Ο Βασιλαετός είναι αρπακτικό ημερόβιο πτηνό, ένας από τους αετούς που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο.
Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Aquila heliaca και δεν περιλαμβάνει υποείδη.
Βασιλαετός | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ενήλικος βασιλαετός | ||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Aquila heliaca (Αετός ο ηλιακός) Savigny, 1809 |
Η λατινική λέξη heliacus-a σημαίνει «ηλιακός», «αυτός που σχετίζεται ανήκει στον ήλιο», αλλά είναι άγνωστος ο λόγος ονοματοδοσίας του. [εκκρεμεί παραπομπή]
Η αγγλική του ονομασία είναι Imperial Eagle ή Eastern Imperial Eagle «αυτοκρατορικός αετός» και, σχετίζεται πιθανότατα, με την παλαιά αυτοκρατορία της Αυστροουγγαρίας, η οποία τον είχε χρησιμοποιήσει ως έμβλημα κατά την περίοδο της ακμής της.
Το είδος περιγράφηκε από τον Ιταλό φυσιοδίφη Τ. Τζενέ (Carlo Giuseppe Géné, 1800 – 1847) υπό τη σημερινή του ονομασία (Σαρδηνία, 1839). Παλαιότερα, περιελάμβανε δύο υποείδη: το A. h. heliaca, της Α/ΝΑ Ευρώπης και το A. h. adalberti, της Ιβηρικής. Μερικοί ορνιθολόγοι, μάλιστα, θεωρούσαν τα δύο αυτά taxa, όχι ως υποείδη αλλά απλές «μορφές», την ανατολική και τη δυτική, αντίστοιχα. Μετά από μελέτες, που περιελάμβαναν μορφολογικά , οικολογικά και χρωμοσωμικά δεδομένα, κρίθηκε απαραίτητο να διαχωριστούν μεταξύ τους και να αποτελέσουν ξεχωριστά είδη: Aquila heliaca (Ανατολικός βασιλαετός ή απλά βασιλαετός) και Aquila adalberti (Ισπανικός βασιλαετός). Φυλογενετικά, πλησιέστερος «συγγενής» του θεωρείται το είδος Αquila rapax.
Ο βασιλαετός είναι μεταναστευτικό είδος που απαντά αποκλειστικά στον Παλαιό Κόσμο και, συγκεκριμένα, στην ανατολική Παλαιαρκτική. Η ζώνη αναπαραγωγής του (μόνιμη ή καλοκαιρινή), έχει τα δυτικά της όρια σε μία γραμμή που ξεκινάει περίπου από την Αυστρία, τη Σλοβακία και την Ουγγαρία και, εκτείνεται ανατολικότερα προς την Ουκρανία, την ευρύτερη περιοχή των Καρπαθίων, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία, μέρος της ΒΑ Ελλάδας, τον Εύξεινο Πόντο, τη Μικρά Ασία, τις χώρες του Καυκάσου και τις δυτικές και νότιες ακτές της Κασπίας, το Καζακστάν, τη Ν. Ρωσία, για να φθάσει μέχρι τη λίμνη Βαϊκάλη, στα βάθη της Σιβηρίας, όπου είναι τα ανατολικά της όρια. Σε όλη αυτή την εκτεταμένη ζώνη -εκτός από τα εδάφη στη Ρωσία-, οι περιοχές όπου ανευρίσκεται ο βασιλαετός είναι πολύ διακεκομμένες και, στην ουσία, απαντά σε μικρούς θύλακες.
Οι περιοχές διαχείμασης βρίσκονται στην Αφρική, κυρίως στην Αιθιοπία, το Σουδάν, την Ουγκάντα, και την Κένυα, αλλά και στην Ασία, κυρίως στη Μέση Ανατολή, το Ιράκ, το Ιράν, την Ινδία, το Πακιστάν, την Ινδοκίνα και την Κίνα, μέχρι τη Σινική Θάλασσα, περιστασιακά μέχρι τη Β. Ιαπωνία, την Κορέα και την Ταϊβάν.
