω από το κλειστό, ενώ ο Τζόρνταν οδήγησε την ομάδα του στη νίκη με 33 πόντους και 14 ριμπάουντ. Ολοκλήρωσε τη σεζόν επιτυγχάνοντας τριπλ νταμπλ μετρώντας 29,2 πόντους, 11,6 ριμπάουντ και 10,1 ασίστ ανά αγώνα με αποτέλεσμα να επιλεγεί στην «Παναμερικανική Πεντάδα των Μακ Ντόναλντ».

Κολέγιο

Το 1981, όταν εντάχθηκε στην ομάδα του κολεγίου της Βόρειας Καρολίνας θεωρούνταν ως ένας από τους πιο καλούς πρωτοετείς παίκτες στο κολεγιακό πρωτάθλημα (NCAA). Έπαιξε τον πρώτο του αγώνα στις 28 Νοεμβρίου 1981 απέναντι στο Πανεπιστήμιο του Κάνσας κάνοντας δύο λάθη στην αρχή του παιχνιδιού με συνέπεια να καθίσει γρήγορα στον πάγκο, απ' όπου παρακολούθησε το πρώτο ημίχρονο. Στο τέλος της συνάντησης δεν τα πήγε και τόσο άσχημα έχοντας 12 πόντους. Κάτω από την καθοδήγηση του κορυφαίου προπονητή του Ντιν Σμιθ, που υπήρξε ο σημαντικότερος δάσκαλός του, κέρδισε τη θέση του βασικού στην ομάδα του και σε 34 αγώνες μέτρησε 13,5 πόντους και 4,4 ριμπάουντ ανά παιχνίδι. Μπαίνοντας στο κολέγιο είχε ύψος 1,91 μέτρα και η αλτικότητά του βελτιώθηκε μετά τον πρώτο χρόνο. Ο Σμιθ ήταν ιδιαίτερα αυστηρός προπονητής επιδεικνύοντας επαγγελματισμό στη δουλειά του, ήταν εξαιρετικά παθιασμένος κατά τη διάρκεια των προπονήσεων και φώναζε τακτικά στους παίκτες. Ο Τζόρνταν εξεπλάγη από το γεγονός ότι ο προπονητής δεν έβριζε ποτέ κανέναν, κάτι που είναι ασυνήθιστο για προπονητές που χρησιμοποιούν αυτό το είδος προπονητικής μεθόδου στην πράξη. Ο Σμιθ υπήρξε ο άνθρωπος με τη μεγαλύτερη επιρροή στη ζωή του νεαρού παίκτη, όχι μόνο επειδή του έμαθε τα βασικά στοιχεία του παιχνιδιού αλλά και πώς να γίνει πρωταθλητής. Το Νορθ Καρολάινα είχε ήδη πολύ καλή ομάδα με τον Τζέιμς Ουόρθι να ξεχωρίζει και έφτασε μέχρι τον τελικό του πρωταθλήματος απέναντι στο στην ομάδα του Πανεπιστημίου του Τζόρτζταουν όπου αγωνίζονταν ο Πάτρικ Γιούιν, μετέπειτα μεγάλος παίκτης των Νιου Γιορκ Νικς. Σε ένα αγώνα που τον παρακολούθησαν 60.000 θεατές στο Σούπερντομ (Superdome) της Νέας Ορλεάνης, ο Τζόρνταν σημείωσε 16 πόντους και μεταξύ αυτών το καλάθι που έκρινε την αναμέτρηση στα 15 δευτερόλεπτα πριν τη λήξη του αγώνα (τελικό αποτέλεσμα 63–62), και ολοκλήρωσε τη χρονιά σαν πρωταθλητής αλλά και βραβευμένος ως «Ο Καλύτερος Πρωτοετής της χρονιάς στο NCAA». Σύμφωνα με τον ίδιο το καλάθι αυτό τον έκανε γνωστό σε εθνικό επίπεδο, καθώς η μέχρι τότε πορεία του δεν του είχε δώσει αυτή τη δυνατότητα.

Μάικλ Τζόρνταν: Τα πρώτα χρόνια, Διεθνής - Ολυμπιακή σταδιοδρομία, Χαρακτηριστικά παιχνιδιού 
Σε προσπάθειά του στο κολέγιο το 1983

Την επόμενη χρονιά το Νορθ Καρολάινα θα ξεκίναγε και πάλι σαν ένα από τα φαβορί για τον τίτλο, όμως στα προημιτελικά της διοργάνωσης γνώρισαν την ήττα και αποκλείστηκαν από τη συνέχεια. Ο Τζόρνταν σημείωσε ρεκόρ καριέρας με 39 πόντους με αντίπαλο το Τζόρτζια Τεκ στις 29 Ιανουαρίου 1983 και μέτρησε 20 πόντους και 5,5 ριμπάουντ ανά αγώνα καταφέρνοντας να συμπεριληφθεί στην «Καλύτερη Πεντάδα του NCAA».

Κινδύνεψε ακόμα και να χάσει τη ζωή του σε ηλικία 19 ετών: σε μία επίδειξη του ξιφομάχου Μάικ Κρέιν, ο Τζόρνταν κλήθηκε να συμμετάσχει ενεργά και με δεμένα μάτια να δεχθεί το κόψιμο ενός καρπουζιού που είχε τοποθετηθεί στην κοιλιά του. Ο κακός υπολογισμός του δεξιοτέχνη άφησε ενθύμιο πέντε ραμμάτων στην κοιλιά του Τζόρνταν, ο οποίος δεν αναφέρθηκε ποτέ σε αυτό το περιστατικό.

Το καλοκαίρι του 1983 ήταν μέλος της ομάδας μπάσκετ των Ηνωμένων Πολιτειών που κέρδισε το τουρνουά μπάσκετ στους Παναμερικανικούς Αγώνες που διοργανώθηκαν στο Καράκας της Βενεζουέλας. Μέλος της βασικής πεντάδας, αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ της ομάδας με 17,3 πόντους μέσο όρο νικώντας στον τελικό την ομάδα του Πουέρτο Ρίκο με 101–85. Λίγους μήνες πριν επιλεγεί στο ντραφτ του ΝΒΑ, ο Τζόρνταν είχε βρεθεί στην Ελλάδα με το Πανεπιστήμιό του κατόπιν πρότασης του Ντιν Σμιθ. Στις 20 Νοεμβρίου 1983, πάτησε στο Αλεξάνδρειο Μέλαθρο και αγωνίστηκε με αντίπαλο την Εθνική Ελλάδας στο πλαίσιο του τουρνουά «Δημήτρια». Η Ελλάδα γνώρισε την ήττα από το αμερικανικό πανεπιστήμιο με 100–83, ο Τζόρνταν πέτυχε 34 πόντους, ενώ ο Νίκος Γκάλης είχε σημειώσει 24 πόντους. Την επόμενη ημέρα, στο γήπεδο του Σπόρτιγκ διεξήχθη και δεύτερο φιλικό παιχνίδι (Νορθ Καρολάινα - Εθνική Ελλάδας 79–71) απόντος του Γκάλη.

Τη σεζόν 1983–84 οι Ταρ Χιλς θα ήταν και πάλι από τα μεγάλα φαβορί για τον τίτλο του κολεγιακού πρωταθλήματος. Η ομάδα στηρίζονταν στην τετράδα των Τζόρνταν, Μπραντ Ντόχερτι, Κέντρικ Πέρκινς και Κένι Σμιθ, και μάλιστα όλοι εξ αυτών έκαναν αξιοπρόσεκτη καριέρα τα επόμενα χρόνια στο NBA. Έχοντας ξεκινήσει μάλιστα με 22 νίκες στη σειρά γρήγορα έγιναν το πρώτο φαβορί για το πρωτάθλημα. Ωστόσο στους «16» της διοργάνωσης γνώρισαν ήττα - έκπληξη από το Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα που είχε προπονητή τον Μπόμπι Νάιτ έναν από τους, κατά γενική ομολογία, καλύτερους προπονητές στην ιστορία του κολεγιακού πρωταθλήματος. Ο Τζόρνταν με 19,6 πόντους, 5,3 ριμπάουντ και ποσοστό ευστοχίας 55,1 % ήταν και πάλι μέλος της Καλύτερης Πεντάδας του NCAA, ενώ κέρδισε το «βραβείο Νέισμιθ» για τον καλύτερο παίκτη της χρονιάς αλλά και το «βραβείο Τζον Γούντεν» για τον καλύτερο παίκτη της χρονιάς.

Ο Τζόρνταν αποφάσισε εκείνη τη χρονιά να αφήσει το κολεγιακό πρωτάθλημα, αν και θα μπορούσε να αγωνιστεί για άλλο ένα χρόνο ως την προγραμματισμένη αποφοίτησή του. Με παρότρυνση του Σμιθ ο οποίος φρόντισε ώστε να είναι καλά εκπαιδευμένος σε βασικές αρχές, στην πειθαρχία και στην ομαδική εργασία, κάτι που τον έκανε πιο έτοιμο για το ΝΒΑ από ό,τι στην ηλικία του, δήλωσε συμμετοχή στα ντραφτ του 1984. Σε ένδειξη τιμής για τη συνεισφορά του η φανέλα του με το νούμερο 23 αποσύρθηκε. Επέστρεψε στο Νορθ Καρολάινα για να πάρει το πτυχίο του στη γεωγραφία το 1986.

Μάικλ Τζόρνταν: Τα πρώτα χρόνια, Διεθνής - Ολυμπιακή σταδιοδρομία, Χαρακτηριστικά παιχνιδιού 
Το 1982 με το Πανεπιστήμιο

NBA

Ντραφτ

Ο 21 ετών, τότε, Τζόρνταν στα ντραφτ του 1984 αποτέλεσε έναν από τους πιο περιζήτητους παίκτες της χρονιάς εκείνης εξαιτίας των εμφανίσεών του στο NCAA και αναμένονταν να είναι από τους πρώτους που θα επιλεγούν κατά τη διαδικασία. Την πρώτη επιλογή την είχαν οι Χιούστον Ρόκετς, τη δεύτερη οι Πόρτλαντ Τρέιλ Μπλέιζερς και στη συνέχεια οι Σικάγο Μπουλς, οι οποίοι στόχευαν στην επιλογή του Τζόρνταν βλέποντας σε αυτόν τον επόμενο ηγέτη τους. Η πρώτη επιλογή ήταν ο Χακίμ Ολάζουον, ενώ το Πόρτλαντ προσπέρασε τον Τζόρνταν επιλέγοντας τον Σαμ Μπούι, έναν σέντερ ύψους 2,16 μέτρων με αξιοπρόσεκτη κολεγιακή καριέρα που ήταν, όμως, συνδεδεμένη με αρκετά προβλήματα τραυματισμών και τα οποία συνέχισαν να τον ακολουθούν. Η επιλογή αυτή του γενικού διευθυντή των Μπλέιζερς, αποτελεί σήμερα κατά γενική ομολογία μία από τις πλέον άστοχες επιλογές σε ντραφτ στην ιστορία, αλλά το ενδιαφέρον των περισσότερων ήταν εστιασμένο στους ψηλούς παίκτες, γεγονός που ήταν αναμενόμενο. Τελικά οι Μπουλς επέλεξαν τον Τζόρνταν στο νούμερο τρία με τη βεβαιότητα των ειδικών ότι θα κάνει σπουδαία καριέρα.

Η πρώτη χρονιά 1984–1985

Ο Τζόρνταν προσέλαβε ύστερα από υπόδειξη του πρώην προπονητή του Ντιν Σμιθ ατζέντη, ο οποίος ανέλαβε το συμβόλαιο με τους Μπουλς, το οποίο τον έκανε ως τον τρίτο πιο ακριβοπληρωμένο ρούκι έως τότε στην ιστορία του NBA μετά τους «δίδυμους πύργους» των Χιούστον Ρόκετς, Ολάζουον και Ραλφ Σάμσον. Το συμβόλαιο που υπέγραψε στις 12 Σεπτεμβρίου 1984 ήταν επταετούς διάρκειας με σύνολο όμως αποδοχών ιδιαίτερα δυσανάλογο με τη μετέπειτα πορεία του. Ο ίδιος υποσχέθηκε τότε για κάτι καταπληκτικό στη συνέχεια. Ακόλουθα μέσω του ατζέντη του ο παίκτης ήρθε σε επαφή με μεγάλες εταιρείες αθλητικής ένδυσης (επελέγη η εταιρεία Nike που ήταν τότε συγκριτικά μικρή), η οποία αναζητούσε πρόσωπο πάνω στο οποίο θα στήριζε τη διαφημιστική της καμπάνια. Τελικά, μετά από τρίμηνη προσπάθεια υπεγράφη πενταετές συμβόλαιο με την εταιρεία, τα κέρδη της οποίας εκτοξεύτηκαν πολύ γρήγορα. Στη διαδικασία υπογραφής της συμφωνίας επελέγη και το όνομα των νέων παπουτσιών (σχεδιάστηκε το πρώτο λογότυπο των Air Jordan), από όπου έμεινε και το προσωνύμιο στον ίδιο.

Έχοντας κάνει εντυπωσιακές εμφανίσεις στους έξι αγώνες προετοιμασίας και ήδη πολύ γνωστός στο κοινό από τους Ολυμπιακούς Αγώνες, η αναμονή της πρεμιέρας του ήταν γεμάτη από μεγάλες προσδοκίες. Στο επαγγελματικό του ντεμπούτο στις 26 Οκτωβρίου του 1984 οδήγησε τους Μπουλς στην εντός έδρας νίκη (109–93) με αντίπαλο τους Ουάσιγκτον Μπούλετς με 16 πόντους, 6 ριμπάουντ, 7 ασίστ, 2 κλεψίματα, 4 κοψίματα, 5 στις 16 προσπάθειες σουτ και 6 στις 7 βολές. Το παιχνίδι προσέλκυσε 13.913 θεατές, σχεδόν διπλάσιο αριθμό από αγώνες της προηγούμενης χρονιάς. Την επόμενη ημέρα με αντίπαλο τους Μιλγουόκι Μπακς σημείωσε 21 πόντους, αριθμός που δεν ήταν αξιοσημείωτος, αντίθετα με τρία καρφώματα που εντυπωσίασαν. Τρεις μέρες αργότερα, στις 29 Οκτωβρίου πραγματοποίησε μία από τις καλύτερες εμφανίσεις του στη σεζόν απέναντι στους Μπακς σημειώνοντας 37 πόντους σε 34 λεπτά συμμετοχής και συμβάλλοντας στη νίκη των «Ταύρων» με τελικό σκορ 116–110.

Δύο εβδομάδες αργότερα, στις 13 Νοεμβρίου πέτυχε την πρώτη σαραντάρα καθώς και το πρώτο νταμπλ νταμπλ της καριέρας του στη νίκη της ομάδας του με 120–117 επί των Σαν Αντόνιο Σπερς ολοκληρώνοντας την αναμέτρηση με 45 πόντους και 10 ριμπάουντ. Τα επιτεύγματά του είχαν ως αποτέλεσμα να γίνει εξώφυλλο στο Sports Illustrated στο τεύχος της 10ης Δεκεμβρίου, δύο μόλις μήνες ουσιαστικά από την έναρξη της επαγγελματικής του καριέρας με τον τίτλο «ένα αστέρι γεννιέται», ενώ και οι The New York Times περιέγραψαν την παρουσία του ως «ο εκπληκτικός ρούκι των Ταύρων» σημειώνοντας τη σύγκριση με τον Τζούλιους Έρβινγκ το Νοέμβριο. Στις 14 Ιανουαρίου του 1985 στη νίκη των Μπουλς με 122–113 επί των Ντένβερ Νάγκετς σημείωσε και το πρώτο του τριπλ νταμπλ με 35 πόντους, 14 ριμπάουντ και 15 ασίστ.

Απέκτησε έτσι γρήγορα πολύ μεγάλη δημοσιότητα και κλήθηκε στο All-Star Game της χρονιάς εκείνης που διεξήχθη στην Ινδιανάπολη. Χάρη στις ψήφους του κόσμου βρέθηκε στη βασική πεντάδα της Ανατολής μαζί με τους Λάρι Μπερντ, Τζούλιους Έρβινγκ, Μόουζες Μαλόουν και Αϊζάια Τόμας. Ο αγώνας έληξε με 140–129 υπέρ της ομάδας της Δύσης με τον Τζόρνταν να έχει 7 πόντους και μόνο 9 προσπάθειες στα 22 λεπτά που βρέθηκε στον αγωνιστικό χώρο. Επίσης συμμετείχε και στον διαγωνισμό καρφωμάτων τον οποίο τελικά κατέκτησε ο Ντομινίκ Ουίλκινς των Ατλάντα Χοκς. Σε αυτή τη διαδικασία άρχισε να γίνεται και τυπικά εμφανής η εντυπωσιακή αλτικότητά του που δικαίωσε το πιο γνωστό του προσωνύμιο, το Air Jordan. Στον διαγωνισμό της Ινδιανάπολις πραγματοποίησε για πρώτη φορά το κάρφωμα από τη γραμμή των ελεύθερων βολών. Το πρώτο προσωνύμιο που του έβγαλαν στο NBA ήταν Captain Marvel, που δεν τον αντιπροσώπευε ιδιαίτερα. Ένα ακόμα δημοφιλές προσωνύμιο είναι το His Airness («Αυτού Αερινότης»). Μετά τον διαγωνισμό καρφωμάτων έφθασε στη δημοσιότητα το σχέδιο που είχαν εφαρμόσει ορισμένοι συμπαίκτες του στο παιχνίδι αυτό, με πρωτεργάτη τον γκαρντ των Ντιτρόιτ Πίστονς Αϊζάια Τόμας, που αποσκοπούσε στο να μην του πασάρουν σωστά την μπάλα για να μην κάνει την καλύτερη δυνατή εμφάνιση. Είναι πολύ πιθανό ο Τόμας και κάποιοι από τους παλαιότερους παίκτες να θεώρησαν ως πρόκληση τη νίκη ενός ρούκι στον διαγωνισμό. Δεν ήταν εύκολα αποδεκτό από τους παλαιότερους αστέρες του πρωταθλήματος να εκτοξευθεί ένας πρωτάρης στην κορυφή του NBA λαμβάνοντας υπόψη τις προηγούμενες εμφανίσεις του με τους Μπουλς και τη γρήγορη δημοφιλία που απέκτησε στους οπαδούς ακόμα και άλλων ομάδων με τον εντυπωσιακό τρόπο παιχνιδιού του.

«Ο Μάικλ Τζόρνταν είναι ο καλύτερος παίκτης μπάσκετ όλων των εποχών. Θα έλεγα ακόμη και ότι ήταν ο καλύτερος και πιο σημαντικός αθλητής που υπήρξε ποτέ. Ακόμη και πάνω από τον Μοχάμεντ Άλι. Χάρη στον Μάικλ, το μπάσκετ έχει γίνει παγκόσμιο ζήτημα». Μάτζικ Τζόνσον (2013)

Λίγες μέρες μετά το All-Star Game αντιμετώπισε τον Τόμας σε αγώνα των Μπουλς με τους Πίστονς και έκανε νέο ρεκόρ καριέρας σε πόντους και ριμπάουντ μετρώντας 49 και 15 αντίστοιχα, και στις 17 Μαρτίου ακολούθησε και δεύτερο τριπλ νταμπλ απέναντι στους Μιλγουόκι Μπακς που συνοδεύτηκε με νέο ρεκόρ καριέρας σε ασίστ (32 πόντοι, 11 ριμπάουντ και 16 ασίστ). Ολοκλήρωσε την κανονική περίοδο του πρωταθλήματος έχοντας κατά μέσο όρο 28,2 πόντους, 6,5 ριμπάουντ και 5,9 ριμπάουντ. Ήταν ο πρώτος της ομάδας του σε τέσσερις στατιστικές κατηγορίες (πόντους, ριμπάουντ, ασίστ και κλεψίματα) και έγινε ο πρώτος ρούκι στην ιστορία του πρωταθλήματος που πετύχαινε κάτι τέτοιο. Βραβεύθηκε ως «Ρούκι της Χρονιάς» και συμπεριλήφθηκε στην Καλύτερη Πεντάδα των Ρούκι καθώς και στη Δεύτερη Καλύτερη Πεντάδα του Πρωταθλήματος, ενώ αναδείχθηκε τρίτος σκόρερ, παρότι σημείωσε τους περισσότερους πόντους, ο τίτλος πηγαίνει σε αυτόν με τον υψηλότερο μέσο όρο ανά αγώνα. Ήταν έκτος στην ψηφοφορία για τον τίτλο του πολυτιμότερου παίκτη (MVP) της κανονικής περιόδου.

Οι Μπουλς δεν είχαν ιδιαίτερο παρελθόν στην πορεία τους στο NBA μέχρι τότε. Από το 1975 έως το 1984, μπήκαν μόνο δύο φορές στα πλέι οφ και προχώρησαν στον δεύτερο γύρο μία φορά. Η εμπειρία των παικτών λόγω της νεαρής τους ηλικίας ήταν μικρή. Η απουσία υψηλών στόχων και η έλλειψη πειθαρχίας στη γενικότερη λειτουργία της ομάδας ήταν ξένα στοιχεία προς τον φιλόδοξο νεαρό παίκτη, που όμως του προσέφεραν και περισσότερη ελευθερία κινήσεων. Η ομάδα του Σικάγου έκανε 38 νίκες, 11 περισσότερες νίκες σε σχέση με την προηγούμενη σεζόν και ύστερα από τέσσερα χρόνια πέρασε ξανά στα πλέι οφ, όπου αποκλείστηκε στον πρώτο γύρο με 3–1 νίκες από τους Μπακς με τον Τζόρνταν να ολοκληρώνει τη σειρά με 29,3 πόντους, 5,8 ριμπάουντ και 8,5 ασίστ ανά παιχνίδι. Ο ίδιος σε μεταγενέστερη συνέντευξή του τόνισε ότι ήταν γι' αυτόν η μεγαλύτερη ικανοποίηση καθώς η πρόκριση άλλαξε τη στάση των οπαδών που εγκατέλειπαν νωρίς τους αγώνες λόγω της έλλειψης επιτυχίας στα πλέι οφ πριν από την άφιξή του. Οι Μπουλς διπλασίασαν τα εισιτήρια στην έδρα τους σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά.

