Οι Βλάχοι είναι λατινόφωνη πληθυσμιακή ομάδα, τα μέλη της οποίας κατοικούν κυρίως στην Ελλάδα, στην Αλβανία, στη Βόρεια Μακεδονία, στη Ρουμανία, στη Βουλγαρία και στη Σερβία.
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Μητρική γλώσσα των Βλάχων είναι η Βλάχικη, γνωστή επίσης υπό το νεολογισμό «αρωμουνική». Η αρωμουνική είναι το σύνολο των μή συστηματοποιημένων Βλάχικων διαλέκτων που ομιλούνται στα νότια Βαλκάνια και είναι λατινογενούς προέλευσης. Στον ελλαδικό χώρο και παρά τις αντίξοες συνθήκες, ένα μέρος της λατινόφωνης αυτής πληθυσμιακής ομάδας συνεχίζει μέχρι σήμερα να μιλά παράλληλα με την ελληνική και τη μητρική Βλάχικη, το μεγαλύτερο ωστόσο μέρος των ατόμων Βλάχικης καταγωγής μιλάει πλέον μόνο ελληνικά. Στη γλώσσα τους οι Βλαχόφωνοι αυτοπροσδιορίζονται ως Αρμάνοι ή Ρεμένοι ενώ στα ελληνικά και τις περισσότερες γλώσσες του κόσμου ετεροπροσδιορίζονται ως "Βλάχοι".
Armãnji, Rrãmãnji | |
---|---|
Συνολικός πληθυσμός | |
π. 250,000 (βλαχόφωνοι) | |
Περιοχές με σημαντικούς πληθυσμούς | |
Ελλάδα | 39,855 (απογραφή του 1951) εκτιμάται έως και 300,000 (2002) |
Γλώσσες | |
Βλάχικα Ελληνικά Αλβανικά Σλαβικές γλώσσες (Σλαβομακεδονικά, Βουλγαρικά και Σερβικά) | |
Θρησκεία | |
Ορθόδοξος Χριστιανισμός | |
Σχετιζόμενες εθνικές ομάδες | |
Βλαχομογλενίτες |
Η ακρίβεια του λήμματος αμφισβητείται. |
Ο βλάχικος αυτοπροσδιορισμός Αρμάνιι είναι σύνθετη λέξη από το a + Romani, δηλαδή α + ρωμάνοι, όπως ονομάζονταν οι λατινόφωνοι Ρωμαίοι στις νότιες επαρχίες του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους. Ως Ρωμάνοι είναι γνωστοί στους βυζαντινούς χρόνους οι λατινόφωνοι υπήκοοι του ρωμαϊκού κράτους κι ως Ρωμαίοι οι ελληνόφωνοι υπήκοοί του. Οι όροι Αρωμούνος/Αρωμούνοι κι Αρμάνος/Αρμάνοι είναι νεολογισμοί. Ο πρώτος προήλθε από τον γερμανικό όρο Aromunen που εισήγαγε ο Γκούσταβ Βάϊγκαντ στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και καθιερώθηκε στην ελληνική του μορφή από τον Αχιλλέα Λαζάρου. Ο δεύτερος όρος εμφανίστηκε στην ελληνική βιβλιογραφία αρχικά στη μορφή Αρμάνιοι από το Σωκράτη Λιάκο και στη σημερινή του μορφή Αρμάνοι από τους Νικόλαο Μέρτζο και Γιώργη Έξαρχο.
Οι Βλάχοι της Ελλάδας στην προφορική τους γλώσσα αυτοπροσδιορίζονται ως Αρμάνιι και Ρεμένιι. Στην ελληνόφωνη γραπτή και προφορική τους παράδοση αυτοπροσδιορίζονται με τον όρο Βλάχοι ή βλαχόφωνοι Έλληνες. Ως Βλάχοι αυτοπροσδιορίζονται στο τοπικό βλάχικο ιδίωμα οι βλαχόφωνοι κάτοικοι του Μετσόβου, της Μηλιάς και ευρύτερα της περιοχής Μαλακασίου.
Οι Βλάχοι της Κλεισούρας, της Σαμαρίνας, του Περιβολίου και της Αβδέλλας, αυτοπροσδιορίζονται στο προφορικό βλάχικο τους ιδίωμα ως Αρωμάνοι και στα ελληνικά ως Βλάχοι. Στη γραπτή παράδοση λόγιοι βλάχικης καταγωγής έκαναν αρκετά συχνά χρήση και των όρων Γκρέκοι, Γραικόβλαχοι, Ρωμαιόβλαχοι και σπανιότερα Γραικολατίνοι αναφερόμενοι στους Βλάχους του ιστορικού ελλαδικού χώρου.