Σύμφωνα με την IUCN, ο βασιλαετός φωλιάζει αποδεδειγμένα στις εξής χώρες: Αυστρία, Αζερμπαϊτζάν, Βουλγαρία, Κίνα, Δημοκρατία της Τσεχίας, Βόρεια Μακεδονία, Γεωργία, Ελλάδα, Ουγγαρία, Καζακστάν, Ρωσία, Σερβία, Σλοβακία, Τουρκία και Ουκρανία.
Μη αποδεδειγμένο, αλλά πιθανό, φώλιασμα αναφέρεται από τις εξής χώρες: Αφγανιστάν, Αλβανία, Αρμενία, Βοσνία και Ερζεγοβίνη, Κροατία, Ιράν, Κιργιστάν, Μολδαβία, Μογγολία, Πακιστάν, Ρουμανία, Τατζικιστάν, Τουρκμενιστάν και Ουζμπεκιστάν.
Ο βασιλαετός θεωρείται πλήρως μεταναστευτικό είδος, με κάποιες περιοχές όπου παραμένει όλο το έτος ως επιδημητικό, κυρίως στην Τουρκία και σε θυλάκους στο Ιράν και το Τουρκμενιστάν. Η μετανάστευση εξαρτάται από το γεωγραφικό μήκος, οι δε μεταναστευτικές οδοί έχουν διερευνηθεί διεξοδικά μόλις τα τελευταία 15 χρόνια, με τη χρήση τηλεμετρικών μεθόδων.
Κατά τη μετανάστευση και τον χειμώνα, τόσο ενήλικες όσο και νεαρά άτομα έχουν καταγραφεί από τη Μέση Ανατολή, την Α. Αφρική νότια προς Τανζανία, την Αραβική χερσόνησο, την ινδική υποήπειρο και τη Ν. και Α. Ασία (από Ταϊλάνδη μέχρι Κορέα και Β. Ιαπωνία). Αποδημούν προς το νότο μεταξύ Σεπτεμβρίου και Νοεμβρίου και επιστρέφουν μεταξύ Φεβρουαρίου και Μαΐου. Διαχειμάζοντα πουλιά έχουν αναφερθεί επίσης από το Χονγκ Κονγκ (Κίνα). Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από τη Δανία και τη Σουηδία, τη Γαλλία και τη Γερμανία, το Μαρόκο, το Καμερούν και τη Μαλαισία.
Στην Ελλάδα έρχονται πλέον μόνο μεταναστευτικοί πληθυσμοί, κυρίως νεαρών ατόμων, ενώ δεν υπάρχουν πια ενδείξεις φωλιάσματος. Μερικά άτομα ξεχειμωνιάζουν, σε αρκετούς μεγάλους υγροτόπους όπως το Δέλτα του Καλαμά, τη Λίμνη Κερκίνη, τη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου, τα Δέλτα του Έβρου και του Αξιού αλλά και την Κρήτη. Κατά τη μετανάστευση παρατηρείται, πάντα σε μικρούς αριθμούς, ακόμη και στην Πελοπόννησο αλλά και σε μερικά νησιά (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα).
Ο βασιλαετός είναι είδος μικρών υψομέτρων που, ωστόσο, έχει «ωθηθεί» στην Ευρώπη σε μεγαλύτερα υψόμετρα, λόγω διώξεων και απώλειας ενδιαιτημάτων. Γενικά πάντως, αντίθετα με πολλούς άλλους αετούς, δεν συνηθίζει να συχνάζει σε ορεινά περιβάλλοντα, ενώ οι υγρότοποι προτιμώνται για διαχείμαση.
Στην Κ. και Α. Ευρώπη, αναπαράγεται στα δάση έως τα 1.000 μ., σε στέπες και αγροτικές περιοχές με μεγάλα δέντρα, αλλά και -σήμερα- σε πυλώνες ηλεκτρικού ρεύματος. Στην περιοχή του Καυκάσου, απαντά στη στέπα, σε πεδινά και παραποτάμια δάση και ημιερημικές περιοχές. Οι πληθυσμοί της Ανατολής αναπαράγονται στη στέπα και σε αγροτικά ενδιαιτήματα. Στο Νεπάλ απαντά μέχρι τα 3.900 μ.