1985–1987 : Ο τραυματισμός και η επιστροφή

Στις 25 Αυγούστου του 1985 ο Τζόρνταν συμμετείχε την ιταλική Στεφανέλ Τριέστε σε φιλικό αγώνα με αντίπαλο την Καζέρτα και σημείωσε 41 πόντους, οδηγώντας την ομάδα της Τεργέστης στη νίκη για 113–112 μετά από παράταση. Στη μνήμη πολλών έχει μείνει ένα εντυπωσιακό του κάρφωμα που «θρυμμάτισε» το ταμπλό. Δύο Ιταλοί παίκτες που ήταν ακριβώς από κάτω πέρασαν τη νύχτα στο νοσοκομείο καθώς χρειάστηκαν ράμματα για τα κοψίματα που προκλήθηκαν από τους πεσμένους κρυστάλλους. Η αγωνιστική περίοδος 1985–86 ξεκίνησε με δύο νίκες σε ισάριθμους αγώνες για τους Μπουλς. Ωστόσο στο τρίτο παιχνίδι της χρονιάς απέναντι στους Γκόλντεν Στέιτ Ουόριορς ο Τζόρνταν ύστερα από μία πτώση στο παρκέ είχε ως αποτέλεσμα να υποστεί κάταγμα στο πόδι. Ενώ οι αρχικές εκτιμήσεις ανέφεραν ότι θα έμενε εκτός αγώνων για τουλάχιστον έξι εβδομάδες, οι γιατροί της ομάδας τον συμβούλεψαν να μείνει εκτός για το υπόλοιπο της χρονιάς αφήνοντας πιθανότητα 10 % να μην μπορέσει να επανέλθει.

Ζήτησε από την ομάδα να επιστρέψει για την αποθεραπεία του στο Τσάπελ Χιλ, όπου θα τον αναλάμβαναν οι προπονητές του πρώην του κολεγίου και το ιατρικό τους επιτελείο με σκοπό να μπορέσει να πάρει και το πτυχίο του. Εκεί, δίχως οι Μπουλς να το γνωρίζουν ξεκίνησε και αγωνιστικά διπλά και, βλέποντας ότι είναι σε κατάσταση να αγωνιστεί ξανά, επέστρεψε στο Σικάγο δηλώνοντας έτοιμος να επανέλθει. Η απάντηση που εισέπραξε όμως ήταν αρνητική και βλέποντας ότι οι Μπουλς έκαναν κάκιστη πορεία, πίστεψε ότι δεν τον άφηναν να αγωνιστεί ώστε να μπορέσουν να καταλάβουν υψηλή επιλογή για το ντραφτ της επόμενης χρονιάς. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι σχέσεις του με τη διοίκηση να διαταραχθούν.

Ύστερα από συνεχείς πιέσεις του, επέστρεψε για τα τελευταία 15 παιχνίδια της χρονιάς, με τον όρο όμως ότι δεν θα έπαιζε πάνω από επτά λεπτά ανά περίοδο, ευθύνη που βάραινε τον προπονητή Σταν Άλμπεκ υπό την απειλή της απόλυσης. Παρ' αυτά σε αγώνα με τους Νικς σημείωσε 24 πόντους σε 23 λεπτά συμμετοχής δείχνοντας την πλήρη ανάκαμψή του. Οι Μπουλς έκλεισαν τη χρονιά με πέντε νίκες στα έξι τελευταία παιχνίδια και κατόρθωσαν να μπουν στα πλέι οφ παρά το γεγονός ότι είχαν πετύχει μόνο 30 νίκες, το οποίο την εποχή εκείνη ήταν το πέμπτο χειρότερο στην ιστορία του πρωταθλήματος για ομάδα που συνέχιζε στα πλέι οφ.

Μάικλ Τζόρνταν: Τα πρώτα χρόνια, Διεθνής - Ολυμπιακή σταδιοδρομία, Χαρακτηριστικά παιχνιδιού 
Η ομάδα των Μπουλς 1987 με τον Τζόρνταν στο κέντρο

Έχοντας τερματίσει στην όγδοη θέση της Ανατολικής Περιφέρειας αντιμετώπισαν τους πρωτοπόρους Μπόστον Σέλτικς των Λάρι Μπερντ, Κέβιν ΜακΧέιλ και Ρόμπερτ Πάρις, οι οποίοι ήταν και το ακλόνητο φαβορί, πρώτοι σε νίκες στην κανονική περίοδο και μια μόνο ήττα. Στο πρώτο παιχνίδι της σειράς ο Τζόρνταν πήρε 36 προσπάθειες, ευστόχησε στις μισές, και τελείωσε το παιχνίδι με 49 πόντους (σχεδόν τους μισούς της ομάδας), με τους Σέλτικς να επικρατούν εύκολα με 123–104. Οι Σέλτικς στόχευαν να περιορίσουν την πρόσβαση στη ρακέτα του Τζόρνταν μέσω των διεισδύσεων, αλλά ο τελευταίος τα κατάφερε ​​με τα μακρινά του σουτ. Μετά από εκείνο το πρώτο παιχνίδι, ο ΜακΧέιλ είπε για την απόδοση του Τζόρνταν: «Δεν θα ξανασυμβεί...». Στην επόμενη συνάντηση στις 20 Απριλίου σημείωσε νέο ρεκόρ πόντων από ένα παίκτη σε ένα αγώνα των πλέι οφ με 63 (οι 54 στην κανονική διάρκεια του αγώνα), έχοντας 22 στις 41 προσπάθειες σουτ και ακόμα 5 ριμπάουντ, 6 ασίστ, 3 κλεψίματα και 2 κοψίματα καταρρίπτοντας το προηγούμενο που κρατούσε 24 χρόνια. Η επίδοση παραμένει ως ρεκόρ στην ιστορία των πλέι οφ, ωστόσο δεν κατάφερε να αποτρέψει το 2–0 των Σέλτικς που διαμορφώθηκε ύστερα από δύο παρατάσεις με σκορ 135–131. Οι Σέλτικς έχοντας μία από τις καλύτερες ομάδες της ιστορίας τους στη δεκαετία του 1980 πήραν άλλη μια νίκη στο Σικάγο και τελείωσαν τη σειρά, στην οποία ο Τζόρνταν ολοκλήρωσε με μέσους όρους 43,7 πόντους, 6,3 ριμπάουντ και 5,7 ασίστ σε 45 λεπτά ανά αγώνα. Οι εμφανίσεις του μάλιστα έκαναν τον Λάρι Μπερντ να δηλώσει μετά το δεύτερο αγώνα: «That's not Michael Jordan, that's God disguised as Michael Jordan» («Αυτός δεν είναι ο Μάικλ Τζόρνταν, αυτός είναι ο Θεός μεταμφιεσμένος σε Μάικλ Τζόρνταν»). Ο Τζόρνταν όμως δήλωσε ότι «θα έδινα πίσω όλους τους πόντους μου αν μπορούσαμε να κερδίσουμε».

Η ακόλουθη χρονιά ξεκίνησε με αλλαγή προπονητή για τους Μπουλς οι οποίοι προσέλαβαν τον 35χρονο, τότε, Νταγκ Κόλινς. Στο πρώτο επίσημο παιχνίδι της σεζόν ο Τζόρνταν, πετυχαίνοντας τους 21 από τους τελευταίους 31 πόντους της ομάδας του, τους οδήγησε στη νίκη με 108–103 επί των Νιου Γιορκ Νικς, σταματώντας τελικά στους 50 πόντους και κάνοντας νέο ρεκόρ πόντων που σημειώνονται από έναν παίκτη σε παιχνίδι στο Μάντισον Σκουέρ Γκάρντεν. Συνολικά στην κανονική περίοδο ξεπέρασε σε οκτώ παιχνίδια τους 50 πόντους, σε 37 τους 40, ενώ σε εννέα συνεχόμενα παιχνίδια σημείωσε πάνω από 40 πόντους. Ακόμα τον Φεβρουάριο στον αγώνα με τους Νιου Τζέρσεϊ Νετς (128–113) πέτυχε 58 πόντους έχοντας 26 στις 27 ελεύθερες βολές.

Αγωνίστηκε και στο All-Star Game στο Σιάτλ όπου είχε 11 πόντους, ενώ κέρδισε στον διαγωνισμό καρφωμάτων εντυπωσιάζοντας το πλήθος με μια μεγάλη ποικιλία ακροβατικών καρφωμάτων - μερικά από τα οποία δεν είχαν παρουσιαστεί ποτέ, με κορυφαίο ίσως το kiss the rim. Οι καλύτερες επιδόσεις του στο πρωτάθλημα ήρθαν τις 4 Μαρτίου του 1987 απέναντι στους Ντιτρόιτ Πίστονς, όπου είχε 61 πόντους (26 από τους οποίους στο τέταρτο δωδεκάλεπτο) και στις 16 Απριλίου, στο προτελευταίο παιχνίδι της κανονικής περιόδου με τους Ατλάντα Χοκς στις 16 Απριλίου, όταν είχε επίσης 61 πόντους σημειώνοντας μάλιστα και 23 συνεχόμενους από 22/35 δίποντα και 17/21 βολές, ενώ είχε και 10 ριμπάουντ. Οι Χοκς όμως νίκησαν στο Σικάγο με 117–114 με 34 πόντους του Ουίλκινς.

Οι Μπουλς μπήκαν ξανά στα πλέι οφ, και πάλι ως όγδοοι στην Ανατολική Περιφέρεια, με ρεκόρ 40–42 και αντιμετώπισαν ξανά τους Μπόστον Σέλτικς. Όπως και πριν ένα χρόνο, η ομάδα από τη Βοστώνη τελείωσε τη σειρά με 3–0 νίκες με τους να μην προβάλουν αντίσταση, εκτός του Τζόρνταν που είχε 35,7 πόντους 7 ριμπάουντ και 6 ασίστ ανά παιχνίδι.

Ο Τζόρνταν έκλεισε τη σεζόν κατορθώνοντας στην κανονική διάρκεια του πρωταθλήματος να φτάσει σε σύνολο τους 3.041 πόντους και να γίνει ο δεύτερος, μετά τον Ουίλτ Τσάμπερλεϊν που ξεπερνά τους 3.000 σε μία αγωνιστική περίοδο. Επίσης έγινε ο πρώτος παίκτης (από τους τρεις) στην ιστορία που καταγράφει 200+ κλεψίματα και 100+ κοψίματα σε μία αγωνιστική περίοδο, επίδοση που επανέλαβε και στην ερχόμενη κανονική περίοδο. Είχε τα περισσότερα λεπτά συμμετοχής από κάθε άλλον (3.281 σύνολο, δηλαδή 40 ανά αγώνα) και σημείωσε κατά μέσο όρο 37,1 πόντους (ο υψηλότερος της σταδιοδρομίας του), 5,2 ριμπάουντ, 4,6 ασίστ, 2,9 κλεψίματα και 1,5 κοψίματα με 48,4 % ποσοστό ευστοχίας στα σουτ εντός πεδιάς και 85,7 % στις ελεύθερες βολές, το οποίο ήταν και το καλύτερο στην καριέρα του. Κατέκτησε τον πρώτο τίτλο του κορυφαίου σκόρερ της κανονικής περιόδου στην καριέρα του, βρέθηκε στην «Καλύτερη Πεντάδα του Πρωταθλήματος», ωστόσο δεν κατόρθωσε να κατακτήσει το βραβείο του MVP καθώς ήρθε δεύτερος στη σχετική ψηφοφορία πίσω από τον Μάτζικ Τζόνσον.

1987–1990 : Οι αναμετρήσεις με τους Πίστονς

Σε μια προσπάθεια να ανέβει το επίπεδο της ομάδας ύστερα από τρεις συνεχόμενους αποκλεισμούς στον πρώτο γύρο των πλέι οφ, ο γενικός μάνατζερ Τζέρι Κράουζε επιδίωξε την ενίσχυση μέσω των ντραφτ, όπου απέκτησε τον σμολ φόργουορντ Σκότι Πίπεν που θα αποδειχθεί ο καλύτερος συνεργάτης του και τον πάουερ φόργουορντ Χόρας Γκραντ (Horace Grant). Οι Μπουλς έκαναν επίδοση 50–32 νίκες στην κανονική περίοδο και τερμάτισαν στην τρίτη θέση της Ανατολικής Περιφέρειας με τον Τζόρνταν να ηγείται του πρωταθλήματος σε πόντους με 35,0 ανά αγώνα μαζί με 5,5 ριμπάουντ και 5,9 ασίστ. Τα 161 κοψίματα που πέτυχε (1,6 μέσο όρο) είναι τα περισσότερα στην ιστορία από γκαρντ, κατηγορία στην οποία προηγείται στις λίστες όλων των εποχών. Σε 18 παιχνίδια είχε πάνω από 40 πόντους, ενώ σε αγώνα με τους Σακραμέντο Κινγκς σημείωσε 49 πόντους έχοντας 70,4 % ποσοστό ευστοχίας εντός πεδιάς. Κέρδισε το βραβείο του MVP της χρονιάς και παράλληλα επιλέχθηκε στην «Καλύτερη Πεντάδα» και στην «Καλύτερη Αμυντική Πεντάδα» του NBA. Στην ψηφοφορία για την ανάδειξη του πολυτιμότερου παίκτη της χρονιάς ο Τζόρνταν ήρθε πρώτος ξεπερνώντας εννέα μέλη του Hall of Fame. Με τους 40 πόντους του, οκτώ ριμπάουντ, τέσσερα κλεψίματα και ισάριθμα κοψίματα στο All-Star Game αναδείχθηκε σε MVP του αγώνα, στη νίκη της Ανατολής με 138–133 στο παιχνίδι της 7ης Φεβρουαρίου στο Σικάγο. Η επίδοση των 40 πόντων ήταν τότε η δεύτερη καλύτερη στην ιστορία των All-Star Game. Νίκησε επίσης για δεύτερη συνεχόμενη φορά τον διαγωνισμό καρφωμάτων απέναντι στον Ντομινίκ Ουίλκινς και έγινε ο πρώτος που το κατάφερε, στον ίσως συναρπαστικότερο διαγωνισμό της ιστορίας. Ο Τζόρνταν βαθμολογήθηκε με το τέλειο των 50 βαθμών σε προσπάθεια καρφώματος από τη γραμμή των ελεύθερων βολών. Μάλιστα, έγινε και ο πρώτος που αναδεικνύεται ως πρώτος σκόρερ και πρώτος σε κλεψίματα στο NBA, κάτι που θα επαναλάμβανε άλλες δύο φορές στο μέλλον, όπως και ο μόνος που αναδείχθηκε κορυφαίος σκόρερ και καλύτερος αμυντικός της χρονιάς. Στο τέλος της κανονικής περιόδου είχε την καλύτερη επίδοση στον δείκτη αξιολόγησης PER (Player Efficiency Rating) με 31,71, τότε την τέταρτη υψηλότερη όλων των εποχών πίσω από τις τρεις καλύτερες του Τσάμπερλεϊν. Το σύνολο των ανωτέρω επιτευγμάτων στην κανονική περίοδο καθιστά πιθανά εκείνη τη σεζόν ως την καλύτερη καλαθοσφαιριστή που αναδείχθηκε πολυτιμότερος παίκτης σε κανονική περίοδο του NBA, ενώ τον τοποθέτησε στην κορυφή της αξιολόγησης των παικτών του επαγγελματικού μπάσκετ.

Στον πρώτο γύρο των πλέι οφ οι Μπουλς αντιμετώπισαν τους Κλίβελαντ Καβαλίερς. Στα δύο πρώτα παιχνίδια στο Σικάγο ο Τζόρνταν με 50 και 55 πόντους (αποτελέσματα 104–93 και 106–101 αντίστοιχα) οδήγησε τους «Ταύρους» στο 2–0. Έγινε έτσι ο πρώτος παίκτης (και παραμένει ο μόνος) που σημείωσε 50 πόντους σε δύο συνεχόμενα παιχνίδια πλέι οφ. Στο Κλίβελαντ όμως ακολούθησαν δύο ήττες και η σειρά επέστρεψε στο Σικάγο για το πέμπτο και καθοριστικό παιχνίδι στο οποίο με 39 πόντους ο Τζόρνταν βοήθησε την ομάδα να προκριθεί. Αυτή θα ήταν και η πρώτη νικηφόρα σειρά πλέι οφ στην καριέρα του την οποία έκλεισε με 45,2 πόντους ανά αγώνα, που είναι και η καλύτερη επίδοση της σταδιοδρομίας του. Στον δεύτερο γύρο οι Μπουλς αντιμετώπισαν με μειονέκτημα έδρας τους Ντιτρόιτ Πίστονς. Στον αγώνα της κανονικής περιόδου στο Ντιτρόιτ η νίκη 112–110 συνοδεύτηκε με 59 πόντους του Τζόρνταν. Παρά το γεγονός ότι οι Μπουλς κέρδισαν στο δεύτερο παιχνίδι και μάλιστα εκτός έδρας ισοφαρίζοντας σε 1–1, ο προπονητής των Πίστονς Τσακ Ντέιλι αποφάσισε την εφαρμογή του αμυντικού συστήματος που έγινε γνωστό ως Jordan Rules, προσηλωμένου στην αναχαίτιση του Τζόρνταν, δεν του επέτρεψε να σημειώσει πάνω από 25 πόντους σε κανένα από τα τρία τελευταία παιχνίδια της σειράς. Τελικά οι Πίστονς ήταν αυτοί που προκρίθηκαν με 4–1 νίκες στον επόμενο γύρο.

Μάικλ Τζόρνταν: Τα πρώτα χρόνια, Διεθνής - Ολυμπιακή σταδιοδρομία, Χαρακτηριστικά παιχνιδιού 
Ο Τζόρνταν σε μία προσπάθειά του το 1988

Την επόμενη σεζόν 1988–89, ο Τζόρνταν είχε μία από τις καλύτερες χρονιές με σειρά ατομικών επιτευγμάτων, τόσο στην κανονική περίοδο όσο και στα πλέι οφ. Στις 24 Μαρτίου του 1989 έκανε ρεκόρ καριέρας σε ασίστ μετρώντας 17 στη νίκη απέναντι στους Μπλέιζερς. Από τις 25 Μαρτίου έως τις 6 Απριλίου έκανε επτά συνεχόμενα τριπλ νταμπλ, ενώ έως τις 14 του ίδιου μήνα είχε αγωνιστεί σε 11 παιχνίδια, έχοντας πετύχει 10 τριπλ νταμπλ αρχόμενα στις 29 Μαρτίου 1989. Συνολικά στη σεζόν είχε τον αριθμό ρεκόρ των 14 τριπλ νταμπλ, ενώ εξαιτίας τραυματισμών στην ομάδα είχε αγωνιστεί στα τελευταία 24 παιχνίδια ως πόιντ γκαρντ. Στην πιο ολοκληρωμένη, ίσως, ατομικά χρονιά της καριέρας του είχε τους εξής μέσους όρους: 32,5 πόντους, 8 ριμπάουντ και 8 ασίστ, που όμως δεν ήταν αρκετά να του δώσουν τον τίτλο του πολυτιμότερου παίκτη της κανονικής περιόδου κατατασσόμενος δεύτερος πίσω από τον Μάτζικ Τζόνσον. Οι Μπουλς με ρεκόρ 47–35 τερμάτισαν μόλις έκτοι στην Ανατολική Περιφέρεια.

Στα πλέι οφ, στα πλαίσια του πρώτου γύρου, θα αντιμετώπιζαν τους Κλίβελαντ Καβαλίερς των 57 νικών στην αγωνιστική περίοδο, οι οποίοι ήταν το μεγάλο φαβορί έχοντας αντιμετωπίσει τους Σικάγο Μπουλς έξι φορές στην κανονική περίοδο με ισάριθμες νίκες εναντίον τους. Στο πρώτο παιχνίδι ωστόσο το Σικάγο έκανε την έκπληξη και επικράτησε με 95–88 με τον Τζόρνταν να έχει 31 πόντους. Οι Καβαλίερς νίκησαν το επόμενο παιχνίδι και η σειρά μεταφέρθηκε στο Σικάγο όπου οι Μπουλς, με τον Τζόρνταν να έχει 44 πόντους και να κάνουν το 2–1 στη σειρά. Μάλιστα με τους 50 πόντους του στο επόμενο παιχνίδι οι «Ταύροι» έφτασαν κοντά στο 3–1 και την πρόκριση αλλά ένα λάθος του σέντερ Μπιλ Κάρτραιτ, έδωσε την ευκαιρία στους φιλοξενούμενους να νικήσουν 108–105 και να ισοφαρίσουν σε 2–2. Η σειρά επέστρεψε στο Κλίβελαντ για τον αγώνα στις 7 Μαΐου που θα έκρινε την ομάδα που θα προκρίνονταν στην επόμενη φάση. Με καλάθι τρία δευτερόλεπτα πριν από τη λήξη οι Καβαλίερς πήραν προβάδισμα 100–99. Ο Τζόρνταν όμως με το περίφημο The Shot (επιτυχημένο σουτ στην εκπνοή του αγώνα), έδωσε τη νίκη και την πρόκριση στην ομάδα του σε μηδενικό χρόνο έχοντας σημειώσει συνολικά 44 πόντους. Η προσπάθειά του αυτή έχει μείνει εμβληματική της καριέρας του και από τις πιο αναγνωρίσιμες στην ιστορία του αθλήματος.

Επόμενος αντίπαλος οι Νιου Γιορκ Νικς. Με τον Τζόρνταν να πετυχαίνει τριπλ-νταμπλ βοήθησε την ομάδα του Σικάγου να πετύχει το 1–0. Αν και στο επόμενο παιχνίδι ήταν αρνητικός με μόλις 15 πόντους και οι Νικς ισοφάρισαν σε 1–1, οι Μπουλς κέρδισαν τα επόμενα τρία παιχνίδια στην έδρα τους, με 40 και 47 πόντους του Τζόρνταν στα κρίσιμα τρίτο και τέταρτο παιχνίδι και πέρασαν στους τελικούς της Ανατολικής Περιφέρειας με 4–2 νίκες. Εκεί, ο Τζόρνταν καλούνταν να αντιμετωπίσει και πάλι τους Ντιτρόιτ Πίστονς που ήδη αποκαλούνταν Bad Boys (κακά παιδιά) λόγω του τρόπου παιχνιδιού τους και τους Jordan Rules, αμυντική δράση που εφάρμοσε ο προπονητής των Πίστονς Τσακ Ντέιλι με στόχο την ανακοπή της επιθετικής δραστηριότητας του Τζόρνταν. Με τους 32 πόντους του έδωσε το προβάδισμα με 1–0 με τους Μπουλς να «σπάζουν» την έδρα του Ντιτρόιτ. Στο πρώτο εντός έδρας παιχνίδι των Μπουλς στη σειρά είχε 46 πόντους και έδωσε ξανά το προβάδισμα στους «Ταύρους» με 2–1. Εντούτοις οι Πίστονς και πάλι κέρδισαν τους τρεις τελευταίους αγώνες, περιορίζοντάς τον σημαντικά και προκρίθηκαν στους τελικούς.

