Λεχτικόν

Λεχτικόν εν σύνολον λεξίων μίας λαλίας.

Το λεχτικόν 'κ εν αναλλοίωτον, αλλά εξελίζκεται χρόνον με τον χρόνον.

Tags:

🔥 Trending searches on Wiki Ποντιακά:

ΛισαβώναΒαλκανικόν ΧερσόνησοςΛεχτικόνΚαρςΤουρκίαΠάτερ ΗμώνΠιςίαΙαπωνία27 ΤρυγομηνάΓλυπτικήνΑπόστολος ΠαύλοςΙσπανίαΚροατίαΛονδίνοΝείλοςΆλυςΡήμανΑλβανίαΚατερίνα Σακελλαροπούλου8 ΤρυγομηνάΑσίανΣεβαστούπολη23 ΚαλανταρίΣ' άλλα γλώσσαςΦίλων ΚτενίδηςΙβηρικόν ΧερσόνησοςΟυγγαρίαΑπρίλτς21 ΣταυρίΑρκτικήνΣτρασβούργοΧορτοθέρτςΟσάκα25 Καλανταρί18 ΧριστουγενναρίΑμερικήνΚαζακστάνΑυστραλίαΧάρκοβοΦέγγος2 ΣταυρίΣκανδιναβικόν ΧερσόνησοςΜπεζιέΗλίας ΤουφεξήςΣύνδεσμονΠίνδαρος3 ΑπρίλτΆλας11 ΚαλανταρίΠοντιακάΡωσία24 ΤρυγομηνάΕγκυκλοπαίδεια🡆 More