Στην Ελλάδα, ο βασιλαετός, είναι αρπακτικό των ανοικτών περιοχών χαμηλού υψομέτρου, με μεμονωμένα δένδρα ή συστάδες δένδρων, λιβάδια, ξέφωτα, συχνά στις παρυφές υγροτόπων. . Θεωρείται το μοναδικό είδος του γένους Aquila που ζει σε πεδινές/ημιπεδινές εκτάσεις.
Ο βασιλαετός είναι από τα μεγαλύτερα μέλη του γένους Aquila και, κατ’ουσίαν, μόνον ο χρυσαετός είναι λίγο μεγαλύτερος σε μέγεθος και με μεγαλύτερη ουρά. Όμως ο βασιλαετός έχει το μεγαλύτερο λαιμό από τους μεγάλους αετούς.
Τα ενήλικα άτομα έχουν χρώμα πολύ σκούρο καφέ, σχεδόν μαύρο. Από την κορυφή του κεφαλιού, όμως, ξεκινάει απότομα ένα χαρακτηριστικό αχνό μπεζ-χρυσαφί «κάλυμμα» που φθάνει μέχρι τον τράχηλο, όχι τόσο έντονο όσο στον χρυσαετό. Οι ώμοι (scapulars) και ο μανδύας (mantle) καλύπτονται, επίσης, από ανοιχτόχρωμη, υπόλευκη περιοχή σχήματος V, χαρακτηριστικό διαγνωστικό στοιχείο του πτηνού. Το σύνολο του σώματος, το μέτωπο και τα καλυπτήρια φτερά είναι επίσης πολύ σκούρα καφέ, σχεδόν μαύρα και, έρχονται σε μικρή αντίθεση με πρωτεύοντα ερετικά φτερά που είναι σκούρα γκρι-καφέ.
Η ουρά είναι ασημογκρίζα καφετιά με μικρές παράλληλες, λεπτές μαυριδερές λωρίδες. Η ίριδα είναι ανοιχτή γκρίζα, το ράμφος είναι γκρίζο με μαύρο άγκιστρο, ενώ το κήρωμα έχει κίτρινη απόχρωση. Οι πυκνά πτερωμένοι ταρσοί και τα πόδια είναι κίτρινα.
Τα νεαρά άτομα διαφέρουν σημαντικά από τους ενήλικες, είναι πιο ανοικτόχρωμα, με μπεζ-ξανθωπό χρώμα της άμμου και αρκετές σκούρες κηλίδες στο στήθος και στον μανδύα. Αποκτούν το πτέρωμα των ενηλίκων στα 6-7 χρόνια.
Τα φύλα είναι σχεδόν όμοια σε μοτίβα και χρωματισμούς, αλλά τα θηλυκά είναι λίγο μεγαλύτερα και αρκετά βαρύτερα από τα αρσενικά.
(Πηγές: )
Η διατροφή του βασιλαετού περιλαμβάνει μία σχετικά μικρή γκάμα από σπονδυλόζωα του εδάφους και, κυρίως λαγόγυρους (Spermophilus spp.,), λαγούς και, χάμστερ. Επίσης επιτίθεται σε μικρά ή και πολύ μεγαλύτερα πουλιά (15%-25% της δίαιτας), όπως περιστέρια, φασιανούς, ακόμη και νεαρές γερακίνες ή γερανούς. Τέλος, στη δίαιτά του συμπεριλαμβάνονται- πιο σπάνια- βάτραχοι και μεγάλα έντομα, ενώ συχνά στρέφεται σε θνησιμαία. Στον Καύκασο, οι βασιλαετοί τρέφονται κυρίως με τρωκτικά, κορακοειδή, σαύρες και θνησιμαία.
Ο βασιλαετός περνάει αρκετή ώρα στο έδαφος και, όταν πετάει, είναι είτε μόνος είτε σε ζευγάρια. Η κίνηση και η συμπεριφορά του γενικότερα, είναι πιο «αργή» και νωχελική (sluggish) από εκείνη του χρυσαετού. , ενώ παραμένει στον αέρα λιγότερο χρόνο από αυτόν. Χρησιμοποιεί τρεις μεθόδους κυνηγιού: βάδισμα στο έδαφος, έφοδο από κρυψώνα και έφοδο από αέρα. Την πρώτη μέθοδο χρησιμοποιεί σπάνια, όταν επιτίθεται σε πολύ μικρή λεία όπως έντομα. Στη δεύτερη περίπτωση, χρησιμοποιεί χαμηλά δένδρα, φράχτες ή θημωνιές και, αποτελεί την προσφιλέστερη μέθοδο, ενώ στην τρίτη γυροπετάει (soaring) για να εποπτεύει τη λεία του και επιτίθεται με εφόρμηση -σε μεγάλα κυρίως θηράματα-.