Η επόμενη χρονιά ξεκίνησε με την αποχώρηση του Νταγκ Κόλινς από τη θέση του πρώτου προπονητή και την αντικατάστασή του από τον μέχρι τότε βοηθό του, Φιλ Τζάκσον, η πρώτη δουλειά του Τζάκσον ως επικεφαλής προπονητή στο NBA. Με τον καινοτόμο τρόπο προπόνησης που θεωρήθηκε προοίμιο νέας εποχής, κέρδισε την εμπιστοσύνη των παικτών και με την εφαρμογή της τριγωνικής επίθεσης οι Μπουλς παρουσιάστηκαν βελτιωμένοι. Επιπλέον, επιχείρησε να φέρει ποικιλομορφία στα επιθετικά συστήματα της ομάδας, επιτρέποντας στο μεγάλο αστέρι της να εμπιστευτεί περισσότερο τους συμπαίκτες του και να λειτουργεί σε υψηλότερο επίπεδο συνεργασίας. Η χρονιά ξεκίνησε ιδανικά με νίκη επί των Κλίβελαντ Καβαλίερς, σε ένα παιχνίδι όπου ο Τζόρνταν είχε 54 πόντους, επίδοση που αποτελεί ρεκόρ πρεμιέρας πρωταθλήματος για παίκτη. Στις 14 Φεβρουαρίου αναγκάστηκε να αγωνιστεί με το νούμερο 12 για πρώτη και τελευταία φορά στη σταδιοδρομία του καθώς η φανέλα του με το νούμερο 23 είχε κλαπεί από τα αποδυτήρια, της συνάντησης με τους Ορλάντο Μάτζικ. Στο All-Star Game της χρονιάς σημείωσε 17 πόντους και μαζί με τον Τσαρλς Μπάρκλεϊ οδήγησαν την ομάδα της Ανατολής σε εύκολη επικράτηση με 130–113. Εκείνη η διοργάνωση ήταν και η μόνη που συμμετείχε στον διαγωνισμό τρίποντων σημειώνοντας τη χειρότερη επίδοση στην ιστορία. Στις 28 Μαρτίου του 1990 ο Τζόρνταν ήρθε αντιμέτωπος και πάλι με την ομάδα του Κλίβελαντ (νίκη του Σικάγου με 117–113) και σημείωσε ρεκόρ καριέρας με 69 πόντους με 23/37 προσπάθειες εντός πεδιάς, 21/23 ελεύθερες βολές έχοντας επίσης 18 ριμπάουντ και 6 ασίστ σε 50 λεπτά συμμετοχής. Ο αγώνας κρίθηκε στην παράταση και τα 18 ριμπάουντ ήταν επίσης ρεκόρ καριέρας. Οι Μπουλς ολοκλήρωσαν την κανονική περίοδο με 55 νίκες κάνοντας ένα πολύ καλό δεύτερο μισό. Ο Τζόρνταν ήταν και πάλι πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος με μέσο όρο 33,6 πόντους και πρώτος σε κλεψίματα με 2,8 ανά παιχνίδι και βραβεύθηκε ως μέλος της Καλύτερης Πεντάδας και της Καλύτερης Αμυντικής Πεντάδας, όμως παρά την ατομική του κυριαρχία ήταν μόλις τρίτος στη μάχη που υπήρξε για τον τίτλο του πολυτιμότερου παίκτη του πρωταθλήματος.

Στα πλέι οφ οι Μπουλς απέκλεισαν τους Μιλγουόκι Μπακς με 3–1 νίκες και ακολούθως ξεπέρασαν εύκολα το εμπόδιο των Φιλαδέλφεια 76ερς με 4–1 νίκες. Στους τελικούς της Ανατολής σειρά είχαν και πάλι οι Πίστονς, οι οποίοι είχαν την καλύτερη επίδοση στο πρωτάθλημα και ήταν το φαβορί των συναντήσεων. Το Ντιτρόιτ κέρδισε τα πρώτα δύο παιχνίδια, με τον Τζόρνταν να έχει συνολικά χαμηλά ποσοστά ευστοχίας, ωστόσο οι Μπουλς στην έδρα τους τους κέρδισαν και τις δύο φορές και ισοφάρισαν τη σειρά με τον ηγέτη των «Ταύρων» να έχει σε αυτές τις αναμετρήσεις 47 και 42 πόντους. Οι δύο ομάδες πήραν τους επόμενους αγώνες στην έδρα τους και με τη σειρά ισόπαλη με 3–3 νίκες, αυτό σηματοδοτούσε το πρώτο έβδομο παιχνίδι στην καριέρα του Τζόρνταν. Οι «Ταύροι» όμως κατέρρευσαν και ηττήθηκαν με 93–74 με τον Τζόρνταν που είχε 31 πόντους να είναι ο μόνος που διασώθηκε του αγωνιστικού ναυαγίου. Συνολικά στη σειρά είχε μέσους όρους 31,2 πόντους, 7,1 ριμπάουντ και 6,3 ασίστ ανά παιχνίδι δείχνοντας να έχει βρει τον τρόπο να ανταπεξέλθει σε αυτή την ιδιαιτερότητα. Όπως είπε ο ίδιος πολλά χρόνια αργότερα, είναι η ήττα που τον πείραξε πιο πολύ απ’ όλες στην καριέρα του αλλά και η τελευταία που κατάλαβε ότι χωρίς την ομάδα δεν μπορείς να κερδίσεις τίποτα. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι αυτή ήταν η χρονιά με τον υψηλότερο μέσο όρο πόντων στα πλέι οφ στη σταδιοδρομία του με 37,3 πόντους ανά παιχνίδι, συμπληρώνοντας έτσι μία από τις καλύτερες ατομικά χρονιές.

Αυτή ήταν η τρίτη συνεχόμενη χρονιά που ο Τζόρνταν έβρισκε απέναντί του τους Πίστονς στα πλέι οφ μετρώντας ισάριθμους αποκλεισμούς. Το γεγονός αυτό ανέδειξε τους Jordan Rules ως μία από τις καλύτερες αμυντικές τακτικές στην ιστορία του πρωταθλήματος. Στις 13 Νοεμβρίου 1991 κυκλοφόρησε το βιβλίο Jordan Rules που εξέδωσε ο Σαμ Σμιθ, που οικειοποιήθηκε τις πληροφορίες για την τιτλοφόρησή του. Οι κανόνες στους οποίους αναφερόταν όμως εκείνος δεν ήταν οι κανόνες αντιμετώπισης του Τζόρνταν, αλλά οι παρουσίαζε ότι συνέβαινε στα αποδυτήρια της ομάδας και συνιστούσε δυσφήμιση του Τζόρνταν. Οι λεπτομέρειες μεταφέρθηκαν με ακρίβεια, ώστε δεν υπήρχε αμφιβολία ότι το βιβλίο γράφτηκε από πηγές εντός της ομάδας. Το περιεχόμενο εστίαζε πρωτίστως στη συμπεριφορά του απέναντι στους συμπαίκτες του και στις σχέσεις μαζί τους παρά σε τεχνικά ζητήματα που αφορούσαν το αγωνιστικό μέρος. Το βιβλίο έγινε μπεστ-σέλερ. Όμως το σημαντικότερο ήταν ότι μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980, οι Μπουλς είχαν γίνει υπολογίσιμη δύναμη του ΝΒΑ, με τον Τζόρνταν να διατηρεί επιτελικό ρόλο στην επιτυχία της ομάδας. Είχε γίνει διάσημος για τη δύναμη, τη μαχητικότητα και τον θεαματικό τρόπο παιχνιδιού του, αλλά και τις ηγετικές του ικανότητες που μεταμόρφωσαν την ομάδα.

Το «Three Peat»

Ύστερα από τον αποκλεισμό από τους Πίστονς στους τελικούς τη Ανατολής το 1990, ο Τζόρνταν ξεκίνησε μία μακροχρόνια (όπως αποδείχθηκε) συνεργασία με τον γυμναστή Τιμ Γκρόβερ. Στόχος η ενδυνάμωσή του με αφορμή την επικράτηση του δυναμικού παιχνιδιού των Πίστονς. Κατά τη δεκαετία του 1980 οι παίκτες μπάσκετ δεν έκαναν προπόνηση με βάρη. Φοβόντουσαν ότι ένα ογκώδες άνω μέρος του σώματος θα οδηγούσε στην απώλεια των γυρισμάτων και θα τους επιβράδυνε. Η σταδιακή του ενδυνάμωση αύξησε το βάρος του από τα 89 κιλά στην αρχή της καριέρας του στα 98 κιλά. Την ίδια ώρα οι Μπουλς ενισχύθηκαν επιλέγοντας τον Κλιφ Λέβινγκστον και το Ντένις Χόπσον. Η ομάδα ισχυροποιήθηκε στην επιθετική της λειτουργία και σημείωσε ρεκόρ ιστορίας της με 155 πόντους απέναντι στους Σανς στις 4 Δεκεμβρίου, ενώ ο μέσος όρος της χρονιάς ήταν 110 πόντοι, ο καλύτερος όλων των χρόνων που κατέκτησαν το πρωτάθλημα. Στις 16 Φεβρουαρίου 1991 σε αγώνα απέναντι στους Νιου Τζέρσεϊ Νετς, ο Τζόρνταν σημείωσε ένα από τα πιο εντυπωσιακά καλάθια της καριέρας του στη νίκη με 99–87. Ίσως το καλύτερο παιχνίδι της σεζόν ήταν ο αγώνας με τους Σέλτικς στις 31 Μαρτίου 1991 που έληξε μετά από δύο παρατάσεις 135–132 υπέρ της γηπεδούχου ομάδας της Βοστώνης με 37 πόντους από τον Τζόρνταν. Όμως ο παίκτης των Μπουλς είχε μόλις 12 στις 36 προσπάθειες εντός πεδιάς. Αυτό, όμως, που διδάχθηκε σε αυτήν την ήττα τον έκανε «θρύλο» και άλλαξε την ιστορία του ΝΒΑ κατά τη δεκαετία του 1990.

Ο Τζόρνταν κέρδισε με μεγάλη διαφορά το δεύτερο βραβείο MVP στην καριέρα του, ήταν πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος με μέσο όρο 31,5 πόντους, ήταν ο καλύτερος στα κοψίματα στην ομάδα του και ήταν για μία ακόμη φορά στην καλύτερη πεντάδα και την καλύτερη αμυντική της χρονιάς. Οι Μπουλς είχαν το καλύτερο ρεκόρ στο ΝΒΑ με 61–21 στην κανονική περίοδο για πρώτη φορά, που ήταν και ρεκόρ στη μέχρι τότε ιστορία τους. Στα πλέι οφ θα καλούνταν να αντιμετωπίσουν τους Νιου Γιορκ Νικς στον πρώτο γύρο. Η νίκη των Μπουλς με 41 πόντους διαφορά (126–85) στο πρώτο παιχνίδι έδειξε και την έκβαση που θα είχε η σειρά με τους «Ταύρους» να επικρατούν εύκολα με 3–0.

Ακολούθησαν οι Φιλαδέλφεια 76ερς του Τσαρλς Μπάρκλεϊ. Οι Μπουλς κέρδισαν τα δύο πρώτα παιχνίδια και γνώρισαν μόνο μία ήττα στο τρίτο παιχνίδι, όπου ο Τζόρνταν είχε 46 πόντους. Στο πέμπτο παιχνίδι της σειράς είχε άλλη μια εντυπωσιακή εμφάνιση με 38 πόντους και 19 ριμπάουντ οδηγώντας το Σικάγο στην πρόκριση με 4–1. Στους τελικούς περιφέρειας ήταν και πάλι αντιμέτωποι με τους Πίστονς, που παρέμεναν ισχυροί διαθέτοντας μια από τις καλύτερες αμυντικές γραμμές όλων των εποχών. Ωστόσο, οι Μπουλς επικράτησαν άνετα με τελικό αποτέλεσμα 4–0 νίκες, με τον Τζόρνταν να έχει μέσο όρο επτά ασίστ ανά αγώνα σε αυτή τη σειρά αναμετρήσεων και με καλύτερο το τρίτο παιχνίδι σημειώνοντας 33 πόντους. Κατά τη διάρκεια αυτής της σειράς έγινε εμφανές το σκληρό, βρώμικο και ενίοτε αντιαθλητικό παιχνίδι των Πίστονς, γεγονός που καυτηρίασε σε δηλώσεις του ο Τζόρνταν μετά το τέλος των αγώνων.

Με αυτόν τον τρόπο οι Μπουλς βρισκόντουσαν στους τελικούς απέναντι στους Λος Άντζελες Λέικερς, οι οποίοι τις τελευταίες 12 σεζόν είχαν προκριθεί στους τελικούς του ΝΒΑ εννέα φορές. Στο πρώτο παιχνίδι οι Λέικερς απέδρασαν από το Σικάγο με νίκη χάρη σε τρίποντο του Πέρκινς, παρά τους 36 πόντους και 12 ασίστ του Τζόρνταν στο ντεμπούτο του σε τελικούς. Ωστόσο, ακολούθησε μια εύκολη νίκη των Μπουλς και η σειρά μεταφέρθηκε στο Λος Άντζελες ισόπαλη. Η αποτελεσματική άμυνα του Πίπεν στον Τζόνσον είχε καταλυτική αξία. Ο Τζόρνταν σκόραρε 33 πόντους με 15 στα 18 σουτ, ενώ είχε και 13 ασίστ, σε ένα από τα καλύτερα παιχνίδια της καριέρας του. Στο δεύτερο παιχνίδι ο Τζόρνταν σημείωσε ένα από τα πιο εκσυζητημένα καλάθια της καριέρας του: η ομάδα του Σικάγου προηγούνταν με σημαντική διαφορά (τελικό αποτέλεσμα 107–89) και σε επιθετική προσπάθεια απογειώνεται φτάνοντας κοντά με το καλάθι, με πάτημα λίγο μπροστά από τη διακεκομμένη γραμμή. Αντί να καρφώσει (κάτι ιδιαίτερα σύνηθες στο παιχνίδι του) με σπάσιμο μέσης, περπατάει στον αέρα, επιλέγοντας να αλλάξει χέρι και να πάει κάτω από το καλάθι ρισκάρωντας. Ακολουθεί το άφημα της μπάλας μία στιγμή πριν την προσγείωση η οποία χτυπώντας στο ταμπλό κατέληξε μέσα στο καλάθι. Στο τρίτο παιχνίδι ο Τζόρνταν ισοφάρισε στην εκπνοή του αγώνα το σκορ με σουτ μπροστά στον ύψους 2,16 μέτρων Βλάντε Ντίβατς. Η νίκη που ήρθε τελικά στην παράταση ήταν κομβική για την έκβαση της σειράς. Οι Μπουλς επικράτησαν και στα άλλα δύο παιχνίδια και κατέκτησαν τον τίτλο με 4–1 νίκες, με τον τελευταίο αγώνα στο Λος Άντζελες στις 12 Ιουνίου να λήγει με νίκη των φιλοξενούμενων 108–101 και 30 πόντους από τον Τζόρνταν και μέσο όρο 31,2 πόντους στη σειρά των τελικών. Σε ηλικία 28 ετών κατέκτησε τον πρώτο συλλογικό τίτλο του στο NBA. Σε όλους τους αγώνες της σειράς ήταν πρώτος σκόρερ και από τις δύο ομάδες, εκτός από το πέμπτο, στο οποίο ο Πίπεν είχε 32, έναντι 30 του Τζόρνταν. Βραβεύθηκε ως MVP των τελικών μετρώντας κατά μέσο όρο στη σειρά 31,2 πόντους, 11,4 ασίστ και 6,6 ριμπάουντ χάνοντας μόλις 25 αγωνιστικά λεπτά από τα 245 συνολικής διάρκειας των τελικών του 1991. Ήταν το πρώτο πρωτάθλημα στην ιστορία της ομάδας του Σικάγου. Παρά το δυνατό σύνολο που είχαν δημιουργήσει οι Μπουλς, η ατομική του παρουσία ήταν κυρίαρχη με κανένα άλλο παίκτη της ομάδας να έχει προσωπική διάκριση στη χρονιά. Ο Τζόρνταν ήταν το απόλυτο όπλο του παιχνιδιού και όλοι όσοι έπαιξαν ποτέ μαζί του έγιναν και αυτοί σταδιακά καλύτεροι.

Μάικλ Τζόρνταν: Τα πρώτα χρόνια, Διεθνής - Ολυμπιακή σταδιοδρομία, Χαρακτηριστικά παιχνιδιού 
Ο Τζόρνταν σε χαρακτηριστική προσπάθειά του

Ο Τζόρνταν και οι Μπουλς συνέχισαν την κυριαρχία τους στη σεζόν 1991–92, δημιουργώντας ρεκόρ στην κανονική περίοδο με 67–15 νίκες, ξεπερνώντας την επίδοση τους από την προηγούμενη χρονιά. Ο Τζόρνταν κέρδισε το δεύτερο συνεχόμενο βραβείο MVP της κανονικής περιόδου με μέσο όρο 30,1 πόντους, 6,4 ριμπάουντ και 6,1 ασίστ ανά παιχνίδι. Αξιομνημόνευτη είναι η πρόκληση του Ντικέμπε Μουτόμπο (από τους καλύτερους ψηλούς της δεκαετίας, ιδιαίτερα στην άμυνα) που προκάλεσε τον Τζόρνταν να σουτάρει μία βολή με κλειστά μάτια σε αγώνα των Μπουλς με τους Ντένβερ Νάγκετς (27 Νοεμβρίου 1991) με τον δεύτερο να αποδέχεται την πρόκληση και να λέει «Ε, Μουτόμπο... Αυτό είναι για σένα» και ευστόχησε. Ήταν επίσης στην καλύτερη πεντάδα και στην καλύτερη αμυντική ομάδα της σεζόν. Στον πρώτο γύρο των πλέι οφ οι Μπουλς απέκλεισαν τους Μαϊάμι Χιτ με 3–0 με το τρίτο παιχνίδι να λήγει 119–114 και 56 πόντους από τον Τζόρνταν που είχε 66,7 % ευστοχία στις προσπάθειές του. Στη συνέχεια η ομάδα του Σικάγου νίκησε τη σειρά επτά παιχνιδιών με αντιπάλους τους Νικς στους ημιτελικούς της περιφέρειας, όπου ο Τζόρνταν έκανε το ίσως καλύτερό του παιχνίδι στη χρονιά (το έβδομο της σειράς) στη νίκη με 89–77, σημειώνοντας 42 πόντους. Στον τελικό της περιφέρειας επιβλήθηκαν των Καβαλίερς σε έξι παιχνίδια και στον τελικό αντιμετώπισαν το Πόρτλαντ. Στο πρώτο παιχνίδι (3 Ιουνίου), ο Τζόρνταν σημείωσε 35 πόντους στο πρώτο ημίχρονο, συμπεριλαμβανομένου ενός ρεκόρ έξι τρίποντων που ισοφάρισε την επίδοση του Μάικλ Κούπερ που κρατούσε από το 1987 και καταρρίφθηκε το 2010. Μετά το έκτο τρίποντο, επιστρέφοντας στην άμυνα με μια χαρακτηριστική χειρονομία του προς το κοινό έδειξε σαν να έλεγε «δεν μπορώ να πιστέψω ότι το κάνω αυτό» ή «δεν φταίω εγώ που όλα μπαίνουν», αντίδραση που έμεινε γνωστή ως The Shrug. Τελείωσε τον αγώνα με 39 πόντους και ρεκόρ πόντων σε τελικούς του NBA στο πρώτο ημίχρονο που παραμένει. Η επίδοσή του από αυτή τη θέση κατά τη διάρκεια της κανονικής περιόδου ήταν το όχι εντυπωσιακό 32,7 %. Οι Μπουλς κέρδισαν το παιχνίδι με 122–89 και στον πέμπτο αγώνα στο Πόρτλαντ οι 46 πόντοι του ηγέτη των Ταύρων στο τελικό 119–106 έδωσαν το αποφασιστικό προβάδισμα με 3–2 με τη σειρά να τελειώνει νικώντας τους Μπλέιζερς στο έκτο παιχνίδι με 97–93 και 33 πόντους του Τζόρνταν. Η κατάκτηση του δεύτερου τίτλου δεν ήταν καθόλου εύκολη με τους Μπουλς να χάνουν με 79–64 στην αρχή του τέταρτου δωδεκάλεπτου και το Τζόρνταν στον πάγκο. Η επιστροφή του στον αγώνα οδήγησε σε ανάκαμψη 15 πόντων στο τέταρτο δεκάλεπτο που ήταν η μεγαλύτερη στην ιστορία των τελικών και η έτσι ήρθε η νίκη με 97–93. «Αν πέρυσι ήταν μήνας του μέλιτος για αυτήν την ομάδα», είπε ο Τζάκσον, «τότε φέτος ήταν μια οδύσσεια». Ο Τζόρνταν ονομάστηκε MVP των τελικών για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά και ολοκλήρωσε τη σειρά με μέσο όρο 35,8 πόντους, 4,8 ριμπάουντ και 6,5 ασίστ.

Στη σεζόν 1992–93 είχε μια ακόμη επιτυχημένη χρονιά έχοντας βελτιωθεί στατιστικά σε πολλούς τομείς στην κανονική περίοδο με 32,6 πόντους, 6,7 ριμπάουντ και 5,5 ασίστ ανά παιχνίδι και τη δεύτερη θέση στην ψηφοφορία για τον καλύτερο αμυντικό της χρονιάς. Ο τίτλος του πρώτου σκόρερ ήταν ο έβδομος συνεχόμενος ισοφαρίζοντας το ρεκόρ του Τσάμπερλεϊν. Στην ομάδα υπήρχαν αρκετοί μικροτραυματισμοί κατά τη διάρκεια της κανονικής περιόδου με τους παίκτες του πάγκου να προσφέρουν σημαντική βοήθεια και ο Τζόρνταν με την υποχρέωση με την εθνική ομάδα στους Ολυμπιακούς Αγώνες επιβαρυμένος σωματικά. Στις 16 Ιανουαρίου 1993 απέναντι στους Ορλάντο Μάτζικ σημείωσε 64 πόντους σε ένα επικό παιχνίδι, αλλά παρά τη μία από τις εντυπωσιακότερες παραστάσεις του με πάνω από τους μισούς πόντους της ομάδας, οι Μπουλς έχασαν 128–124 στην παράταση. Στο παιχνίδι απέναντι στους Ουάσιγκτον Μπούλετς σημείωσε 57 πόντους και έδωσε 10 ασίστ συμμετέχοντας στα 3/4 των πόντων της ομάδας του (αποτέλεσμα 107–98). Στους ημιτελικούς της Ανατολής ο αποκλεισμός επί των Κλίβελαντ Καβαλίερς με 4–0 έμεινε στη μνήμη με την τελευταία νίκη να προέρχεται από δικό του σουτ στη λήξη του παιχνιδιού. Στον τελικό της Ανατολικής Περιφέρειας η νίκη με 4–2 επί των Νικς έγινε με ανατροπή με την ομάδα της Νέας Υόρκης να έχει πλεονέκτημα έδρας με 60 νίκες έναντι 57 των Μπουλς: οι Νικς προηγήθηκαν με 2–0 και τέσσερις απανωτές νίκες της ομάδας του Σικάγου έδωσαν την πρόκριση. Στο τέταρτο παιχνίδι (προηγούνταν οι Νικς με 2–1) ο Τζόρνταν σημείωσε 54 πόντους κάνοντας ένα από τα καλύτερα παιχνίδια του στα πλέι οφ, ενώ στο πέμπτο πέτυχε τριπλ νταμπλ (29 πόντους, 10 ριμπάουντ, 14 ασίστ).

Ο τίτλος του MVP της κανονικής περιόδου πήγε στον Τσαρλς Μπάρκλεϊ των Φοίνιξ Σανς με τον Τζόρνταν να κατατάσσεται τρίτος. Οι Σανς είχαν την καλύτερη επίδοση στην κανονική περίοδο σε όλο το πρωτάθλημα (62 νίκες) και το πλεονέκτημα έδρας, και οι δυο παίκτες συναντήθηκαν στους τελικούς του 1993 με το πλεονέκτημα έδρας στην ομάδα του Σικάγου. Οι Μπουλς νίκησαν τους Σανς με 4–2 και το τρίτο συνεχόμενο πρωτάθλημά τους στο ΝΒΑ με τον Τζόρνταν να είναι και πάλι ο ηγέτης της ομάδας του Σικάγου. Οι «Ταύροι» νίκησαν δύο φορές στην έδρα του Φοίνιξ στους δύο πρώτους αγώνες και οι Σανς απάντησαν με δύο νίκες στα τρία παιχνίδια στο Σικάγο: το τρίτο παιχνίδι ήταν δραματικό και κρίθηκε μετά από τρεις παρατάσεις με τον Τζόρνταν να σημειώνει 44 πόντους, ενώ στο τέταρτο παιχνίδι οι 55 πόντοι του έδωσαν τη νίκη με 111–105. Η επίδοση των 55 πόντων παραμένει η δεύτερη καλύτερη όλων των εποχών σε αγώνα σειράς τελικών. Η σειρά μεταφέρθηκε στο Φοίνιξ, με την τους Σανς να αναζητούν αρχικά την ισοφάριση αλλά η νίκη των φιλοξενούμενων με 99–98 με 33 πόντους του Τζόρνταν έληξε τη σειρά εκεί, με την ισχυρή αμυντική παρουσία τους στα δύο τελευταία παιχνίδια να αποτελεί το μυστικό της επιτυχίας. Τα στατιστικά του Τζόρνταν στη σειρά ήταν εντυπωσιακά: αγωνίστηκε 45,7 λεπτά ανά παιχνίδι, σημειώνοντας 41,0 πόντους, 8,5 ριμπάουντ και 6,3 ασίστ. Για έβδομη φορά, ήταν στην καλύτερη ομάδα του NBA και για έκτη φορά στην καλύτερη αμυντική. Με το μέσο όρο 41 πόντων, ρεκόρ κατά τη διάρκεια της σειράς έξι παιχνιδιών των τελικών που παραμένει ακατάρριπτο, έγινε ο πρώτος παίκτης στην ιστορία του ΝΒΑ που κέρδισε τρία συνεχόμενα βραβεία MVP τελικών. Σημείωσε περισσότερους από 30 πόντους σε όλα τα παιχνίδια της σειράς, συμπεριλαμβανομένων 40 ή περισσότερων πόντων σε τέσσερα συνεχόμενα παιχνίδια, που παραμένει η δεύτερη καλύτερη επίδοση όλων των εποχών σε σειρά τελικών. Για άλλη μία φορά, έλαβε μέρος στο All-Star Game, όπου ήταν πρώτος σκόρερ σημειώνοντας 30 πόντους. Είχε κατά μέσο όρο 22,1 πόντους ανά παιχνίδι στην καριέρα του σε αυτές τις συναντήσεις μέχρι τότε, που ήταν ρεκόρ για το NBA. Ο ίδιος σημείωσε αργότερα ότι οι ομάδες της τριετίας αυτής ήταν οι καλύτερες, πιο ισορροπημένες, νεότερες και πιο ευκίνητες, ενώ η επιθυμία κατάκτησης τίτλων πολύ πιο δυνατή, ειδικά στους νέους παίκτες που δεν είχαν κερδίσει ποτέ τίποτα. Με τον τρίτο θρίαμβό του ο Τζόρνταν έκλεισε μια επταετία, όπου κέρδισε επτά ατομικούς τίτλους και τρία πρωταθλήματα, αλλά υπήρχαν κάποιες ενδείξεις ότι είχε κουραστεί από τη μαζική δημοσιότητα.

Η αποχώρηση του 1993

Στις 6 Οκτωβρίου 1993 ο Τζόρνταν ανακοίνωσε την αποχώρησή του από την ενεργό δράση, σε μία από τις πιο εκπληκτικές αποχωρήσεις στην ιστορία του αθλητισμού, δηλώνοντας: «Έχω φτάσει στο αποκορύφωμα της καριέρας μου. Απλά νιώθω ότι δεν έχω κάτι άλλο να αποδείξω. Όταν χάνω την αίσθηση του κινήτρου και την αίσθηση να αποδείξω κάτι ως παίκτης μπάσκετ, ήρθε η ώρα να απομακρυνθώ από το παιχνίδι του μπάσκετ». Αργότερα διευκρίνισε ότι ο θάνατος του πατέρα του τρεις μήνες νωρίτερα βοήθησε στη διαμόρφωση της απόφασής του. «Με έκανε να συνειδητοποιήσω πόσο σύντομη είναι η ζωή, πόσο γρήγορα μπορούν να τελειώσουν τα πράγματα, πόσο αθώα. Και σκέφτηκα ότι υπάρχουν στιγμές στη ζωή κάποιου όταν πρέπει να αφήσει τα παιχνίδια στην άκρη. Ήθελα να δώσω περισσότερο χρόνο στην οικογένειά μου». Ο Τζέιμς Τζόρνταν, 56 ετών, δολοφονήθηκε στις 23 Ιουλίου 1993, σε έναν χώρο ανάπαυσης σε αυτοκινητόδρομο στο Λάμπερτον της Βόρειας Καρολίνας, από δύο εφήβους 18 ετών, τον Ντάνιελ Γκριν και τον Λάρι Μάρτιν Ντέμερι, οι οποίοι χτύπησαν το αυτοκίνητο του κάνοντας αντιφατικές δηλώσεις αργότερα για τις προθέσεις τους. Το σώμα του που κατρακύλησε σε ένα βάλτο της περιοχής ανακαλύφθηκε στις 3 Αυγούστου. Οι δύο έφηβοι βρέθηκαν μετά να έχουν κάνει κλήσεις από το κινητό του αυτοκινήτου του Τζέιμς Τζόρνταν που είχαν κλέψει, δικάστηκαν κατηγορούμενοι για ληστεία μετά φόνου το 1995 και καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη. Η αποχώρησή του είχε προαναγγελθεί από τον ίδιο μια ημέρα νωρίτερα με συνέντευξή του σε εφημερίδα του Σικάγου. «Ήρθε η ώρα να προχωρήσω σε κάτι άλλο. Ξέρω ότι πολλοί άνθρωποι θα σοκαριστούν από αυτή την απόφαση και μάλλον δεν θα καταλάβω. Αλλά έχω μιλήσει με την οικογένεια και τους φίλους μου και πάνω απ' όλα είμαι ήσυχος με τον εαυτό μου για την απόφαση» είχε δηλώσει. Οι θεωρίες συνωμοσίας όμως έφτασαν στο σημείο να κάνουν λόγω για ξεκαθάρισμα λογαριασμών: χρέη του Μάικλ σε λάθος άτομα από τζόγο, αντικείμενο στο οποίο είχε αδυναμία. Ουδέποτε τελικά αποδείχθηκε κάτι τέτοιο, ακόμα και μετά από έρευνα από την ίδια τη διοργανώτρια αρχή.

Ο Τζόρνταν είχε στενές σχέσεις με τους γονείς του, ενώ ο ίδιος έλεγε ότι ο πατέρας του τον κρατούσε πάντα προσγειωμένο. Είναι χαρακτηριστικό πως ακόμα και το σήμα κατατεθέν του σε κάθε εφόρμησή του προς το αντίπαλο καλάθι (το να βγάζει δηλαδή τη γλώσσα έξω από το στόμα) ήταν κάτι που το είχε πάρει από τον πατέρα του. Ο οποίος το έκανε κάθε φορά που ολοκλήρωνε όποια δουλειά είχε αναλάβει. Στην αυτοβιογραφία του 1998 έγραψε ότι είχε προετοιμαστεί για αποχώρηση ήδη από το καλοκαίρι του 1992. Η πρόσθετη κούραση λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων του 1992 ενίσχυσε τη σκέψη του. Η ανακοίνωσή του προκάλεσε σοκ σε όλο το ΝΒΑ, θεωρούμενος ήδη ως ο κορυφαίος καλαθοσφαιριστής όλων των εποχών έχοντας ξεπεράσει κάθε πρότυπο με το οποίο υπολογίζουμε τη φήμη ενός αθλητή και στον κόσμο του αθλητισμού και εμφανίστηκε στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων σε όλη την υφήλιο.

Ο Τζόρνταν εξέπληξε περαιτέρω τον κόσμο του αθλητισμού υπογράφοντας συμβόλαιο με την ομάδα του μπέιζμπολ Chicago White Sox στις 7 Φεβρουαρίου 1994. Αιτιολόγησε αυτή την απόφαση για να ακολουθήσει το όνειρο του αείμνηστου πατέρα του, ο οποίος πάντα οραματιζόταν τον γιο του ως παίκτη της Major League Baseball. Ο ιδιοκτήτης της ομάδας μπέιζμπολ ήταν ο ίδιος με τους Μπουλς και ο Τζόρνταν συνέχισε να αμοίβεται σύμφωνα με το συμβόλαιο του μπάσκετ. Το μπέιζμπολ λειτούργησε ως πνευματικό καταφύγιο έχοντας την ευκαιρία να μειώσει το άγχος και να ανανεωθεί έχοντας κατακτήσει τα πάντα με το μπάσκετ. Υπέγραψε ένα μικρό συμβόλαιο πρωταθλήματος με τους Chicago White Sox, αγωνίστηκε με τους στους Birmingham Barons (θυγατρική των Chicago White Sox) Ωστόσο, η παρουσία του βοήθησε μόνο να προσελκύσει περισσότερο κοινό. Έκανε το ντεμπούτο του στις 7 Απριλίου 1994 σε αγώνα επίδειξης συγκεντρώνοντας το ενδιαφέρον των φιλάθλων αλλά με το ξύλινο μπαστούνι του μπέιζμπολ δεν κατάφερε να επαναλάβει τα μπασκετικά κατορθώματά του.

Την 1η Νοεμβρίου 1994, ο αριθμός του 23 αποσύρθηκε από τους Σικάγο Μπουλς, σε τελετή που συγκέντρωσε πολλούς μεγάλους παίκτες του αθλήματος και περιελάμβανε την παρουσίαση ενός μόνιμου γλυπτού γνωστού ως The Spirit ύψους πέντε μέτρων με άγαλμά του βάρους 900 κιλών έξω από το νέο γήπεδο. Στη βάση του αναγράφεται: «Ο καλύτερος που υπήρξε ποτέ. Ο καλύτερος που θα υπάρχει για πάντα».

Η επιστροφή και το δεύτερο «Three Peat»

Στην αγωνιστική περίοδο 1993–94 οι Μπουλς πέτυχαν επίδοση 55–27 νίκες στην κανονική περίοδο χωρίς τον Τζόρνταν στη σύνθεση και έχασαν από τους Νιου Γιορκ Νικς στο δεύτερο γύρο των πλέι οφ. Το 1994–95 ήταν ακόμα χειρότερα, ουσιαστικά ένα απομεινάρι της ομάδας-πρωταθλήτριας μόλις δύο χρόνια νωρίτερα. Παλεύοντας στα μέσα της σεζόν για να εξασφαλίσει μια θέση στα πλέι οφ, το Σικάγο ήταν με επίδοση 31–31 στα μέσα Μαρτίου.

Η ομάδα έλαβε την πλέον επιθυμητή βοήθεια ωστόσο, όταν ο Τζόρνταν αποφάσισε να επιστρέψει στο μπάσκετ. Στις 18 Μαρτίου 1995, ανακοίνωσε την επιστροφή του στην ενεργό δράση μέσω δελτίου τύπου δύο λέξεων που εστάλη με φαξ, το συντομότερο τότε τρόπο επικοινωνίας: «Επιστρέφω» (I'm back). Την επόμενη ημέρα με δύο μόνο προπονήσεις (αν και είχε συμμετάσχει σε κάποιες προπονήσεις της ομάδας τις προηγούμενες δύο εβδομάδες), ήταν στο γήπεδο με τους «Ταύρους» για να αγωνιστεί απέναντι στους Ιντιάνα Πέισερς στην Ινδιανάπολη, σημειώνοντας 19 πόντους στην ήττα με 103–96. Το παιχνίδι είχε την υψηλότερη βαθμολογία Νίλσεν από οποιοδήποτε παιχνίδι NBA της κανονικής περιόδου από το 1975. Αν και θα μπορούσε να φορέσει τον κανονικό αριθμό του, παρόλο που η ομάδα του Σικάγου τον είχαν αποσύρει, φόρεσε τον αριθμό 45, που ήταν το αγαπημένο της εφηβείας του, αλλά δεν είχε φορέσει καθώς ο μεγαλύτερος αδερφός του προηγείτο στην επιλογή των αριθμών και έτσι ο ίδιος πήρε το 23, μισό του 45. Ο ίδιος εξήγησε ότι η απουσία του πατέρα του ήταν η αιτία της αλλαγής. Η επιστροφή συνοδεύτηκε από ένα κύμα μαζικής υστερίας στο Σικάγο, όπου το γεγονός συγκρίθηκε με την ανάσταση του Χριστού, θυμίζοντας το προσωνύμιο Black Jesus («Μαύρος Ιησούς»).

Παρά την απουσία ενάμισι έτους από το NBA, έπαιξε καλά υστερόντας όμως σε ποσοστά ευστοχίας, κάνοντας εντυπωσιακή εμφάνιση απέναντι στους Χοκς στο τέταρτο του παιχνίδι και σημείωσε 55 πόντους στο επόμενο παιχνίδι του με τους Νικς στις 28 Μαρτίου 1995. Τον ρόλο του κατά τη διάρκεια της απουσίας του είχε αναλάβει στα μέτρα των δυνατοτήτων του ο Πίπεν και η σταδιακή αποκατάσταση των ισορροπιών στην ομάδα εξάλειψε κάθε αμφιβολία για τη συνέχεια. Τον αγώνα της Νέας Υόρκης παρακολούθησαν πολλές διασημότητες αν και τα Βραβεία Όσκαρ είχαν απονεμηθεί στο Λος Άντζελες το προηγούμενο βράδυ. Ενισχυμένοι οι Μπουλς σημείωσαν επίδοση 13–4 νίκες για να προχωρήσουν στα πλέι οφ και έφτασαν στους ημιτελικούς της Ανατολικής Περιφέρειας με αντίπαλο τους Ορλάντο Μάτζικ, οι οποίοι κέρδισαν το πρώτο παιχνίδι. Ο Τζόρνταν απάντησε σημειώνοντας 38 πόντους στον επόμενο αγώνα, στον οποίο νίκησε το Σικάγο. Πριν από τον αγώνα (10 Μαΐου), αποφάσισε ότι θα ξαναρχίσει αμέσως φορώντας τον προηγούμενο αριθμό του το διάσημο 23. Στους Μπουλς επιβλήθηκαν πρόστιμο 25.000 δολαρίων για την αποτυχία αναφοράς της αλλαγής αριθμού στο NBA και στον ίδιο 5.000 δολάρια επιπλέον επειδή επέλεξε να φορέσει λευκά πάνινα παπούτσια όταν οι υπόλοιποι παίκτες της ομάδας φορούσαν μαύρα. Κατά μέσο όρο είχε 31 πόντους ανά παιχνίδι στη σειρά, αλλά το Ορλάντο κέρδισε τη σειρά στα έξι παιχνίδια.

Μάικλ Τζόρνταν: Τα πρώτα χρόνια, Διεθνής - Ολυμπιακή σταδιοδρομία, Χαρακτηριστικά παιχνιδιού 
Μάικλ Τζόρνταν, Φιλ Τζάκσον το 1997

Ο Τζόρνταν προπονήθηκε σκληρά για τη σεζόν 1995–96 με το προσωπικό κίνητρο της επανόδου στην κορυφή να είναι πολύ ισχυρό γι' αυτόν και πραγματικά τα κατάφερε έξοχα. Οι Μπουλς ενισχύθηκαν με την προσθήκη του ικανότατου ριμπάουντερ Ντένις Ρόντμαν από τους Σαν Αντόνιο Σπερς, ενώ διέθετε και αξιόλογους αναπληρωματικούς όπως τους Τόνι Κούκοτς, Τζον Σάλεϊ. Οι Μπουλς κυριάρχησαν όσο ποτέ στο πρωτάθλημα, ξεκινώντας τη σεζόν με 41–3 νίκες. Η αναγεννημένη ομάδα τελικά τερμάτισε με το καλύτερο ρεκόρ κανονικής περιόδου στην ιστορία του NBA με 72 νίκες και 10 ήττες, επίδοση που καταρρίφθηκε δύο δεκαετίες αργότερα. Τρεις από τις ήττες ήταν με διαφορά ενός πόντου. Παραμένει όμως η καλύτερη για ομάδα που κατέκτησε το πρωτάθλημα. Είχαν ακόμα την καλύτερη επίθεση (115,2 πόντοι μ.ο.) αλλά και άμυνα (101,8), θεωρούμενη έτσι ως μία από τις καλύτερες όλων των εποχών, ή και η καλύτερη. Σημείωσαν ρεκόρ στην ιστορία του πρωταθλήματος με 44 συνεχόμενες νίκες στην έδρα τους. Ο Τζόρνταν ήταν κορυφαίος σκόρερ του πρωταθλήματος για όγδοη φορά σημειώνοντας ρεκόρ στην ιστορία (ξεπέρασε τους επτά τίτλους που είχε ο ίδιος και ο Τσάμπερλεϊν) με μέσο όρο 30,4 πόντους ανά παιχνίδι (και αυτή τη φορά με πάνω από 30 πόντους, επίδοση ρεκόρ) και κέρδισε τον τίτλο του MVP της κανονικής περιόδου και τον αντίστοιχο του All-Star Game. Ακόμα είχε 6,6 ριμπάουντ και 4,3 ασίστ στους 82 αγώνες της κανονικής περιόδου. Στο All-Star Game είχε 20 πόντους σε 22 λεπτά συμμετοχής με ποσοστό ευστοχίας εντός πεδιάς 72,7 % και κανένα λάθος. Η κυριαρχία των «Ταύρων» εκείνη την περίοδο ήταν σαρωτική: Τζόρνταν και Πίπεν ήταν στην πρώτη ομάδα του NBA, ο Τόνι Κούκοτς ήταν ο καλύτερος έκτος παίκτης, ο Ρόντμαν πρώτος ριμπάουντερ και ο Τζάκσον προπονητής της χρονιάς. Ο Τζόρνταν και ο Πίπεν έθεσαν ρεκόρ όλων των εποχών όταν και οι δύο σημείωσαν τουλάχιστον 40 πόντους σε ένα παιχνίδι. Στις 18 Φεβρουαρίου 1996 απέναντι στους Ιντιάνα Πέισερς εκτός έδρας (104–110), ο Τζόρνταν σκόραρε 44 και ο Πίπεν 40. Δεν υπήρξε ποτέ αντίστοιχη ομαδική κυριαρχία στο παρελθόν ή μετά.

Στα πλέι οφ οι Μπουλς έχασαν μόνο τρία παιχνίδια σε τέσσερις σειρές αγώνων (Μαϊάμι Χιτ 3–0, Νικς 4–1, Ορλάντο 4–0). Νίκησαν το Σιάτλ (που είχε εξαιρετική χρονιά με 64 νίκες στην κανονική περίοδο) με 4–2 στους τελικούς του ΝΒΑ και κατέκτησαν το τέταρτο πρωτάθλημά τους. Ο Τζόρνταν είχε μέσο όρο 27,3 πόντους, 5,3 ριμπάουντ και 4,2 ασίστ στη σειρά των τελικών και αναδείχθηκε MVP των τελικών για τέταρτη φορά, επίδοση ρεκόρ ξεπερνώντας τα τρία βραβεία του Μάτζικ Τζόνσον. Επίσης, πέτυχε μόνο τη δεύτερη στην ιστορία κατάκτηση και των τριών τίτλων πολυτιμότερου παίκτη σε μία χρονιά. Λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των ατομικών και συλλογικών επιτευγμάτων της χρονιάς, η σεζόν αυτή θεωρείται ευρέως ως η καλύτερη στην ιστορία του ΝΒΑ για ένα παίκτη. Μετά την κατάκτηση του πρωταθλήματος, το πρώτο του μετά τη δολοφονία του πατέρα του, ο Τζόρνταν αντέδρασε συναισθηματικά, κρατώντας την μπάλα του τελευταίου παιχνιδιού στην αγκαλιά του αμέσως μετά την κόρνα της λήξης και βουρκωμένος κάθισε στο πάτωμα των αποδυτηρίων (16 Ιουνίου 1996). Αφιέρωσε τον τίτλο στον αδικοχαμένο πατέρα του την «ημέρα του πατέρα». Στις δύο (σχεδόν) σεζόν χωρίς τον Τζόρνταν, οι Μπουλς είχαν ποσοστό νικών 60,5 % (89–58), ενώ μαζί του τους 17 τελευταίους αγώνες του 1995 και την επόμενη σεζόν ήταν 85,9 % (85–14).