Οι βασιλαετοί, συνήθως, εμφανίζονται μεμονωμένα ή σε ζεύγη, σχηματίζοντας μικρές ομάδες ορισμένες φορές κατά τη μετανάστευση ή σε πηγές τροφής και νερού. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μεγάλα σμήνη μέχρι 200 άτομα ελιχαν καταγραφεί κατά τη φθινοπωρινή μετανάστευση. Ενήλικα άτομα στην Κ. Ευρώπη, στη Βαλκανική χερσόνησο, την Τουρκία και τον Καύκασο, μπορεί να είναι καθιστικοί, ενώ τα νεαρά άτομα κινούνται νότια. Τα πουλιά που δεν αναπαράγονται, συχνά, σχηματίζουν γκρουπ με άλλους μεγάλους αετούς όπως είναι ο θαλασσαετός και ο στικταετός, στις περιοχές διαχείμασης και προσωρινούς σταθμούς ανάπαυλας.
Κατά την πτήση, η φιγούρα του είναι παρόμοια με εκείνη του χρυσαετού, αλλά τα πηδαλιώδη φτερά της ουράς κρατούνται σχετικά κλειστά -χωρίς να αποκλείεται να είναι ανοικτά- , ενώ οι πτέρυγες κρατούνται σε παράλληλη θέση με το έδαφος, δίνοντας το σχήμα σταυρού σε μετωπιαία όψη.
Ο βασιλαετός φθάνει στις περιοχές αναπαραγωγής, στις αρχές Μαρτίου με αρχές Απριλίου, περίπου, και η αναζήτηση ταιριού αρχίζει αμέσως. Η φωλιά κατασκευάζεται και από τα δύο φύλα, σε μεμονωμένα φυλλοβόλα δένδρα -οπότε είναι αρκετά εκτεθειμένη- αλλά, αν υπάρχει κοντά ανθρώπινη όχληση, μπορεί να βρίσκεται μέσα στο δάσος και αρκετά μακριά από την περιοχή αναζήτησης τροφής. Η βάση της φωλιάς είναι κατασκευασμένη από κλαδιά στο πάχος αντίχειρα, ενώ το εσωτερικό της είναι από λεπτά κλαδιά, γούνα και μαλλί παρμένα από τη λεία του και επιστρωμένη με γρασίδι ή φρέσκα φύλλα. Έχει διάμετρο 100 με 130 εκατοστά, περίπου, αλλά συχνά επαναχρησιμοποιείται και αποκτά πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις.
Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε περίοδο φωλιάσματος. Η γέννα, συνήθως, πραγματοποιείται στα τέλη Μαρτίου με τέλη Απριλίου, και αποτελείται από 2-3 αυγά υποελλειπτικά ή ελαφρώς υποελλειπτικά αβγά (σπάνια μόνον 1), διαστάσεων 73,3 Χ 56,5 χιλιοστών. Η εναπόθεσή τους πραγματοποιείται μέρα-παρά-μέρα ή και πιο αραιά και η επώαση αρχίζει μετά την εναπόθεση του 1ου αβγού. Η επώαση, επιτελείται και από τους δύο γονείς -με το θηλυκό στον κύριο ρόλο-, και διαρκεί 37 έως 43 ημέρες. Λόγω του διαφορετικού χρονισμού επώασης και εκκόλαψης, οι νεοσσοί διαφέρουν σε μέγεθος και, ο δεύτερος συνήθως πεθαίνει. Ο καϊνισμός υφίσταται, αλλά δεν είναι υποχρεωτικός όπως λ.χ. στον κραυγαετό, παρά μόνον όταν υπάρχει έλλειψη τροφής. Το θηλυκό αναλαμβάνει το τάισμα στην αρχή και, μετά από λίγες ημέρες παραμένει κοντά στη φωλιά, μεταφέροντας την τροφή που έχει πιάσει το αρσενικό και έχει αφήσει σε παρακείμενο δένδρο.
Το πτέρωμα αποκτάται με αργό ρυθμό, ξεκινώντας από τις 14 ημέρες και τελειώνοντας στις 55 ημέρες, περίπου. Τα μικρά μαθαίνουν να στέκονται στα πόδια τους στις 28 ημέρες και, αρχίζουν να τρέφονται μόνα τους, με τροφή που φέρνει το θηλυκό, από τις 40 ημέρες περίπου. Το πρώτο πέταγμα γίνεται στις 60 ημέρες, ενώ τα νεαρά πουλιά παραμένουν κοντά στη φωλιά για 2-3 εβδομάδες ακόμη.
Ο πληθυσμός της Ευρώπης το 2007, υπολογιζόταν στα 1051 – 1619 ζεύγη από την IUCN, η πλειοψηφία των οποίων ζούσαν στο ευρωπαϊκό τμήμα της Ρωσίας με μόνο 600 με 900 ζευγάρια. Επίσης, ένας σχετικά ικανοποιητικός πληθυσμός υπάρχει στο Καζακστάν.
Ο βασιλαετός, στον 19ο αιώνα, είχε αρχικά επωφεληθεί από την ανθρώπινη δραστηριότητα, κυρίως από το άνοιγμα του τοπίου -επειδή αρέσκεται στις ανοιχτές εκτάσεις-, και επεκτάθηκε προς τα δυτικά, στη λεκάνη των Καρπαθίων, όπου και εγκαταστάθηκε αρχικά περίπου 150 χρόνια πριν. Στον 20ό αιώνα, όμως, μειώθηκε δραματικά, τουλάχιστον στη ΝΑ. Ευρώπη, ενώ το είδος στην Ελλάδα είναι στα πρόθυρα της εξαφάνισης, με ελάχιστα καλύτερη την κατάσταση στην Ουγγαρία και στη Βουλγαρία. Σημαντική πτώση προκλήθηκε από την εκτεταμένη εφαρμογή δηλητηριασμένων δολωμάτων για την εξάλειψη λύκων και άλλων αρπακτικών, καθώς και κορακοειδών, αλλά και άμεσες ανθρώπινες διώξεις. Άλλες αιτίες της μείωσης ήταν η μεγάλης κλίμακας υλοτόμηση των δέντρων και μεμονωμένων συστάδων στο αγροτικό τοπίο, το οποίο απέτρεψε τον βασιλαετό από το φώλιασμα, καθώς και η αλλαγή στη γεωργική χρήση της γης, η οποία οδήγησε στην εξαφάνιση σημαντικών ειδών της διατροφής του, όπως είναι τα τρωκτικά.
Γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ξεκίνησαν στην Ουγγαρία και τη Σλοβακία εντατικά προγράμματα διατήρησης για το είδος. Εκτός από την πιο ολοκληρωμένη καταγραφή για όλα τα ζεύγη αναπαραγωγής, τα προγράμματα περιλαμβάνουν συμφωνίες με τους ιδιοκτήτες για να αποφευχθούν διαταραχές στη φωλιά από τη γεωργία και τη δασοκομία, φύλαξη των φωλιών για την πρόληψη οχλήσεων και την κλοπή των αυγών ή των νεαρών πτηνών και, κατασκευή τεχνητών φωλιών. Τα προγράμματα αυτά ήταν και είναι πολύ επιτυχή, ο πληθυσμός στην Ουγγαρία αυξήθηκε από 14 ζεύγη το 1985, σε 61 με 65 ζεύγη το 2002, στη Σλοβακία από δώδεκα ζεύγη το 1981σε 40 σε 45, το 2004. Κατά τη διάρκεια της ανάκαμψης, το είδος έχει επεκταθεί επίσης προς τα δυτικά, στην Τσεχία και την Αυστρία.
Στο ασιατικό τμήμα της επικράτειας του Βασιλαετού, είναι διαφορετικά τα δεδομένα σχετικά με τις τάσεις του πληθυσμού. Ο πληθυσμός στα ανατολικά όρια, στην περιοχή της λίμνης Βαϊκάλης, έχει μειωθεί από το 1982/83 έως το 1998/99 κατά περισσότερο από 40%, αλλά οι λόγοι για την πτώση παραμένουν ασαφείς.