Το καλοκαίρι του 1996 οι Νιου Γιορκ Νικς έκαναν δελεαστική πρόταση στον Τζόρνταν του οποίου το συμβόλαιο έληγε. Η διοίκηση των Μπουλς απάντησε προσφέροντας μονοετές συμβόλαιο 30 εκατομμυρίων δολαρίων, πολλαπλασιάζοντας τις αποδοχές του και επιτυγχάνοντας να τον διατηρήσει στην ομάδα για ένα χρόνο ως τον πιο ακριβοπληρωμένο αθλητή όλων των εποχών. Την προηγούμενη χρονιά οι αμοιβές του συμβολαίου του δεν ξεπερνούσε τα τέσσερα εκατομμύρια δολάρια, μόλις 31ος στην κατάταξη των ετήσιων αποδοχών των παικτών του πρωταθλήματος, αντιπροσωπεύοντας όμως μόνο 1/10 των συνολικών εισοδημάτων του. Στη σεζόν 1996–97 οι Μπουλς χωρίς αλλαγές στη σύνθεσή τους είχαν άλλη μια εξαιρετική περίοδο και έφτασαν σε επίδοση 69–13 νίκες στην κανονική περίοδο, τότε η δεύτερη καλύτερη επίδοση όλων των εποχών. Ο Τζόρνταν για πρώτη φορά από την αρχή της επαγγελματικής του καριέρας είχε μέσο όρο κάτω από 30 πόντους στην κανονική περίοδο (29,6) και ο τίτλος του πολυτιμότερου παίκτη πήγε στον Καρλ Μαλόουν των Γιούτα Τζαζ. Κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού All-Star Game του 1997, ο Τζόρνταν πέτυχε το πρώτο και μοναδικό μέχρι σήμερα τριπλ νταμπλ στην ιστορία του θεσμού (14 πόντοι, 11 ριμπάουντ, 11 ασίστ), ωστόσο δεν έλαβε τον τίτλο του MVP. Οι «Ταύροι» προχώρησαν και πάλι στους τελικούς (με αξιομνημόνευτη την εμφάνιση του Τζόρνταν στον πρώτο γύρο των πλέι οφ απέναντι στους Μπούλετς σημειώνοντας 55 πόντους στο τελικό 109–104), όπου αντιμετώπισαν τη Γιούτα του Μαλόουν. Η σειρά απέναντι στους Τζαζ παρουσίασε δύο από τις πιο αξέχαστες στιγμές της καριέρας του Τζόρνταν. Κέρδισε το πρώτο παιχνίδι για την ομάδα, σημειώνοντας 31 πόντους και παίρνοντας την μπάλα εννέα δευτερόλεπτα πριν τη λήξη, σούταρε στη λήξη της συνάντησης ευστοχώντας και το παιχνίδι τελείωσε 84–82. Στο πέμπτο παιχνίδι με τη σειρά στην ισοπαλία 2–2, ο Τζόρνταν έπαιξε παρά το γεγονός ότι ήταν εμπύρετος και αφυδατωμένος από τροφική δηλητηρίαση. Για τον γιατρό της ομάδας δεν μπορούσε να παίξει. Ο παίκτης έμεινε στο κρεβάτι για 24 ώρες χωρίς να προπονείται από την Τρίτη το πρωί και την Τετάρτη, την ημέρα του αγώνα. Παρόλα αυτά, τρεις ώρες πριν την έναρξη της συνάντησης, έφυγε από το ξενοδοχείο και πήγε στο γήπεδο. Σε αυτό το παιχνίδι που είναι γνωστό ως Flu Game (τότε θεωρήθηκε ότι ο παίκτης έπασχε από ίωση αλλά 15 χρόνια αργότερα αποκαλύφθηκε η αλήθεια), σημείωσε 38 πόντους, συμπεριλαμβανομένου του τρίποντου που έκρινε το παιχνίδι στα 25 δευτερόλεπτα πριν τη λήξη. Η ομάδα του Σικάγου νίκησε με 90–88. Στο έκτο παιχνίδι οι 39 πόντοι και τα 11 ριμπάουντ του Τζόρνταν οδήγησαν στη νίκη με 90–88. Για πέμπτη φορά κέρδισε τον τίτλο του MVP των τελικών αποδεικνύοντας την ικανότητά του για κορυφαίες εμφάνισεις στα κρίσιμα παιχνίδια, έχοντας μέσο όρο 32,3 πόντους, 7 ασίστ και 6 ριμπάουντ στη σειρά των τελικών, ενώ η ομάδα και πάλι έφτασε στον τίτλο χωρίς κανένα έβδομο παιχνίδι και τελικό σκορ 15–4 νίκες. Οι Τζαζ δοκίμασαν κάθε είδους στρατηγικές, συμπεριλαμβανομένης της διπλής άμυνας με βοήθειες, αλλά το πολύ έξυπνο παιχνίδι του επινοούσε τρόπους για να ματαιώσει ακόμη και τις πιο προσεκτικά σχεδιασμένες τακτικές. Στον απόηχο των πανηγυρισμών ο Τζόρνταν έκανε έκκληση για διατήρηση της ομάδας και τη νέα περίοδο: το μονοετές συμβόλαιό του έληγε, ενώ στην ίδια θέση βρίσκονταν και άλλα βασικά στελέχη της ομάδας με τον κίνδυνο αποσύνθεσης ορατό. Το σημαντικότερο ίσως πρόβλημα ήταν η συνέχιση της παρουσίας του προπονητή, ο οποίος είχε έρθει σε σύγκρουση με τη διοίκηση.

Τον Οκτώβριο του 1997 οι Μπουλς αγωνίστηκαν στην Ευρώπη στο McDonald's Championship στο Παρίσι, στην όγδοη συνέχεια μιας διοργάνωσης που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως άτυπο Διηπειρωτικό Κύπελλο. Ένας ετερόκλητος στρατός 100 ανθρώπων όπου μαζί με μαζορέτες, φρουρούς ασφαλείας, διαιτητές, μασκότ, στατιστικολόγους και VIP, ήρθε και το πάτωμα που έθεσε για την περίσταση στο Παλέ ντε Μπερσί διέσχισαν τον Ατλαντικό Ωκεανό μαζί τους «βασιλιάδες» του NBA. Η διοργάνωση έγινε με μικτούς κανονισμούς από Ευρώπη και ΝΒΑ. Επετράπη η άμυνα ζώνης που τότε απαγορευόταν στο ΝΒΑ. Μπουλς και Ολυμπιακός βρέθηκαν στον τελικό στις 18 Οκτωβρίου, νικώντας τις PSG Racing και Athenas Cordoba αντίστοιχα στα ημιτελικά, με 28 πόντους του Τζόρνταν στον αγώνα της ομάδας του. Ο Ολυμπιακός που ήταν τότε πρωταθλητής Ευρώπης έγινε η πρώτη ελληνική ομάδα στο τουρνουά και η πρώτη που αντιμετώπισε τους θρυλικούς «Ταύρους» της δεκαετίας του '90. Οι «ερυθρόλευκοι» έκαναν ότι καλύτερο μπορούσαν απέναντι στον Τζόρνταν και την παρέα του που ήταν χωρίς τους Πίπεν και Ρόντμαν. Οι Μπουλς νίκησαν με 104–78 με τον Τζόρνταν πρώτο σκόρερ με 27 πόντους και MVP του τουρνουά.

Μάικλ Τζόρνταν: Τα πρώτα χρόνια, Διεθνής - Ολυμπιακή σταδιοδρομία, Χαρακτηριστικά παιχνιδιού 
Φανέλα και παπούτσια του Τζόρνταν στο μουσείο του Σικάγου

Τζόρνταν και Μπουλς πέτυχαν επίδοση 62–20 στην κανονική περίοδο της σεζόν 1997–98 διατηρώντας την ομάδα της προηγούμενης χρονιάς. Ήταν πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος για 10η φορά στην καριέρα του (επίδοση που παραμένει ακατάρριπτο ρεκόρ) με 28,7 πόντους ανά παιχνίδι, εξασφάλισε το πέμπτο βραβείο MVP της κανονικής περιόδου, καθώς και τις διακρίσεις για την καλύτερη ομάδα του NBA, την καλύτερη αμυντική ομάδα και το All-Star Game MVP (πρώτος σκόρερ της συνάντησης με 23 πόντους). Ήταν ο μεγαλύτερος σε ηλικία παίκτης που ψηφίστηκε ως MVP σε ηλικία 35 ετών και ήταν ο μεγαλύτερος σε ηλικία πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος. Στις 23 Ιανουαρίου 1998, σε αναμέτρηση για την κανονική περίοδο με αντίπαλο τους Νιου Τζέρσεϊ Νετς, σημείωσε 32 πόντους και έγινε ο πρώτος παίκτης που κατάφερε να σκοράρει πάνω από δέκα πόντους σε 800 συνεχόμενους αγώνες του ΝΒΑ. Στον αγώνα της 27ης Μαρτίου στο Τζόρτζια Ντομ (Georgia Dome) απέναντι στους Ατλάντα Χοκς σημειώθηκε ρεκόρ στον αριθμό των θεατών που παρακολούθησαν (62.046 εισιτήρια, διατηρήθηκε για 25 χρόνια), μία ακόμα νικηφόρα παράσταση του Τζόρνταν (34 πόντοι). Η ομάδα κέρδισε την Ανατολική Περιφέρεια για τρίτη συνεχόμενη χρονιά, συμπεριλαμβανομένης της επικράτησης σε σειρά επτά παιχνιδιών με την Ιντιάνα στους τελικούς. Στους τελικούς του πρωταθλήματος αντιμετώπισαν τους γνώριμους Γιούτα Τζαζ, που αυτή τη φορά είχαν πλεονέκτημα έδρας πετυχαίνοντας την καλύτερη επίδοση στο πρωτάθλημα με 64 νίκες, είχαν επικρατήσει των Μπουλς και στα δύο παιχνίδια της κανονικής περιόδου και από πολλούς θεωρούνταν ως φαβορί των τελικών. Στις 7 Ιουνίου 1998 οι «Ταύροι» σκόραραν 96, η ομάδα της Γιούτα 54 και η διαφορά των 42 πόντων παραμένει μέχρι σήμερα η απόλυτη επίδοση στους τελικούς του πρωταθλήματος. Η ομάδα του Σικάγου επέστρεψε για το έκτο παιχνίδι στις 14 Ιουνίου 1998 στο Σολτ Λέικ Σίτι μπροστά σε 20.000 θεατές, οδηγώντας τη σειρά με 3–2. Ο Τζόρνταν πραγματοποίησε σειρά από ενέργειες που θεωρούνται μία από τις μεγαλύτερες παραστάσεις στην ιστορία των τελικών του ΝΒΑ. Με 41,9 δευτερόλεπτα να απομένουν και οι Μπουλς να χάνουν 86–83, ο Φιλ Τζάκσον κάλεσε σε τάιμ ουτ. Όταν το παιχνίδι ξανάρχισε, ο Τζόρνταν έλαβε πάσα, προχώρησε προς το καλάθι και έκανε το σουτ πάνω από αρκετούς αμυντικούς της Τζαζ, μειώνοντας το προβάδισμα της Γιούτα σε 86–85. Οι παίκτες της Τζαζ έφεραν την μπάλα στο Μαλόουν, ο οποίος ήταν κοντά στο καλάθι επιτηρούμενος από τον Ρόντμαν αλλά ο Τζόρνταν έκλεψε την μπάλα από τα χέρια του και έπειτα έπεσε στο γήπεδο και σταμάτησε. Με 18,9 δευτερόλεπτα να απομένουν, ο Τζόρνταν άρχισε ατομική προσπάθεια και με 5,2 δευτερόλεπτα να απομένουν, έφτασε στην ίσως υπέρτατη στιγμή της καριέρας του στους Μπουλς δίνοντας προβάδισμα 87–86. Στη συνέχεια, ο Τζον Στόκτον έχασε προσπάθεια τρίποντου και το παιχνίδι έληξε. Έκλεισε τον αγώνα με 45 πόντους (περισσότερους από τους μισούς της ομάδας του), επίδοση που παραμένει ως ρεκόρ σε τελευταίο αγώνα τελικών και είναι η δεύτερη καλύτερη όλων των εποχών σε αγώνα τελικών του NBA, αν και τα ποσοστά ευστοχίας του δεν ήταν υψηλά (15 στις 35 προσπάθειες δύο πόντων. Τζόρνταν και Μπουλς κέρδισαν το έκτο και τελευταίο πρωτάθλημα NBA τους σε έξι τελικούς στους οποίους έφτασαν, επιτυγχάνοντας δεύτερο three peat στη δεκαετία. «Νομίζω ότι αυτή ήταν η στιγμή που καθόρισε την καριέρα μου στο Σικάγο» δήλωσε αργότερα.

Για άλλη μία φορά, ο Τζόρνταν ψηφίστηκε ως MVP των τελικών έχοντας μέσο όρο 33,5 πόντους ανά παιχνίδι (με ποσοστό ευστοχίας 42,7 %), συμπεριλαμβανομένων των 45 στο αποφασιστικό έκτο παιχνίδι. Ήταν παρών και στα 103 παιχνίδια των Μπουλς εκείνης της σεζόν και είχε διψήφιο αριθμό πόντων σε όλα. Ήταν παρών και στα 82 παιχνίδια της κανονικής περιόδου στα τρία χρόνια του δεύτερου three peat. Οι έξι τίτλοι τελικών MVP του Τζόρνταν είναι επίδοση που παραμένει ακατάρριπτο ρεκόρ, έχοντας τον υψηλότερο μέσο όρο πόντων (33,45 επίσης ακατάρριπτο ρεκόρ) όπως και το γεγονός ότι είναι ο μοναδικός παίκτης στην ιστορία του ΝΒΑ που ποτέ δεν σκόραρε λιγότερους από 20 πόντους σε κανένα από τα παιχνίδια του σε τελικούς. Οι τελικοί του 1998 κατέχουν την υψηλότερη τηλεοπτική θεαματικότητα οποιασδήποτε σειράς τελικών στην ιστορία με το έκτο παιχνίδι να είναι στην κορυφή από οποιοδήποτε παιχνίδι στην ιστορία του NBA. Η φανέλα που φορούσε στο πρώτο παιχνίδι των τελικών δημοπρατήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου του 2022 για 10,1 εκατομμύρια δολάρια, ποσό ρεκόρ για οποιοδήποτε αθλητικό προσωπικό αντικείμενο στην ιστορία όλων των αθλημάτων.

Κλείνοντας την καριέρα του με την ομάδα του Σικάγου είχε πετύχει τα εξής: 6 πρωταθλήματα και 6 τίτλους MVP τελικών (1991, 1992, 1993, 1996, 1997, 1998), 5 τίτλους MVP κανονικής περιόδου (1988, 1991, 1992, 1996, 1998), καλύτερος αμυντικός της χρονιάς (1988), τον υψηλότερο μέσο όρο πόντων, 10 σεζόν (1997–1993, 1996–1998) κορυφαίος σκόρερ του ΝΒΑ (αριθμός ρεκόρ στο ΝΒΑ), 3 σεζόν (1988, 1990, 1992) πρώτος στα κλεψίματα. Ήταν ακόμα τρίτος σκόρερ όλων των εποχών και τρίτος στα κλεψίματα όλων των εποχών στην ιστορία του NBA. Για 10 σεζόν ήταν στην καλύτερη πεντάδα (1987–1993, 1996–1998) και 9 σεζόν στην καλύτερη αμυντική πεντάδα του ΝΒΑ (1988–1993, 1996–1998), ενώ ψηφίστηκε καλύτερος αμυντικός το 1988. Σε 1.109 παιχνίδια κανονικής περιόδου και πλέι οφ σημείωσε μονοψήφιο αριθμό πόντων μόνο μία φορά.

Δεύτερη αποχώρηση και δεύτερη επιστροφή

Η σεζόν 1998–99 ήταν για το NBA καταστροφική. Οι οικονομικές διαφορές μεταξύ παικτών, διοργανωτών και ιδιοκτητών των ομάδων είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε να ανασταλεί η έναρξη του πρωταθλήματος από την 1η Ιουλίου 1998. Μετά από συνεχείς διαπραγματεύσεις και με τον κίνδυνο να χαθεί ολόκληρη η χρονιά οριστικά, επετεύχθη συμφωνία στις 20 Ιανουαρίου 1999. Με το συμβόλαιο του Φιλ Τζάκσον να λήγει και ο ίδιος να έχει φανεί από αρκετά νωρίτερα ότι αποχωρεί, οι εκκρεμείς αποχωρήσεις Πίπεν και Ρόντμαν να εμφανίζονται και να βρίσκονται στα τελευταία στάδια αποκλεισμού από τους ιδιοκτήτες του NBA, ο Τζόρνταν αποχώρησε για δεύτερη φορά στις 13 Ιανουαρίου 1999, ένα μήνα πριν συμπλήρωσει τα 36 του χρόνια. Η μακροχρόνια αναμονή έναρξης λειτούργησε διαλυτικά για την ομάδα σε όλους τους τομείς με τις εκκρεμότητες των συμβολαίων να εκκρεμούν ήδη από το καλοκαίρι και ήταν σημαντικός παράγοντας για την απόφασή του. Ο ίδιος είχε ισχυρή επιθυμία να συνεχίσει με τους κυριότερους συνεργάτες του. Όμως ο Τζάκσον ήταν ο άνθρωπος που θεωρούσε απαραίτητο να παραμείνει καθώς ήταν αυτός που διατηρούσε την ισορροπία στην ομάδα. Ένας μικρός τραυματισμός εκείνη την περίοδο δεν έπαιξε ρόλο. Δήλωσε τότε σε συνέντευξη τύπου που συγκέντρωσε 800 δημοσιογράφους από όλο τον κόσμο: «Είμαι ψυχικά εξαντλημένος, δεν αισθάνομαι ότι έχω άλλες προκλήσεις. Φυσικά αισθάνομαι υπέροχα. Για μένα είναι η τέλεια στιγμή για να φύγω από αυτό το άθλημα. Είμαι γαλήνιος». Ρωτήθηκε επίσης για την πιθανότητα επανόδου και διευκρίνησε ότι «Όχι, δεν υπάρχει. Ποτέ μη λες ποτέ βέβαια αλλά είμαι κατά 99,9 % σίγουρος για την απόφαση αυτή». Η φανέλα του αποσύρθηκε για δεύτερη φορά από τους Μπουλς στις 13 Ιανουαρίου 1999. Η σεζόν ξεκίνησε στις 5 Φεβρουαρίου 1999, μετά την επίτευξη νέας εξαετούς Συλλογικής Συμφωνίας μεταξύ του ΝΒΑ και της Εθνικής Ένωσης Παικτών Μπάσκετ. Η αποχώρηση των σημαντικότερων ατόμων στην επιτυχία της ομάδας οδήγησε σε αποκαρδιωτική παρουσία στο πρωτάθλημα με 13 μόλις νίκες σε 50 αγώνες. Στις 19 Ιανουαρίου 2000 επέστρεψε στο ΝΒΑ όχι ως παίκτης, αλλά ως μέτοχος (σε ποσοστό έως 10 %) και πρόεδρος των επιχειρήσεων μπάσκετ για τους Ουάσινγκτον Ουίζαρντς. Οι ευθύνες του με τον σύλλογο ήταν να ελέγχει όλες τις πτυχές των επιχειρήσεων μπάσκετ και είχε τον τελευταίο λόγο σε όλα τα θέματα του προσωπικού. Κατάφερε να εκκαθαρίσει την ομάδα από υψηλά αμειβόμενους παίκτες αλλά χρησιμοποίησε την πρώτη επιλογή στο ντραφτ του 2001, η οποία δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες.

Η αποχώρησή του είχε σημαντικές επιπτώσεις στη δημοτικότητα του αθλήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο μέσος όρος προσέλευσης στο πρωτάθλημα έχει πέσει και οι τηλεθεατές της κανονικής περιόδου είχαν υποχωρήσει σταθερά, από 6,3 εκατομμύρια θεατές ανά παιχνίδι την τελευταία σεζόν του σε τέσσερα εκατομμύρια τηλεθεατές τη σεζόν 2000–01. Από την αποχώρησή του, τρεις τελικοί του NBA χωρίς αυτόν είχαν συγκεντρώσει τουλάχιστον πέντε εκατομμύρια λιγότερους θεατές από οποιοδήποτε από τις έξι εμφανίσεις των Μπουλς στους τελικούς. Η έρευνα του CBS έδειξε ότι ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων βλέπουν αγώνες του NBA μόνο για να δουν τον Τζόρνταν. Παρά τον ισχυρισμό του τον Ιανουάριο του 1999 για την πιθανότητα επανόδου, το καλοκαίρι του 2001 ο Τζόρνταν εξέφρασε το ενδιαφέρον του να κάνει μία άλλη επιστροφή, αυτή τη φορά με τη νέα του ομάδα. Πέρασε μεγάλο μέρος της άνοιξης και του καλοκαιριού του 2001 στην προπόνηση. Επιπλέον, προσέλαβε τον παλιό προπονητή του στους Μπουλς Νταγκ Κόλινς, ως προπονητή της Ουάσινγκτον για την επερχόμενη σεζόν, μια απόφαση που πολλοί θεώρησαν ως προάγγελο επιστροφής την επόμενη χρονιά.

Μάικλ Τζόρνταν: Τα πρώτα χρόνια, Διεθνής - Ολυμπιακή σταδιοδρομία, Χαρακτηριστικά παιχνιδιού 
Με τη φανέλα των Ουίζαρντς

Στις 25 Σεπτεμβρίου 2001 ο Τζόρνταν ανακοίνωσε την επιστροφή του στο ΝΒΑ για να αγωνιστεί με τους Ουάσινγκτον Ουίζαρντς, δωρίζοντας τον μισθό της πρώτης χρονιάς ως παίκτη (ένα εκατομμύριο δολάρια) στην προσπάθεια ανακούφισης για τα θύματα των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου. Διευκρίνισε ότι επιστρέφει γιατί αγαπά το παιχνίδι και δεν τον ενδιαφέρει αν θα πληρωθεί ακόμη και καθόλου. «Νομίζω ότι δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να διδάξεις νέους παίκτες από το να είσαι στο γήπεδο μαζί τους ως συμπαίκτης, όχι μόνο στην πράξη, αλλά και σε πραγματικά παιχνίδια του ΝΒΑ», είπε καθώς ανακοίνωσε την επιστροφή του. Είχε ξαναπροσλάβει τον προσωπικό του προπονητή, Τιμ Γκρόβερ, ο οποίος έφτιαξε ένα πρόγραμμα για την ενίσχυση των μυών γύρω από το γόνατό του. Ο Τζόρνταν δεν μπορούσε να ύπταται όπως στο παρελθόν αλλά εξακολουθούσε να διαθέτει το επιθετικό του ταλέντο και το οξυδερκές μυαλό του. Τον πρώτο μήνα οι Ουίζαρντς έχασαν 10 από τα 13 παιχνίδια τους. Μια ομάδα αποτελούμενη σε μεγάλο βαθμό από υποσχόμενους νεανικής ηλικίας παίκτες και ορισμένοι στα μέσα της καριέρας τους ήταν επιρρεπής στα λάθη. Είχαν θέσει την πρόκριση στα πλέι οφ ως σημείο αναφοράς για την επιτυχία της σεζόν, και μέχρι τον Δεκέμβριο ισορρόπησαν τα αποτελέσματά τους. Σε μία σεζόν 2001–02 που χαρακτηρίστηκε από τραυματισμούς, ο Τζόρνταν ήταν πρώτος στην ομάδα στο σκοράρισμα (22,9 πόντοι μέσο όρο), ασίστ (5,2 μ.ο.) και κλεψίματα (1,4 μ.ο.). Ωστόσο, ο τραυματισμός στο δεξί του γόνατο για τον οποίο υποβλήθηκε σε επέμβαση έδωσε τη δυνατότητα για μόνο 60 αγώνες, τους λιγότερους που είχε παίξει σε μια κανονική περίοδο από τότε που έπαιξε 17 παιχνίδια μετά την επιστροφή του από την πρώτη του αποχώρηση κατά τη διάρκεια της αγωνιστικής περιόδου 1994–95. Ξεκίνησε 53 από τα 60 παιχνίδια του, ενώ οι επτά τελευταίες εμφανίσεις του ήταν σε εφεδρικό ρόλο, στις οποίες κατά μέσο όρο έπαιξε τουλάχιστον 20 λεπτά ανά παιχνίδι. Στις 27 Δεκεμβρίου 2001 σημείωσε έξι πόντους εναντίον των Ιντιάνα Πέισερς, αρνητικό ρεκόρ στην καριέρα του, συμπληρώνοντας μέχρι τότε 866 παιχνίδια με διψήφιο αριθμό πόντων (είχε ξεκινήσει μετά τις 22 Μαρτίου 1986, όταν σε αγώνα με τους Κλίβελαντ Καβαλίερς είχε σημειώσει οκτώ πόντους). Στον αγώνα είχε τραυματιστεί και δεν αγωνίστηκε στο δεύτερο ημίχρονο. Δύο μέρες αργότερα, ο Τζόρνταν πέταξε με 51 πόντους με αντίπαλο τους Σάρλοτ Χόρνετς (αποτέλεσμα 117–90) και έγινε ο μεγαλύτερος σε ηλικία παίκτης στην ιστορία του ΝΒΑ που έφτασε στο όριο των 50 πόντων σε ένα παιχνίδι. Στις 3 Ιανουαρίου 2002 αγωνίστηκε για πρώτη φορά εναντίον της προηγούμενης ομάδας του και σημείωσε 29 πόντους με χαμηλά όμως ποσοστά ευστοχίας, βοηθώντας όμως στη νίκη των Ουίζαρντς με 89–83. Η ομάδα τελικά βελτιώθηκε σημαντικά και από 19 μόνο νίκες την προηγούμενη χρονιά έφτασε στις 34, διεκδίκησε την πρόκριση στα πλέι οφ στο μεγαλύτερο μέρος της κανονικής περιόδου, χωρίς τελικά να τα καταφέρει.

Την επόμενη αγωνιστική περίοδο χρονιά ήταν ο μόνος παίκτης της Ουάσιγκτον που έπαιξε και στα 82 παιχνίδια, ξεκινώντας από 67 από αυτά έχοντας μέσο όρο 20 πόντους. Παρόλο που έκλεισε τα 40 του χρόνια μέσα στη σεζόν, σημείωσε 30 ή περισσότερους πόντους εννέα φορές και 40 ή περισσότερους πόντους τρεις φορές. Στις 21 Φεβρουαρίου 2003 έγινε ο πρώτος 40χρονος που σημείωσε 43 πόντους σε ένα παιχνίδι του ΝΒΑ (στη νίκη με 89–86 απέναντι στους Νιου Τζέρσεϊ Νετς). Κατά τη διάρκεια της θητείας του στην ομάδα της πρωτεύουσας, όλα τα εντός έδρας παιχνίδια εξαντλήθηκαν σε εισιτήρια ήδη πριν την έναρξη του πρωταθλήματος και οι Ουίζαρντς ήταν η δεύτερη με τη μεγαλύτερη θεαματικότητα στο ΝΒΑ, με μέσο όρο 20.172 φιλάθλους ανά παιχνίδι εντός έδρας και 19.311 εκτός. Όμως τα αποτελέσματα δεν ήταν συνολικά θετικά και ο Τζόρνταν συχνά δεν ήταν ικανοποιημένος με το παιχνίδι των γύρω του. Σε αρκετά σημεία επέκρινε ανοιχτά τους συμπαίκτες του στα μέσα ενημέρωσης, επικαλούμενος την έλλειψη συγκέντρωσης και πάθους. Η βελτίωση της ομάδας ήταν σαφής από την πρώτη χρονιά πετυχαίνοντας 37 νίκες αλλά όχι επαρκής.

Με την αναγνώριση ότι το 2002–03 θα ήταν η τελευταία σεζόν της καριέρας του, έγιναν αφιερώματα σε ολόκληρο το NBA. Στο τελευταίο του παιχνίδι στο Γιουνάιτεντ Σέντερ στο Σικάγο, το οποίο ήταν το παλαιό γήπεδο του, ο Τζόρνταν δέχθηκε επευφημία τεσσάρων λεπτών. Οι Μαϊάμι Χιτ απέσυραν τη φανέλα με τον αριθμό 23 στις 11 Απριλίου 2003 μετά τον αγώνα μεταξύ των δύο ομάδων, παρόλο που ο Τζόρνταν δεν έπαιξε ποτέ για την ομάδα και αυτός ήταν ο πρώτος αριθμός φανέλας που απέσυρε η ομάδα στην ιστορία της. Στο All-Star Game του 2003 του προσφέρθηκε θέση βασικού από δύο παίκτες που είχαν ψηφιστεί ως βασικοί (ο ίδιος μετά από 13 χρόνια υπερψήφισή του στην πρώτη πεντάδα, αυτή τη φορά ήταν στη δεύτερη), αλλά αρνήθηκε και τις δύο. Στο τέλος, δέχθηκε τη θέση του Βινς Κάρτερ. Παίζοντας στο 14ο και τελευταίο του παιχνίδι NBA All-Star (από τα καλύτερα στην ιστορία του θεσμού με δύο παρατάσεις), ο Τζόρνταν σημείωσε 20 πόντους και ξεπέρασε τον Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ ως τον κορυφαίο σκόρερ όλων των εποχών στην ιστορία των All-Star Game.

Η επιστροφή του δεν κρίνεται τόσο επιτυχής τη δεύτερη φορά. Δεν κατάφερε να φέρει την ομάδα της πρωτεύουσας στα πλέι οφ σε καμία από τις δύο χρονιές του που ήταν ο στόχος του, ενώ και οι εκτιμήσεις της κοινότητας του αθλήματος ήταν ποικίλες. Εάν το επίπεδο λατρείας οδήγησε τους φιλάθλους να βιαστούν μαζικά για να τον δουν με οδηγό τις ισχυρές δίδυμες έλξεις της νοσταλγίας και των θριάμβων, τους οδήγησε επίσης να προσπαθήσουν να ξεχάσουν την τελευταία τους ματιά. Ο Τζόρνταν έπαιξε το τελευταίο του παιχνίδι στο ΝΒΑ στις 16 Απριλίου 2003, στη Φιλαδέλφεια. Αφού σημείωσε 13 πόντους στο παιχνίδι, πήγε στον πάγκο με 4 λεπτά και 13 δευτερόλεπτα να απομένουν στο τρίτο δωδεκάλεπτο και η ομάδα του έχανε από τους Φιλαδέλφεια 76ερς, 75–56. Αμέσως μετά την έναρξη της τέταρτης περιόδου, το πλήθος του First Union Center άρχισε να φωνάζει «Θέλουμε τον Μάικλ!». Μετά από ενθάρρυνση από τον προπονητή, ο Τζόρνταν τελικά σηκώθηκε από τον πάγκο και επανήλθε στο παιχνίδι για τα 2:35 που απόμειναν. Ένα λεπτό και 45 δευτερόλεπτα του έγινε φάουλ και μπήκε στη γραμμή για να κάνει και τις δύο ελεύθερες βολές. Μετά τη δεύτερη εκτέλεση, έγινε ένα ακόμα σκόπιμο φάουλ στον αγώνα προκειμένου να σταματήσει ο χρόνος, έτσι ώστε ο Τζόρνταν να μπορεί να επιστρέψει στον πάγκο. Δέχθηκε τριών λεπτών επευφημία από τους συμπαίκτες του, τους αντιπάλους του και το πλήθος των 21.257 φιλάθλων. Συνολικά, τις δύο τελευταίες σεζόν του, είχε μέσο όρο 21,2 πόντους ανά παιχνίδι, 6,0 ριμπάουντ και 4,5 ασίστ.

«Ως μικρό παιδί, καθόμουνα μπροστά στην τηλεόραση και έβλεπα τον Μάικλ να παίζει. Η απίστευτη ικανότητά του με ώθησε να μπω στο NBA. Πιστεύω ότι ο Μάικλ ενέπνευσε σήμερα ολόκληρη τη γενιά του NBA». ΛεΜπρόν Τζέιμς (2013)

Κλείνοντας την επαγγελματική του σταδιοδρομία ο Τζόρνταν είχε συγκεντρώσει 22 κορυφαίους ατομικούς και ομαδικούς τίτλους, περισσότερους από οποιονδήποτε άλλον με τους Μπιλ Ράσελ και Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ να ακολουθούν (17 και 15 αντίστοιχα). Ήταν και παραμένει ο κορυφαίος σκόρερ του NBA με μέσο όρο πόντων 30,12 ανά αγώνα κανονικής περιόδου (σύνολο 32.292 πόντοι, τότε τρίτος στην ιστορία), ενώ σε 563 παιχνίδια σημείωσε τουλάχιστον 30 πόντους, ένα ακόμα ρεκόρ που παραμένει. Στις πρωτιές της κανονικής περιόδου στα πέντε σημαντικότερα στατιστικά στοιχεία του αθλήματος (πόντοι, ριμπάουντ, ασίστ, κλεψίματα, κοψίματα) έχει 13 τίτλους, υστερώντας του Τσάμπερλεϊν (19). Περισσότερο εξειδικευμένα στατιστικά στοιχεία ισχυροποιούν τη θέση του ως του κορυφαίου όλων των εποχών.

Διεθνής - Ολυμπιακή σταδιοδρομία

Μετά την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου των Παναμερικανικών Αγώνων του 1983, ο Τζόρνταν αγωνίστηκε με την εθνική ομάδα των Η.Π.Α. στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1984 πριν ξεκινήσει την επαγγελματική του πορεία. Η ομάδα αποτελούταν υποχρεωτικά από παίκτες κολεγίων, η προετοιμασία της ήταν ιδιαίτερα σκληρή (ο Τζόρνταν πολύ αργότερα τη χαρακτήρισε εφιάλτη) και έδειξε την ισχύ της σε φιλική συνάντηση με νίκη επί επίλεκτης ομάδας του NBA σε αγώνα προετοιμασίας με 96–85. Από τα μέλη της ομάδας των επίλεκτων ήταν τέσσερις παίκτες των πρωταθλητών του NBA Μπόστον Σέλτικς (μεταξύ τους και ο Λάρι Μπέρντ), ενώ τον αγώνα στην Ινδιανάπολη παρακολούθησαν 67.596 θεατές, αριθμός ρεκόρ στην ιστορία του αμερικανικού μπάσκετ. Το αποτέλεσμα προκάλεσε εντύπωση και οι 25 πόντοι του Τζόρνταν έδειξαν ότι ήταν ήδη έτοιμος να πρωταγωνιστήσει στο επίπεδο του επαγγελματικού πρωταθλήματος. Προπονητής ήταν ο Μπόμπι Νάιτ που τον χρησιμοποίησε περισσότερο ως σμολ φόργουορντ. Στους αγώνες του Ολυμπιακού τουρνουά ο Τζόρνταν ήταν πρώτος σκόρερ της ομάδας με μέσο όρο 17,1 πόντους ανά αγώνα, 3,0 ριμπάουντ, 2,0 ασίστ, 1,5 κλέψιμο, ένα κόψιμο ανά αγώνα, ποσοστό 54,5 % εντός πεδιάς και 17/25 ελεύθερες βολές. Η ομάδα θεωρήθηκε ως η καλύτερη που είχε μέχρι τότε παρουσιαστεί σε Ολυμπιακούς Αγώνες, κέρδισε και τους οκτώ αγώνες του τουρνουά που έδωσε με μέση διαφορά πόντων στους 32 και επικράτησε στον τελικό επί της Ισπανίας με 96–65 με 20 πόντους από τον Τζόρνταν. Η έλλειψη επαρκών επαφών μεταξύ ευρωπαϊκού και αμερικανικού μπάσκετ την εποχή εκείνη ήταν αιτία της άγνοιας των Ευρωπαίων για τα τεκταινόμενα του αθλήματος στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και ο Τζόρνταν ήταν ουσιαστικά άγνωστος. Εντυπωσίασε ιδιαίτερα με τις ικανότητες, τη δύναμη και τον χαρακτήρα που έδειξε στα γήπεδα, αν και ήταν μόνο 21 ετών. Η παγκόσμια πρεμιέρα του ανερχόμενου αστέρα ήταν απόλυτα επιτυχημένη και άφησε πολλές υποσχέσεις για την επαγγελματική του συνέχεια.

Το 1992 στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης, ήταν μέλος της ομάδας που ονομάστηκε Dream Team (ομάδα όνειρο), και η όποια θεωρείται ως η καλύτερη όλων των εποχών και όλων των αθλημάτων έχοντας στις τάξεις της για πρώτη φορά τους κορυφαίους επαγγελματίες καλαθοσφαιριστές. Η ομάδα ανακοινώθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 1991 και στο προκριματικό τουρνουά (Ιούνιος-Ιούλιος στα πλαίσια του Αμερικανικού Πρωταθλήματος Καλαθοσφαίρισης) σημείωσε έξι νίκες σε ισάριθμους αγώνες έχοντας 121,2 πόντους ανά αγώνα κατά μέσο όρο και διαφοράς 51,5 πόντους. Στον τελικό νίκησαν τη Βενεζουέλα με 127–80. Η αρχική πεντάδα δεν ήταν σταθερή αλλά συχνότερα αποτελούνταν από τους Μάτζικ Τζόνσον, Τσαρλς Μπάρκλεϊ, Καρλ Μαλόουν, Πάτρικ Γιούιν και τον Τζόρνταν, που ήταν ο μόνος που αγωνίστηκε ως βασικός και στους οκτώ νικηφόρους αγώνες έχοντας μέσο όρο 14,9 πόντους. Ήταν δεύτερος σκόρερ της ομάδας πίσω από τον Τσαρλς Μπάρκλεϊ. Ο Τζόρνταν αγωνίστηκε για 185 λεπτά και είχε ακόμα 2,7 ριμπάουντ, 3,4 ασίστ, 2,8 κλεψίματα και 50,0 % ευστοχία στα σουτ δύο πόντων. Ισοφάρισε το ρεκόρ αριθμού ασίστ με 12 στον αγώνα με αντίπαλο τη Γερμανία και σημείωσε ρεκόρ κλεψιμάτων με 8 σε δύο αγώνες, με αμφότερα να παραμένουν ακατάρριπτα για την Εθνική των Ηνωμένων Πολιτειών σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Όμως, ήταν ίσως ο μόνος που δεν είχε κάτι να αποδείξει (ο ίδιος είχε δηλώσει ότι διασκέδασε τη συμμετοχή του, αποτελώντας την ήρεμη δύναμη της ομάδας) σε αντίθεση με άλλους αλλά όλοι χρειάζονταν συνεχώς να επινοούν προκλήσεις για να διατηρήσουν το ενδιαφέρον τους. Ο Τζόρνταν δήλωσε ότι η συμμετοχή του στην Αγώνες της Βαρκελώνης ήταν το αποκορύφωμα της καριέρας του. Τα αποτελέσματα της ομάδας ήταν ανεπανάληπτα: μέσο όρο πόντων ολυμπιακό ρεκόρ 117,3 πόντων ανά παιχνίδι, η ομάδα κέρδισε με μέσο όρο 43,8 πόντους διαφορά και ο πλησιέστερος αντίπαλος ήταν με 32 πόντους διαφορά (117–85 απέναντι στην Κροατία στο παιχνίδι του χρυσού μεταλλίου). Στον τελικό ο Τζόρνταν σημείωσε 22 πόντους, ήταν αυτός που περιόρισε επιθετικά το Ντράζεν Πέτροβιτς που ήταν ο κύριος υπεύθυνος για την πρωτοπορεία των Κροατών στο 10:16 με 25–23, ενώ ήταν και πρώτος στα κλεψίματα στη διοργάνωση με 37. «Θα δείτε ξανά μια ομάδα επαγγελματιών στους Ολυμπιακούς Αγώνες» δήλωσε ο προπονητής Τσακ Ντέιλι, με τον οποίο οι Ντιτρόιτ Πίστονς είχαν κατακτήσει δύο συνεχόμενα πρωταθλήματα (1989 και 1990). «Αλλά δεν νομίζω ότι θα δείτε μία άλλη τέτοια ομάδα».

Μάικλ Τζόρνταν: Τα πρώτα χρόνια, Διεθνής - Ολυμπιακή σταδιοδρομία, Χαρακτηριστικά παιχνιδιού 
Ως μέλος της ομάδας-όνειρο του 1992

Τόσο εντυπωσιασμένοι ήταν οι αντίπαλοι των ομάδων καθώς και όσοι είχαν πρόσβαση στους παίκτες της ομάδας των Η.Π.Α. (η οποία διέμενε σε ξενοδοχείο εκτός Ολυμπιακού χωριού) που ζητούσαν ακόμη και αναμνηστικές φωτογραφίες και αυτόγραφα πριν παίξουν. Η Ντριμ Τιμ εισήλθε στο Hall of Fame της FIBA. Στο τέλος της χρονιάς ο Τζόρνταν επελέγη από τη γαλλική L'Équipe ως αθλητής της χρονιάς όλων των αθλημάτων (γαλλικά: Champion des champions de L'Équipe), ο μόνος καλαθοσφαιριστής που έχει πετύχει κάτι τέτοιο από το 1980 που δημιουργήθηκε το βραβείο. Η εθνική ομάδα των ΗΠΑ δεν έχασε ποτέ σε παιχνίδι στις τέσσερις διοργάνωσεις στις οποίες έπαιξε ο Τζόρνταν (30 αγώνες). Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1996 στην Ατλάντα είχε δηλώσει ότι δεν ήθελε να συμμετάσχει αφήνοντας νεότερους παίκτες να αγωνιστούν.

Χαρακτηριστικά παιχνιδιού

Ο Τζόρνταν αγωνιζόταν στη θέση του σούτινγκ γκαρντ αλλά αγωνίστηκε και ως πόιντ γκαρντ ή σμολ φόργουορντ (θέση που έπαιξε κατά κύριο λόγο κατά τη δεύτερη επιστροφή του στο επαγγελματικό μπάσκετ με τους Ουίζαρντς). Προικισμένος με εξαιρετικές φυσικές ικανότητες - 4 % σωματικό λίπος σε σύγκριση με τον μέσο όρο επτά ή οκτώ για έναν επαγγελματία αθλητή - ήταν ανταγωνιστικός και παθιασμένος σε σημείο οργής. Η αποφασιστικότητά του ήταν χαρακτηριστική με δύο αγώνες τελικών να κρίνονται με δικές του προσπάθειες στα τελευταία πέντε δευτερόλεπτα. Η ανταγωνιστικότητά του ήταν κορυφαία διατηρούμενος στο στα πλαίσια του ήθους. Ο πατέρας του είχε πει: «Αυτό που έχει είναι ένα πρόβλημα ανταγωνισμού. Λες και γεννήθηκε με αυτό. Ο άνθρωπος που προσπαθεί να υπερβεί περισσότερο στη ζωή του είναι ο εαυτός του». Ο αθλητικός συγγραφέας Ράιτ Τόμπσον τον περιέγραψε ως «δολοφόνο, με την έννοια του Δαρβίνου, γρήγορη ανίχνευση και επίθεση στο αδύναμο σημείο κάποιου». Καθώς οι Μπουλς οργανώθηκαν γύρω του, η διοίκηση έπρεπε να απομακρύνει παίκτες που δεν ήταν «αρκετά σκληροί» για να ανταγωνιστούν μαζί του στην πράξη. Για να βελτιώσει την άμυνα του, αφιέρωσε επιπλέον ώρες μελετώντας ταινίες από αγώνες των αντιπάλων. Στην επίθεση, βασίστηκε περισσότερο στο ένστικτο και τον αυτοσχεδιασμό, με βάση το απαράμιλλο ταλέντο του.

Ανθεκτικός παίκτης που εργάστηκε σκληρά για να αυξήσει στο έπαρκο τα φυσικά του προσόντα, δεν έχασε τέσσερα ή περισσότερα παιχνίδια, ενώ είχε συμμετοχή σε ολόκληρη τη σεζόν από το 1986–87 έως το 2001–02, όταν τραυματίστηκε στο δεξί του γόνατο. Από τις 15 σεζόν που αγωνίστηκε στο NBA, έπαιξε και τα 82 παιχνίδια κανονικής περιόδου εννέα φορές. Σημαντικό στοιχείο κατά τον ίδιο (όπως αποκάλυψε σε τηλεοπτική συνέντευξη το 1996) είναι το μέγεθος της παλάμης του. Θεωρείται από πολλές μετρήσεις μία από τις μεγαλύτερες στην ιστορία του ΝΒΑ, με 24,7 εκατοστά μήκος και άνοιγμα 28,8.

Μάικλ Τζόρνταν: Τα πρώτα χρόνια, Διεθνής - Ολυμπιακή σταδιοδρομία, Χαρακτηριστικά παιχνιδιού 
Ο Τζόρνταν (αριστερά με την μπάλα) σε προσπάθεια από αγώνα με τους Νιου Τζέρσει Νετς το 1991

Ο Τζόρνταν είχε ευέλικτο επιθετικό παιχνίδι. Ήταν ικανός να κινείται επιθετικά προς το καλάθι, καθώς και να παίρνει φάουλ από τους αντιπάλους του σε μεγάλο αριθμό. Οι τελικές του προσπάθειες συχνά κατέληγαν σε καρφώματα κάθε είδους, ώστε να χαρακτηρίζεται αξιόπιστα ως ο πιο εντυπωσιακός παίκτης στην ιστορία του αθλήματος. Οι κορυφαίες αλτικές του ικανότητες του έδωσαν δυνατότητες για ποικιλόμορφες προσπάθειες που τελικά τον έκαναν ασταμάτητο, ακόμα και από τους υψηλότερους αντιπάλους με τη φράση του «όταν σηκώνομαι, κανείς δε μπορεί να με σταματήσει» να αποτελεί πραγματικότητα. Στην αρχή της πορείας του αυτό αποτελούσε το συνηθέστερο τρόπο δράσης του αλλά στη δεκαετία του 1990 οι προσπάθειες από την περιφέρεια αυξήθηκαν ποσοστιαία. Ικανός σουτέρ και από μακρινές αποστάσεις, βελτιώθηκε από ποσοστά που δεν υπερέβησαν το 30 % στις αρχές της καριέρας του φτάνοντας στο 50 % στη δεύτερη φάση της καριέρας του στο Σικάγο με την αλλαγή της απόστασης της γραμμής των τριών πόντων. Παρ' αυτά, οι προσπάθειες τριών πόντων στο σύνολο της σταδιοδρομίας του ήταν περιορισμένες, 1,7 κατά μέσο όρο ανά αγώνα, με διακύμανση 1,2 την πρώτη του χρονιά, έως 3,6 το 1997 που ήταν το υψηλότερο. Προτίμησε να διατηρήσει το δικό του ρεπερτόριο κινήσεων, ακόμα μετά την ελάττωση της απόστασης του τρίποντου που του έδωσε συγκριτικά καλύτερα ποσοστά ευστοχίας. Είναι ο πρώτος που καθιέρωσε στο έπακρο το fadeaway στην μπασκετική κοινότητα χωρίς να είναι ο αυτός που την πρωτοεφάρμοσε. Είχε χρησιμοποιηθεί νωρίτερα από παίκτες όπως ο Λάρι Μπερντ, ωστόσο ήταν εκείνος που την τελειοποίησε. Κριτικές των μέσων μαζικής ενημέρωσης που τον είχαν χαρακτηρίσει ως εγωιστή στις αρχές της καριέρας του σκόνταψαν γρήγορα από τον αυξανόμενο αριθμό ασίστ που παρείχε. Ήταν επίσης καλός ριμπάουντερ με μέσο όρο 6,2 ανά παιχνίδι, ποσοστό υψηλό για τη θέση που αγωνίζονταν, ενώ είναι ο γκαρντ με τα περισσότερα κοψίματα στην ιστορία του πρωταθλήματος.