Ο βασιλαετός ήταν παλιότερα πολύ πιο διαδεδομένος ως αναπαραγόμενο είδος στην Ελλάδα. Κατά τον προπερασμένο αιώνα, οι Reiser, Kruper, Lilford, Lindermayer, Erhard και άλλοι ερευνητές, έβλεπαν το είδος να αναπαράγεται στις πεδινές περιοχές της βόρειας και κεντρικής χώρας, συμπεριλαμβανομένων της Αττικής, της Ακαρνανίας και της Θεσσαλίας. Την ίδια εποχή, επίσης, υπήρχαν παρατηρήσεις του είδους στην Πελοπόννησο, στην Εύβοια και στα Ιόνια Νησιά, αν και φώλιασμα σ’ αυτές τις περιοχές δεν αποδείχτηκε ποτέ. Μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ο βασιλαετός διατηρούσε υγιείς πληθυσμούς φωλιάζοντας στις παρυφές των πεδιάδων της Κ. και Β. Ελλάδας, ευνοημένος από τις παραδοσιακές χρήσεις γης και ιδιαίτερα την κτηνοτροφία στις πεδινές και ημιορεινές περιοχές. Αυτή η κατάσταση επικράτησε έως και τη δεκαετία του ‘40, κατά τη διάρκεια της οποίας, μόνο γύρω από τη Θεσσαλονίκη, όπως αναφέρει ο Makatsch, υπήρχαν 25 ζευγάρια, κυρίως στην περιοχή του τριπλού Δέλτα Αξιού-Λουδία-Αλιάκμονα.
Σήμερα, τα πράγματα είναι πολύ πιο άσχημα. Μάλλον, δεν φωλιάζει σε όλη την επικράτεια αλλά, ακόμη και οι παρατηρήσεις του τον χειμώνα είναι εξαιρετικά σπάνιες. Συνεχίζει, πάντως να φωλιάζει σε μικρούς αριθμούς στα γειτονικά κράτη (Αλβανία, Βουλγαρία, Τουρκία και αυτό δίνει την ελπίδα ότι, εάν ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα, μπορεί να ξαναφωλιάσει. Ήδη, στην περιοχή της Δαδιάς ωφελείται από την ταΐστρα για τους γύπες.
Ο βασιλαετός φυσικά προστατεύεται αυστηρά από το νόμο (Απόφαση 414985/1985 ΥΠΓΕ), αλλά η πραγματικότητα αποδεικνύει το ακριβώς αντίθετο. Το γεγονός ότι συχνάζει σε πεδινές, ευκολοπρόσιτες περιοχές, τον καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτο στο κυνήγι. Δεν είναι τυχαίο ότι το (Ελληνικό Κέντρο Περίθαλψης Αγρίων Ζώων (ΕΚΠΑΖ), λαμβάνει σχεδόν κάθε χρόνο από έναν πυροβολημένο νεαρό Βασιλαετό, φτάνοντας τα 10 άτομα στα 15 χρόνια λειτουργίας του, αριθμός ιδιαίτερα μεγάλος για ένα τόσο σπάνιο πουλί.
Η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη, βάσει του Σχέδιου Δράσης (Action Plan), να προβεί σε:
Θα πρέπει επίσης να διερευνηθεί, ως μακροπρόθεσμος στόχος, η δυνατότητα αναπαραγωγής του είδους στην αιχμαλωσία, με σκοπό την επανεγκατάστασή του στη χώρα.
Ο Βασιλαετός απαντά στον ελλαδικό χώρο και με τις ονομασίες, Αυτοκρατορικός αετός, Ηλιάετος, Χελωνιάρης ή Χελωνάρης (Λακωνία) και Γεράκα (Κύπρος).
This article uses material from the Wikipedia Ελληνικά article Βασιλαετός, which is released under the Creative Commons Attribution-ShareAlike 3.0 license ("CC BY-SA 3.0"); additional terms may apply (view authors). Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά. Images, videos and audio are available under their respective licenses.
®Wikipedia is a registered trademark of the Wiki Foundation, Inc. Wiki Ελληνικά (DUHOCTRUNGQUOC.VN) is an independent company and has no affiliation with Wiki Foundation.