Το 1988 ο Τζόρνταν τιμήθηκε με το βραβείο αμυντικού παίκτη της χρονιάς και έγινε ο πρώτος παίκτης του ΝΒΑ που κέρδισε, τόσο το βραβείο του καλύτερου αμυντικού παίκτη της χρονιάς, όσο και αυτό του πιο πολύτιμου παίκτη στην ίδια σεζόν. Επιπλέον, έθεσε ρεκόρ καριέρας στα κοψίματα για παίκτη της θέσης του, στατιστικό στοιχείο ενδεικτικό της αμυντικής του δυνατότητας. Είναι ένας από τους τρεις παίκτες - γκαρντ που έχουν κερδίσει τον τίτλο του καλύτερου αμυντικού της χρονιάς, ενώ ήταν στην καλύτερη αμυντική ομάδα εννέα φορές (επίδοση από κοινού ρεκόρ) και στη δεύτερη τρεις. Τα επιτεύγματα αυτά συχνά υποτιμώνται σε σύγκριση με την κορυφαία επιθετική του δραστηριότητα. Είναι τρίτος όλων των εποχών σε μέσο όρο ανά αγώνα στα κλεψίματα (στοιχείο ειδικά εντυπωσιακό αν σκεφτεί κανείς πόσο δραστήριος ήταν στο να σκοράρει), γεγονός που του έδινε την ευκαιρία για γρήγορες αντεπίθεσεις, όπου στις μονομαχίες ένας προς έναν ήταν πάντα νικητής. Δεν είναι περίεργο που αμυντικοί που τον αντιμετώπισαν εξέφρασαν φόβο στους αγώνες εναντίον του. Η πληρότητά του αποδεικνύεται από το ότι είναι ο μόνος που κέρδισε το πρωτάθλημα του NBA τον τίτλο του πρώτου σκόρερ, του πολυτιμότερου παίκτη της κανονικής περιόδου, του πολυτιμότερου παίκτη των τελικών και την ίδια χρονιά να συμπεριληφθεί στην καλύτερη αμυντική ομάδα. Τα κατάφερε όλα όχι μόνο σε μία σεζόν, αλλά σε τέσσερις διαφορετικές: 1990–91, 1991–92, 1995–96 και 1997–98.

Μετά την αποχώρηση από την ενεργό δράση

Μετά την οριστική αποχώρηση από τον μπάσκετ, εξέφρασε την επιθυμία να επιστρέψει στην πρώτη θέση ως Διευθυντής Επιχειρήσεων Μπάσκετ με τον σύλλογο. Ωστόσο, η προηγούμενη θητεία του είχε προκαλέσει τα προαναφερθέντα μικτά αποτελέσματα. Στις 7 Μαΐου 2003, ο ιδιοκτήτης των Ουίζαρντς τον εκδίωξε από τη θέση του προέδρου της ομάδας μπάσκετ. Ο Τζόρνταν δήλωσε αργότερα ότι ένιωσε προδομένος και ότι αν γνώριζε ότι θα απολυθεί μετά την αποχώρησή του, δεν θα επέστρεφε ποτέ για να παίξει. Δεν ακολούθησε προπονητική καριέρα (κάτι συνηθισμένο σε επιτυχημένους πρώην παίκτες) λόγω έλλειψης υπομονής στις προσαρμογές των αλλαγών του αγωνιστικού τρόπου με την πάροδο του χρόνου.

Μάικλ Τζόρνταν: Τα πρώτα χρόνια, Διεθνής - Ολυμπιακή σταδιοδρομία, Χαρακτηριστικά παιχνιδιού 
Σε φωτογραφία του 2014

Στις 15 Ιουνίου 2006, ο Τζόρνταν αγόρασε μερίδιο μειοψηφίας στη Σάρλοτ Χόρνετς και έγινε ο δεύτερος μεγαλύτερος μέτοχος της ομάδας. Ως μέρος της συμφωνίας, ανέλαβε τον πλήρη έλεγχο της πλευράς του μπάσκετ της επιχείρησης. Τον Φεβρουάριο του 2010, δήλωσε ενδιαφέρον για την αγορά του πλειοψηφικού πακέτου. Στις 17 Μαρτίου, το Διοικητικό Συμβούλιο του ΝΒΑ ενέκρινε ομόφωνα την αγορά, καθιστώντας τον Τζόρνταν τον πρώτο πρώην παίκτη που έγινε πλειοψηφικός ιδιοκτήτης μιας ομάδας του ΝΒΑ. Τον έκανε επίσης τον μοναδικό αφρο-αμερικανό ιδιοκτήτη της πλειοψηφίας μιας ομάδας του πρωταθλήματος. Κατά τη διάρκεια της σεζόν 2011–12 που συντομεύτηκε σε 66 παιχνίδια, η ομάδα πέτυχε αρνητικό ρεκόρ 7–59 και έκλεισε τη σεζόν με ένα χαμένο σερί 23 παιχνιδιών. Το ποσοστό νίκης τους (10,6 %) ήταν το χειρότερο στην ιστορία του NBA. Η συνέχεια όμως ήταν καλύτερη και ως επένδυση αποδείχθηκε μακροχρόνια επιτυχημένη. Το 2019 ο Τζόρνταν πούλησε ένα μειοψηφικό κομμάτι των Χόρνετς, διατηρώντας την πλειοψηφία της ομάδας για τον εαυτό του, καθώς και τη θέση του προέδρου. Το 2023 ολοκλήρωσε την πώληση διατηρώντας μειοψηφικό μερίδιο. Η πώληση ολοκληρώθηκε επίσημα τον Αύγουστο του 2023 για περίπου 3 δισεκατομμύρια δολάρια, πάνω από 10 φορές τα 275 εκατομμύρια δολάρια που είχε πληρώσει για την ομάδα.

Τον Απρίλιο του 2009 ο Τζόρνταν έλαβε μία από τις μεγαλύτερες μπασκετικές τιμές των ΗΠΑ: το όνομά του προστέθηκε στο Naismith Memorial Basketball Hall of Fame. Στη διαδικασία δάκρυσε, καθώς αντιλαμβάνεται ότι πλέον «η μπασκετική μου καριέρα έχει τελειώσει οριστικά». Την επόμενη χρονιά εισήχθη για δεύτερη φορά ως μέλος της ομάδας μπάσκετ των Ολυμπιακών Αγώνων του 1992. Τον Σεπτέμβριο του 2015 έγινε μέλος και του Hall of Fame της FIBA.

Στις 22 Νοεμβρίου 2016 βραβεύτηκε από τον Πρόεδρο τω μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών Μπαράκ Ομπάμα με το Προεδρικό Μετάλλιο Ελευθερίας, ανώτατη τιμητική διάκριση του κράτους που έχει δοθεί συνολικά σε 21 Αμερικανούς πολίτες πρωτοπόρους στον τομέα δραστηριότητάς τους. Ο Αμερικανός πρόεδρος τόνισε ότι οι άνθρωποι εξακολουθούν να χρησιμοποιούν το όνομα του Τζόρνταν ως συνώνυμο του καλύτερου. Το 2021 συμπεριλήφθηκε στην επετειακή επιλογή των 75 χρόνων του ΝΒΑ. Στις 13 Δεκεμβρίου 2022 το NBA αποφάσισε τη μετονομασία του βραβείου του πολυτιμότερου παίκτη της κανονικής περιόδου (θεωρούμενο ως το σημαντικότερο του NBA) σε «Βραβείο Μάικλ Τζόρνταν» (Michael Jordan Trophy).

Δραστηριότητες εκτός αθλητισμού

Η κορυφαία καριέρα του Τζόρνταν του έδωσε τη δυνατότητα να αναδειχθεί σε μία από τις πιο δημοφιλείς αθλητικές παρουσίες στην ιστορία. Υπήρξε σημαντικός εκπρόσωπος για πολλές δημοφιλείς εμπορικές εταιρείες. Η Nike δημιούργησε ένα παπούτσι υπογραφής για τον Τζόρνταν, που ονομάζεται Air Jordan, το 1984 και γνώρισε μεγάλη επιτυχία πολύ γρήγορα. Μέχρι τότε η εταιρεία απευθύνονταν κυρίως σε αθλητές στίβου και τενίστες, ενώ ορισμένες προσπάθειες που είχαν γίνει στον χώρο του μπάσκετ είχαν αποτύχει. Η δημοφιλία του Τζόρνταν μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1984 τον έθεσαν ως κύριο στόχο για την εταιρεία που επιτεύχθηκε. Ο ίδιος τα φόρεσε για πρώτη φορά στις 17 Νοεμβρίου 1984 σε αγώνα με αντίπαλο τους Φιλαδέλφεια 76ερς, ενώ άρχισαν να διατίθενται στο κοινό την 1η Απριλίου του επόμενου έτους. Με εκτίμηση πωλήσεων 100.000 ζευγαριών τον πρώτο χρόνο έφτασαν τα 450.000 σε ένα μόνο μήνα. Οι αρχικές προσδοκίες της εταιρείας ήταν για πωλήσεις τριών εκατομμυρίων δολαρίων τα τέσσερα πρώτα χρόνια, ενώ τα έσοδα της πρώτης χρονιάς έφτασαν τελικά τα 126 εκατομμύρια δολάρια, και ο αριθμός αυτός εκτοξεύτηκε στα τρία δισεκατομμύρια δολάρια τη δεκαετία του 2020, ενώ απέφερε στον ίδιο ποσό που εκτιμάται σε ένα δισεκατομμύριο δολάρια μέχρι το 2021. Το παπούτσι πρωτοπαρουσιάστηκε σε αγώνα προετοιμασίας και προκάλεσε αντιδράσεις λόγω της διαφορετικότητας (ήταν μαύρο και κόκκινο στα χρώματα της ομάδας, ενώ μέχρι τότε επιτρέπονταν μόνο λευκά και μαύρα) και υποχρέωσε όλες τις ομάδες να φορούν ομοιόμορφα παπούτσια. Στη συνέχεια δημιουργήθηκε από τη Nike η Jordan Brand το 1997 με γραμμή ένδυσης. Η μάρκα έχει επίσης χρηματοδοτήσει αθλητικά προγράμματα κολεγίων, όπως εκείνα της Βόρειας Καρολίνας και της Καλιφόρνια. Το περιοδικό Forbes ανέφερε πως το συμβόλαιο αυτό αποδείχθηκε το μεγαλύτερο σε ολόκληρη την ιστορία του αθλητισμού. Το 2004 δημιουργήθηκε η Michael Jordan Motorsports, μια επαγγελματική ομάδα αγώνων δρόμου μοτοσικλετών κλειστής πορείας που αγωνίστηκε στο πρωτάθλημα Σουπερμπάικ.

Μάικλ Τζόρνταν: Τα πρώτα χρόνια, Διεθνής - Ολυμπιακή σταδιοδρομία, Χαρακτηριστικά παιχνιδιού 
Η είσοδος του Γιουνάιτεντ Σέντερ του Σικάγο, όπου υπάρχει στο κέντρο το άγαλμα του Τζόρνταν

Η επιτυχημένη καριέρα του του εξασφάλισε υψηλά εισοδήματα προερχόμενα κυρίως από την εξωαγωνιστική του δραστηριότητα παρά από τα συμβόλαια του και έτσι επί σειρά ετών είναι ο αθλητής με τα υψηλότερα εισοδήματα στον κόσμο. Τα δύο τελευταία ετήσια συμβόλαια με τους Μπουλς ήταν 30 και 33 εκατομμύρια δολάρια (το δεύτερο ποσό ισοδυναμεί με περισσότερα από 61 εκατομμύρια σε αναλογία του 2022) για κάθε έτος, σχεδόν διπλάσιο αυτού του δεύτερου υψηλότερα αμειβόμενου αθλητή της εποχής, του πρωταθλητή της F1 Μίχαελ Σουμάχερ. Μία ακαδημαϊκή μελέτη διαπίστωσε ότι η πρώτη επιστροφή στο ΝΒΑ είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της κεφαλαιοποίησης της αγοράς των εταιρειών πελατών του άνω των ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τον πολλαπλασιασμό των περιουσιακών του στοιχείων γεγονός που τον έκαναν τον πρώτο δισεκατομμυριούχο αθλητή το 2014. Την εποχή της αθλητικής ακμής του ήταν ένας από τους δύο μόνο μαύρους Αμερικανούς αθλητές που τον τελευταίο μισό αιώνα λάμβαναν περισσότερες εμπορικές συμφωνίες από τους κατά κύριο λόγο λευκούς, μεσαίας τάξης προμηθευτές του κοινού γούστου από ό,τι οι λευκοί αθλητές.

Ο Τζόρνταν έπαιξε τον εαυτό του στην κωμική ταινία του 1996, Space Jam. Η ταινία έγινε η πιο επιτυχημένη εισπρακτικά στον χώρο του μπάσκετ, αν και οι κριτικές ήταν μικτές. Το 2000 αποτέλεσε αντικείμενο ντοκιμαντέρ IMAX σχετικά με την καριέρα του με τους Σικάγο Μπουλς, ειδικά την εποχή του πρωταθλήματος του 1998, με τίτλο Michael Jordan to the Max. Δύο δεκαετίες αργότερα, η ίδια περίοδος της ζωής του καλύφθηκε με πολύ μεγαλύτερη και πιο προσωπική λεπτομέρεια από το The Last Dance, ένα τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ που έκανε το ντεμπούτο του στο ESPN τον Απρίλιο του 2020. Το ντοκιμαντέρ βασίστηκε σε περίπου 500 ώρες ταινίας για τις δραστηριότητες εκτός αγώνων του ίδιου και των συμπαικτών του, τις οποίες είχε καταγράψει ένα πλήρωμα του NBA Entertainment κατά τη διάρκεια της σεζόν 1997–98 για χρήση σε ντοκιμαντέρ. Το ντοκιμαντέρ είχε την υψηλότερη θεαματικότητα όλων των εποχών από όλα τα ντοκιμαντέρ του ESPN.

Ο Τζόρνταν έχει γράψει βιβλία που εστιάζουν στη ζωή του και την καριέρα του στο μπάσκετ. Τον Ιανουάριο του 1998 κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία του με τον τίτλο For the Love of the Game.

Έχει αναπτύξει επίσης φιλανθρωπικές δραστηριότητες. Από το 2001 έως το 2014, διοργάνωσε ετήσιο τουρνουά γκολφ, το Michael Jordan Celebrity Invitational, που συγκέντρωσε χρήματα για διάφορες φιλανθρωπικές οργανώσεις. Το Ίδρυμα Make-A-Wish στο οποίο έκανε την πρώτη δωρεά του το 1989, τον ονόμασε κύριο πρεσβευτή ευχών το 2008. Από το 2019 έχει συγκεντρώσει περισσότερα από πέντε εκατομμύρια δολάρια για το Ίδρυμα. Χρηματοδότησε επίσης δύο κλινικές για το Novent Health Michael Jordan στο Σάρλοτ της Βόρειας Καρολίνας που προορίζονται για ανασφάλιστους το 2017, η πρώτη δίνοντας επτά εκατομμύρια δολάρια, τη μεγαλύτερη δωρεά που είχε κάνει τότε, ενώ ακολούθησε και η δεύτερη το 2019. Στις 5 Ιουνίου 2020, μετά τις διαμαρτυρίες μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, σε συνέντευξή του τόνισε το «αρκετά ως εδώ» για τα φυλετικά κρούσματα στις ΗΠΑ, και ο ίδιος και το εμπορικό σήμα του ανακοίνωσαν ότι θα δωρίσουν 100 εκατομμύρια δολάρια τα επόμενα 10 χρόνια σε οργανισμούς αφιερωμένους στη «διασφάλιση της φυλετικής ισότητας, κοινωνικής δικαιοσύνης και διευκόλυνσης πρόσβασης στην εκπαίδευση». Η έλλειψη πολιτικής χροιάς τον χαρακτήριζε (ουσιαστικά) μέχρι τότε. Αρκετές φορές στο παρελθόν και για μεγάλο χρονικό διάστημα είχε επικριθεί για τη σιωπή του σε ρατσιστικού αντικειμένου γεγονότα στη χώρα του. Η μοναδική ιστορία που συνέδεσε άμεσα το Τζόρνταν με την πολιτική χρονολογείται από το 1990: ο Χάρβεϊ Γκαντ ήταν ο πρώτος μαύρος υποψήφιος γερουσιαστής των Δημοκρατικών και θα έδινε τη μάχη του στη Bόρεια Καρολίνα κόντρα στον Ρεπουμπλικάνο υποψήφιο Τζέσε Χελμς, γνωστό για τις ρατσιστικές του απόψεις. Ο Γκαντ ζήτησε την υποστήριξη του Τζόρνταν έστω και με τη μορφή δημόσιας τοποθέτησης, κάτι που ο Τζόρνταν αρνήθηκε. Η προσωπική του εξήγηση συνολικά ήταν ότι ίσως η στάση του να ήταν εγωιστική, ασχολούμενος μόνο με το άθλημά του μη θεωρώντας τον εαυτό του ακτιβιστή.

Μάικλ Τζόρνταν: Τα πρώτα χρόνια, Διεθνής - Ολυμπιακή σταδιοδρομία, Χαρακτηριστικά παιχνιδιού 
Ο Μάικλ Τζόρνταν (αριστερά) με τον Μπαράκ Ομπάμα το 2016 κατά την τελετή απονομής του Προεδρικού Μεταλλίου Ελευθερίας

Δυσπρόσιτος προς το κοινό λόγω χαρακτήρα, η ιδιωτική του ζωή παραμένει μακριά από τη δημοσιότητα, προστατεύοντας έτσι τη δημόσια εικόνα του. Στην προσωπική του ζωή παντρεύτηκε τη Χουανίτα Βανόι το 1989 με την οποία απέκτησε τρία παιδιά: τον Τζέφρι, τον Μάρκους και την Τζασμίν. Μετά από 17 χρόνια γάμου, χώρισαν τον Δεκέμβριο του 2006, με το διαζύγιο να φτάνει σε αποζημίωση ρεκόρ για την τέως σύζυγό του. Στις 27 Απριλίου 2013, παντρεύτηκε την Κουβανή - Αμερικανίδα μοντέλο Ιβέτ Πριέτο στο Παλμ Μπιτς της Φλόριντα. Το ζευγάρι απέκτησε τις δίδυμες κόρες Βικτόρια και Ιζαμπέλ, τον Φεβρουάριο του 2014. Το βιβλίο Michael Jordan: The Life («Μάικλ Τζόρνταν: Η Ζωή»), είναι η πληρέστερη βιογραφία του Αμερικανού καλαθοσφαιριστή και είναι γραμμένη από τον συγγραφέα Ρόλαντ Λέιζενμπι.

Η κληρονομιά του

Το καλοκαίρι του 1984, ακόμη και πριν παίξει το πρώτο του παιχνίδι στο ΝΒΑ, ο Μάικλ Τζόρνταν έδειξε στους σκεπτικιστές του (με πρώτο τον γενικό διευθυντή των Μπουλς Ροντ Θορν) ότι μπορεί να έκαναν ένα σοβαρό λάθος υποτιμώντας τον στο ντραφτ με την τρίτη θέση. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Λος Άντζελες ήταν η πρώτη ευκαιρία για τον Τζόρνταν να λάμψει απελευθερώνοντας την πίεση από τον προπονητή του. «Υπάρχει μόνο ένα άτομο στον κόσμο που μπορεί να επιβραδύνει τον Μάικλ Τζόρνταν: ο Ντιν Σμιθ», ειπώθηκε εκείνη την εποχή. Όταν εισήλθε για πρώτη χρονιά στο επαγγελματικό πρωτάθλημα, αυτό διέρχονταν κρίση: οι κορυφαίοι παίκτες του παρελθόντος (Ουίλτ Τσάμπερλεϊν και Μπιλ Ράσελ είχαν αποσυρθεί), όπως και άλλοι μεγάλοι (Τζέρι Ουέστ, Όσκαρ Ρόμπερτσον) και ο Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ, που πρωταγωνίστησε τη δεκαετία του 1970, δεν είχε συνδέσει το όνομά του με την άνοδο του αθλήματος. Η είσοδος στο πρωτάθλημα των Μάτζικ Τζόνσον και Λάρι Μπερντ έδωσε πνοή, ειδικά αγωνιζόμενοι σε ομάδες που έφτασαν σε υψηλά επίπεδα ποιότητας με τον τρόπο παιχνιδιού τους. Το παιχνίδι άρχισε να βγαίνει από τη ρακέτα και η κυριαρχία των σέντερ υποχώρησε. Η διαρκής αναζήτησή τους έβαλε τον Τζόρνταν στην τρίτη θέση του ντραφτ το 1984, όμως η πρώτη του χρονιά απέδειξε ότι το παιχνίδι πλέον θα παιζόνταν μακριά από τη γραμμή των ψηλών. Επιπλέον, από τη σεζόν 1987–88 το NBA έθεσε σε εφαρμογή ένα νέο κανόνα παράτυπης επίθεσης προκειμένου να περιορίσει την έναν εναντίον ενός αγωνιστική κυριαρχία του Τζόρνταν, κάτι που όμως δεν κατάφερε να αναχαιτίσει την επιθετική του δραστηριότητα. Σε αυτά τα χρόνια, ο θεαματικός τρόπος παιχνιδιού του ήταν τέτοιος που γρήγορα αναγνωρίστηκε ως ασύγκριτος ακόμα και από τους αντιπάλους του, γεγονός που αύξησε τη δημοτικότητα του αθλήματος στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας. Και σε αυτό το χρονικό διάστημα οι αξιομνημόνευτες στιγμές του ήταν αρκετές, ανεξάρτητα της έλλειψης συλλογικών τίτλων. Σύντομα θα ανάγκαζε τον κόσμο να ταξιδεύει μεγάλες αποστάσεις για να τον δει, έκανε πράγματα που ούτε καν δεν είχαν φανταστεί ότι γίνονται και αγωνιζόμενος με μια ανυπόληπτη ομάδα του πρωταθλήματος.

Στην πορεία ο Τζόρνταν εκτός από τις ακροβατικές κινήσεις και το μαζικό σκοράρισμα, έγινε ένας πραγματικός πρωταθλητής. Η καριέρα του τη δεκαετία του 1990 υπήρξε απαράμιλλη: η κατάκτηση του πρώτου τίτλου το 1991 το έδωσε τον χαρακτηρισμό ως του καλύτερου παίκτη μπάσκετ όλων των εποχών, κάτι που μέχρι τότε δεν αποτελούσε σημείο συμφωνίας. Μέχρι τη συλλογική καθιέρωση δεχόταν κριτική ότι παρ' όλο το ατομικό του μεγαλείο, δεν ήταν νικητής, ότι οι απρόσεκτες αμυντικές του κινήσεις άφησαν την υπόλοιπη ομάδα ευάλωτη και ότι όταν δέχονταν διπλό και τριπλό μαρκάρισμα, δεν μπορούσε να βρει αξιόπιστα τους συμπαίκτες του. Η ανταγωνιστικότητά του τον βοήθησε, καθώς την εποχή εκείνη το πρωτάθλημα γνώρισε την κατά πολλούς πιο ένδοξη περίοδό του με τις μονομαχίες παικτών και ομάδων εντονότερες σε σύγκριση με τον 21ο αιώνα. Έθεσε νέα όρια που αποδείχθηκε ότι είναι αξεπέραστα: έξι τίτλοι σε έξι εμφανίσεις σε τελικούς NBA, με ρεκόρ μέσου όρου πόντων που διατηρούνται επί ένα τέταρτο του αιώνα, το απόλυτο ατομικό επίτευγμα με μια ομάδα που έπαιζε με σέντερ που δεν δικαιούνταν θέση σε All-Star Game. Θεωρείται ως ο δεινότερος σκόρερ όλων των εποχών με μέσο όρο καριέρας 30,12 πόντων και 10 τίτλους πρώτου σκόρερ της κανονικής περιόδου, βασιζόμενος κυρίως σε επιτυχημένες επιλογές προσπαθειών εντός αγωνιστικού χώρου με βάση το ταλέντο του και ήταν και υπεραποτελεσματικός σουτέρ. Τα επιτεύγματά του έπαιξαν τον σημαντικότερο ρόλο στην κατακόρυφη άνοδο της δημοτικότητας του αθλήματος - με αρχή τις Ηνωμένες Πολιτείες - με τη βοήθεια και της τηλεόρασης που μέχρι τότε δεν μετέδιδε αγώνες σε εθνικό επίπεδο. Γνώστης των μέσων ενημέρωσης, κατάφερε να ελέγξει τη δημόσια εικόνα του καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο αθλητή, βοηθώντας στην παγκοσμιοποίηση του NBA με τις δυναμικές του ικανότητες στα γήπεδα και την προσωπική αίσθηση του στυλ που κυκλοφόρησε στις μάζες. Οι τελικοί του 1996 έθεσαν αξεπέραστο ρεκόρ: Η παγκόσμια τηλεοπτική κάλυψη του πρώτου αγώνα μεταξύ Μπουλς και Σούπερσονικς (5 Ιουνίου) έφτασε σε 169 χώρες, σε έξι ηπείρους και σε 40 διαφορετικές γλώσσες. Η προσωπική του αναγνώριση ξεπέρασε κάθε προηγούμενου μεγάλου του αθλήματος και έφτασε πέρα από τα όρια του αθλητισμού, όντας ο ίδιος ο πιο φημισμένος αθλητής της εποχής του (και από τους κορυφαίους όλων των εποχών) και από τους πιο διάσημους άνθρωπους στον κόσμο με τη δημοτικότητα του μπάσκετ να γνωρίζει παγκόσμια άνοδο. Η Ντριμ Τιμ των Ολυμπιακών Αγώνων του 1992 συνέβαλε αξιοσημείωτα σε αυτό. Δεν είναι τυχαίο ότι είναι ο αθλητής με τα περισσότερα εξώφυλλα στο εμβληματικό περίοδο Sports Illustrated.

Μάικλ Τζόρνταν: Τα πρώτα χρόνια, Διεθνής - Ολυμπιακή σταδιοδρομία, Χαρακτηριστικά παιχνιδιού 
Πλάκα με τίτλους και διακρίσεις μπροστά από το γήπεδο των Μπουλς

Είδωλο για πολλούς μετέπειτα σπουδαίους παίκτες του 21ου αιώνα (Κόμπε Μπράιαντ,ΛεΜπρόν Τζέιμς) εύκολα βρήκε μιμητές στο αγωνιστικό του στυλ με το fadeaway shot να μην μπορεί να βελτιωθεί από κανέναν. Μπόρεσε να αιχμαλωτίσει τη φαντασία ολόκληρου του κόσμου του μπάσκετ υλοποιώντας κινήσεις που φαίνονταν αδύνατες και από εκεί και πέρα, όλοι ήθελαν να είναι «σαν τον Μάικ». Ενδεικτικό της επιρροής του στην αλλαγή του προσανατολισμού του παιχνιδιού είναι ότι μετά την οριστική αποχώρησή του από την ενεργό δράση, ο πρώτος σέντερ που κατέκτησε τον τίτλο του πολυτιμότερου παίκτη της κανονικής περιόδου ήρθε μετά από 18 χρόνια, ενώ ο ίδιος ήταν ο πρώτος σούτινγκ γκαρντ που κατέκτησε τον τίτλο, με άλλους τρεις μετά από αυτόν. Η προσπάθεια μίμησής του δεν αποτελεί υποχρεωτικά θετικό στοιχείο στην εξέλιξη του αθλήματος: οι μετέπειτα κορυφαίοι παίκτες είναι αθλητικότεροι από αυτούς του 20ού αιώνα, όμως υποδεέστεροι συνολικά καθώς το άθλημα οδηγήθηκε από αυτό το χαρακτηριστικό των παικτών με τη συνεργατικότητα που απαιτείται σε ένα ομαδικό άθλημα να έχει υποχωρήσει. Ο ίδιος ο Τζόρνταν ήταν υπόδειγμα εργατικότητας και συνεχούς προσπάθειας βελτίωσης: ήταν πάντα ο πιο σκληρά ασκούμενος παίκτης της ομάδας στις προπονήσεις. Αν οι συμπαίκτες του δεν δούλευαν αρκετά σκληρά, ώθησε τους προπονητές να ζητούν περισσότερα από την ομάδα, ενώ ο ίδιος ήταν έντονα επικριτικός προς τους συμπαίκτες του, τουλάχιστον την περίοδο που η ομάδα ήταν στην κορυφή. Η ειδωλοποίησή του στις Ηνωμένες Πολιτείες - με σημαντική συμβολή των Μ.Μ.Ε. - σε ορισμένες περιπτώσεις έφτασε σε επίπεδα υπερβολής αγνοώντας την ανθρώπινη φύση του.

Οι απαράμιλλες επιδόσεις του Τζόρνταν στα γήπεδα ταιριάζει μόνο με την επιχειρηματική του οξυδέρκεια ασκώντας επιρροή στην κουλτούρα των Ηνωμένων Πολιτειών, ίσως το πιο σημαντικό πολιτιστικό σημείο αναφοράς που έχει παρατηρηθεί ποτέ στη χώρα, με τη σειρά των παπουτσιών του να συμβάλλει σημαντικά σε αυτό. Συνδέθηκε με την αίσθηση ταυτότητας της γενιάς του πολύ πέρα ​​από τον αθλητισμό. Ο οικονομικός παράγοντας που σχετίζεται με το άθλημα κυριολεκτικά εκτοξεύτηκε με τις αμοιβές των καλύτερων παικτών των επόμενων δεκαετιών να ανεβαίνουν εκθετικά. Αν ληφθεί υπόψη ότι από την αρχή της καριέρας του ανέπτυξε επιχειρηματική συνάφεια με την προώθηση παπουτσιών και αργότερα ως πρώτος μαύρος ιδιοκτήτης ομάδας του NBA, ο Τζόρνταν δημιούργησε ένα μοντέλο αθλητή που οι εξωαγωνιστικές δραστηριότητες μπορούν να το προσφέρουν δυσθεώρητα οικονομικά οφέλη και αυτός ο τρόπος υιοθετήθηκε στον 21ο αιώνα, αποδεικνύοντας την πρωτοπορία του. Πρωτοστάτησε σε αυτή τη δυνατότητα για τα αστέρια του αθλητισμού, ώστε να είναι όχι μόνο εμπορικά βιώσιμα περιουσιακά στοιχεία, αλλά να έχουν δική τους δύναμη επιρροής. Ο συνδυασμός της συνολικής ατομικής παρουσίας στο σύνολο των δραστηριοτήτων ενός αθλητή, πάντα απαραίτητος για το ανάλογο αποτέλεσμα, επιβεβαιώθηκε από τον ίδιο με τη απουσία ακροτήτων στον τρόπο ζωής του.

Στατιστικά καριέρας

Στατιστικά καριέρας στο NCAA

NCAA
Περίοδος Αγώνες Πόντοι μ.ο. Ριμπάουντ μ.ο. Ασίστ μ.ο. Κλεψίματα μ.ο. Κοψίματα μ.ο. % δίποντα % βολές
1981–1982 34 13,5 4,1 1,8 1,4 0,2 53,4 72,2
1982–1983 36 20,0 5,5 1,6 2,2 0,8 53,5 73,7
1983–1984 31 19,6 5,3 2,1 1,6 1,1 55,1 77,9
Σύνολα 101 17,7 5,0 1,8 1,7 0,7 54,0 74,8

Πηγή: Basketball-Reference


Στατιστικά καριέρας κανονικής περιόδου στο NBA

NBA
Περίοδος Αγώνες Πόντοι μ.ο. Ριμπάουντ μ.ο. Ασίστ μ.ο. Κλεψίματα μ.ο. Κοψίματα μ.ο. % δίποντα % τρίποντα % βολές
1984–1985 82 28,2 6,5 5,9 2,4 0,8 52,6 17,3 84,5
1985–1986 18 22,7 3,6 2,9 2,1 1,2 47,4 16,7 84,0
1986–1987 82 37,1 5,2 5,6 2,9 1,5 49,1 18,2 85,7
1987–1988 82 35,0 5,5 5,9 3,2 1,6 54,6 13,2 84,1
1988–1989 81 32,5 8,0 8,0 2,9 0,8 55,3 27,6 85,0
1989–1990 82 33,6 6,9 6,3 2,8 0,7 54,8 37,6 84,8
1990–1991 82 31,5 6,0 5,5 2,7 1,0 53,3 31,2 85,1
1991–1992 80 30,1 6,4 6,1 2,3 0,9 55,1 27,0 83,2
1992–1993 78 32,6 6,7 5,5 2,8 0,8 51,4 50,0 80,0
1994–1995 17 26,9 6,9 5,3 1,8 0,8 40,3 50,0 83,4
1995–1996 82 30,4 6,6 4,3 2,2 0,5 50,6 42,7 83,3
1996–1997 82 29,6 5,9 4,3 1,7 0,5 50,7 32,7 83,4
1997–1998 82 28,7 5,8 3,5 1,7 0,5 48,2 23,8 79,0
2001–2002 60 22,9 6,1 5,2 1,4 0,4 42,6 18,9 83,5
2002–2003 82 20,0 6,2 3,8 1,5 0,5 45,0 29,1 75,0
Σύνολα 1.072 30,1 6,2 4,2 2,3 0,8 51,0 32,7 83,5

Πηγή: Basketball-Reference


Στατιστικά καριέρας πλέι οφ στο NBA

NBA
Περίοδος Αγώνες Πόντοι μ.ο. Ριμπάουντ μ.ο. Ασίστ μ.ο. Κλεψίματα μ.ο. Κοψίματα μ.ο. % δίποντα % τρίποντα % βολές
1984–1985 4 29,3 5,8 8,5 2,8 1,0 47,1 12,5 82,8
1985–1986 3 43,7 6,3 5,7 2,3 1,3 50,0 100,0 87,2
1986–1987 3 35,7 7,0 6,0 2,0 2,3 41,8 40,0 89,7
1987–1988 10 36,3 7,1 4,7 2,4 1,1 53,3 33,3 86,9
1988–1989 17 34,8 7,0 7,6 2,5 0,8 53,2 28,6 79,9
1989–1990 16 36,7 7,2 6,8 2,8 0,9 54,0 32,0 83,6
1990–1991 17 31,1 6,4 8,4 2,4 1,4 53,4 38,5 84,5
1991–1992 22 34,5 6,2 5,8 2,0 0,7 50,8 38,6 85,7
1992–1993 19 35,1 6,5 6,0 2,1 0,7 48,9 38,9 80,5
1994–1995 10 31,5 6,2 4,5 2,3 0,9 50,0 36,7 81,0
1995–1996 18 30,7 4,9 4,1 1,8 1,4 47,0 40,3 81,8
1996–1997 19 31,1 7,9 4,8 1,6 0,3 46,9 19,4 83,1
1997–1998 21 32,4 5,1 3,5 1,5 0,9 47,4 30,2 81,2
Σύνολα 179 33,4 6,4 5,7 1,5 0,6 50,3 33,2 82,8

Πηγή: Basketball-Reference


Αριθμητικά σύνολα

Σύνολα καριέρας
Αγώνες Πόντοι Ριμπάουντ Ασίστ Κλεψίματα Κοψίματα
NCAA 101 1.788 509 181 169 71
NBA κανονική περίοδος 1.092 32.292 6.672 5.633 2.514 893
NBA πλέι-οφ 179 5.987 1.152 1.022 376 158
NBA All-Star Game 13 262 61 54 37 6
Εθνική ΗΠΑ 31 491

Πηγή: Basketball-Reference

Τίτλοι

Κολέγιο

  • Πρωταθλητής Κολεγιακού Πρωταθλήματος NCAA : 1982

Συλλογικοί

Σικάγο Μπουλς

Εθνική ομάδα ΗΠΑ

  • Δύο φορές Ολυμπιονίκης χρυσού μεταλλίου : 1984, 1992
  • Νικητής χρυσού μεταλλίου της FIBA Αμερικής : 1992
  • Νικητής χρυσού μεταλλίου των Παναμερικανικών Αγώνων : 1983

Πηγή: FIBA HALL OF FAME FOR THOSE WHO MADE THE GAME : Michael JORDAN (USA)

Ατομικές διακρίσεις

  • 5 φορές MVP του ΝΒΑ : 1988, 1991, 1992, 1996, 1998
  • 6 φορές MVP τελικών ΝΒΑ : 1991, 1992, 1993, 1996, 1997, 1998
  • 11 φορές Καλύτερη ομάδα στο NBA :
    • 10 φορές Πρώτη Ομάδα: 1987, 1988, 1989, 1990, 1991, 1992, 1993, 1996, 1997, 1998
    • Μία φορά Δεύτερη Ομάδα : 1985
  • 14 φορές NBA All-Star Game: 1985, 1986, 1987, 1988, 1989, 1990, 1991, 1992, 1993, 1996, 1997, 1998, 2002, 2003
  • 3 φορές MVP NBA All-Star Game : 1988, 1996, 1998
  • 2 φορές νικητής στο διαγωνισμό καρφωμάτων στο NBA All-Star Game : 1987, 1988
  • 9 φορές Καλύτερη αμυντική ομάδα στο NBA :
    • Πρώτη Ομάδα: 1988, 1989, 1990, 1991, 1992, 1993, 1996, 1997, 1998
  • 10 φορές Πρώτος σκόρερ ΝΒΑ : 1987, 1988, 1989, 1990, 1991, 1992, 1993, 1996, 1997, 1998
  • Μία φορά Καλύτερος αμυντικός ΝΒΑ : 1988
  • 3 φορές Πρώτος στα κλεψίματα στο ΝΒΑ : 1988, 1990, 1993
  • Καλύτερος νέος παίκτης (ρούκι) στο ΝΒΑ : 1985
  • Καλύτερη ομάδα ρούκι του NBA : 1985
  • Οι 50 καλύτεροι στα 50 χρόνια του NBA (επετειακό) : 1996
  • Οι 75 καλύτεροι στα 75 χρόνια του NBA (επετειακό) : 2021
  • Καλύτερος παίκτης κολεγιακού πρωταθλήματος : 1984
  • ACC καλύτερος νέος παίκτης : 1982
  • ACC καλύτερος παίκτης : 1984
  • 2 φορές First-Team All-American : 1983, 1984
  • 10 φορές νικητής ESPN Award (σε διάφορες κατηγορίες)
  • 3 φορές Associated Press Αθλητής της χρονιάς - 1991, 1992, 1993
  • Sports Illustrated : Αθλητής της χρονιάς - 1991
  • Κατατάχθηκε Νο.2 από το Sports Illustrated «Αθλητές του 20ού αιώνα».
  • Κατατάχθηκε No.1 από το ESPN SportsCentury «Αθλητές του 20ού αιώνα».

Πηγές: FIBA HALL OF FAME FOR THOSE WHO MADE THE GAME : Michael JORDAN (USA), Michael Jordan Career Achievements

Τιμές

  • Το νούμερο 23 αποσύρθηκε από τους Σικάγο Μπουλς
  • Το νούμερο 23 αποσύρθηκε από τους Μαϊάμι Χιτ
  • Δύο φορές εισαγωγή στο Naismith Memorial Basketball Hall of Fame
    • τάξη 2009 - ατομικό
    • τάξη του 2010 - ως μέλος της «Dream Team» Ηνωμένες Πολιτείες
  • Ολυμπιακό Hall of Fame - κλάση 2009 (ως μέλος της «Dream Team»)
  • Δύο φορές στο Hall of Fame της FIBA
    • τάξη 2015 - ατομικό
    • τάξη του 2017 - ως μέλος της «Dream Team»
  • Αθλητικό Hall of Fame της Βόρειας Καρολίνας
  • Marca Leyenda 1997
  • Άγαλμά του βρίσκεται μπροστά στο Γιουνάιτεντ Σέντερ του Σικάγου
  • Το 2016 τιμήθηκε με το Προεδρικό Μετάλλιο Ελευθερίας, από τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα.

Βιβλία του Τζόρνταν

Πηγή : Michael Jordan

Παραπομπές

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Βραβεία
Προκάτοχος
Καρλ Λιούις
Πρωταθλητής των Πρωταθλητών της L'Équipe
1992
Διάδοχος
Νουρεντίν Μορσελί

Tags:

Μάικλ Τζόρνταν Τα πρώτα χρόνιαΜάικλ Τζόρνταν Διεθνής - Ολυμπιακή σταδιοδρομίαΜάικλ Τζόρνταν Χαρακτηριστικά παιχνιδιούΜάικλ Τζόρνταν Μετά την αποχώρηση από την ενεργό δράσηΜάικλ Τζόρνταν Δραστηριότητες εκτός αθλητισμούΜάικλ Τζόρνταν Η κληρονομιά τουΜάικλ Τζόρνταν Στατιστικά καριέραςΜάικλ Τζόρνταν ΤίτλοιΜάικλ Τζόρνταν Ατομικές διακρίσειςΜάικλ Τζόρνταν ΤιμέςΜάικλ Τζόρνταν Βιβλία του ΤζόρντανΜάικλ Τζόρνταν ΠαραπομπέςΜάικλ Τζόρνταν Εξωτερικοί σύνδεσμοιΜάικλ Τζόρνταν1999ΑγγλικάΑμερικανοίΔιεθνής Ολυμπιακή ΕπιτροπήΔιεθνής Ομοσπονδία ΚαλαθοσφαίρισηςΚαλαθοσφαιριστήςΜπρούκλινΝέα ΥόρκηΣούτινγκ γκαρντ

🔥 Trending searches on Wiki Ελληνικά:

Γιάννα Αγγελοπούλου-ΔασκαλάκηΑνθρώπινη εξέλιξηΠηνελόπη ΔέλταΉβη ΑδάμουΑλεξανδρούποληΟλλανδίαΘεοδώρα ΤζάκρηΠαλαιά ΔιαθήκηΧρήστος ΣπανόςΈλλη ΣτάηΒόρεια ΚορέαΕλληνική μυθολογίαΘάλεια ΠαπάζογλουΈιμι ΓουάινχαουζΚαστοριάΈλληνεςAlpha BankΚολοσσαίοΛίβανοςΜύκονοςΤυφέκιο HK G3Μάικλ Τζ. ΦοξΛιοντάριΟλυμπιακοί ΑγώνεςΛόρδος ΒύρωνΚατάλογος χωρώνΚατάλογος πρωταθλητών ποδοσφαίρου ΕλλάδαςTikTokΔημήτρης ΓιαννακόπουλοςΑγία Ειρήνη (μεγαλομάρτυς)Επτά θαύματα του αρχαίου κόσμουΘύρα 7Μικρασιατική ΚαταστροφήΕζεκιέλ ΠόνσεΑκάθιστος ύμνοςΘερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες 2024Λωρίδα της ΓάζαςΧουάντσο ΕρνανγκόμεθΖέτα ΜακρυπούλιαΓρηγόριος ΞενόπουλοςΆλκηστις ΠρωτοψάλτηΚορτιζόνηYung LightΣχιζοφρένειαAirbnbΚιλιάν ΕμπαπέΠολιτείες των ΗΠΑΘάνατοι τον Απρίλιο του 2024Αριστοτέλης ΩνάσηςΖέλσον ΜαρτίνςΣταμάτης ΚόκοταςΠοντικόςΑνθρωποκτονία του Ζακ ΚωστόπουλουΔωδεκάνησαΒαλκάνιαΜόνα ΛίζαΒουδαπέστηΠρόθεσηΙσλάμΙησούς ΧριστόςΕλεονώρα ΜελέτηΦίλιππος Β΄ της ΜακεδονίαςΙωάννιναΟυρουγουάηΜεγάλη ΤρίτηΓεώργιος ΚαραϊσκάκηςΕλληνικός εμφύλιος πόλεμος (1946–1949)ΚαραγκιόζηςΣύφιληFacebookΥπόθετοΓενιά ΖΆνθρωποςΟλυμπιακός Σ.Φ.Π. (καλαθοσφαίριση ανδρών)Άγιο Όρος🡆 More