Άλλοι προσδιορισμοί των νοτίων Βλάχων είναι:
Για την ετυμολόγηση της λέξης Βλάχος διατυπώθηκαν πολλές απόψεις από νεότερους μελετητές. Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη το Βλάχοι, προέρχεται από το σλάβικο Vlahi κι αυτό από το παλαιογερμανικό walh, walah (εξ ου το γερμανικό Walchen, Walen). Με αυτόν τον τελευταίο όρο προσδιόριζε κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα το γερμανικό φύλο των Βαυαρών τους Ρωμαίους των Άλπεων (Ραιτία, Νωρικό). Οι τελευταίοι είχαν περιέλθει σε υποδεέστερη πολιτικοκοινωνική κατάσταση στα νεοϊδρυθέντα γερμανικά κρατίδια μετά την εγκατάσταση των βαρβαρικών γερμανικών φύλων στη ρωμαϊκή επικράτεια και ακριβώς αυτή τη νέα πολιτικοκοινωνική κατάστασή τους περιέγραφε ο όρος walh, walah. Παράλληλα γενικεύτηκε η χρήση του όρου και επικράτησε να ονομάζουν έτσι τους κατοίκους της Ιταλίας και εν γένει τους λατινόφωνους Ρωμαίους πολίτες. Ο γερμανικός αυτός όρος υιοθετήθηκε από τους Σλάβους των Άλπεων και στη σλαβική του εκφορά "Vlahi" μεταφέρθηκε στο Ιλλυρικό της μεσοβυζαντινής περιόδου, όπου οι Σλάβοι με την κάθοδό τους συνάντησαν τους Ρωμάνους, δηλαδή τους λατινόφωνους Ρωμαίους της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, σε κατάσταση πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής παρακμής. Από τους Σλάβους εποίκους λοιπόν διαδόθηκε ο όρος για να εμφανιστεί στη γραπτή του μορφή "Βλάχοι" τον 10ο αιώνα στη βυζαντινή γραμματεία.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, και συγκεκριμένα το 1908, ο Σπ. Παπαγεωργίου είχε υποθέσει την προέλευση της λέξης Βλάχος από την αραβική λέξη Φελλάχ που σημαίνει "γεωργός". Μετά από 30 χρόνια, ο ακαδημαϊκός Αντ. Κεραμόπουλλος ανέπτυξε διεξοδικά την εικασία αυτή με βάση εκτεταμένη βιβλιογραφία, σε προεδρικό του λόγο στην Ακαδημία Αθηνών. Οι απόψεις των δύο συνάντησαν ελάχιστη έως καθόλου απήχηση στη διεθνή επιστημονική κοινότητα.
Ισως ως πιθανοτερη ετυμολογηση του επιθ. Welch,"Βλαχος" με ιστορικες πηγες προερχεται απο την γερμανικη λεξη Βαλαχεν, 'Walachen" διοτι οι Βελλς, Wells,Welsch,Wells, [Γαλλοι-Κελτες] ηταν για αιωνες γνωστοι στα γερμανικα φυλα[ σημ.νοτια γερμανια] οι οποιοι επεκταθηκαν στα βορειο ανατολικα απο την Βοημια,(<Βοι=Κελτες,γαλατες,) προς την σημερινη πολωνια.Οι Γερμανοι σταδιακα τους εκδιωξαν προς τα νοτια ανατολικα στα μερη οπου βρισκεται η σημερινη ρουμανια οπου εκει μονιμα εγκατασταθηκαν με την διαμορφωση του ονοματος ως βλαχος,βλαχοι και φυσικα με επιμειξιες αλλων φυλων,Σλαβων,Ρωμαιων,κ.λ. "Walachen" Ισως να σημαινει η γη,τοπος,χωρα των Βαλς,Βελς, Wal+ka,(Fαλ+χα)
Έχουν διατυπωθεί πάρα πολλές απόψεις για την καταγωγή των Βλάχων. Το θέμα περιπλέκεται από το γεγονός ότι το θέμα των Βλάχων της νοτίου Βαλκανικής υπήρξε θέμα πολιτικής διαμάχης με κύριους πρωταγωνιστές την ελληνική και τη ρουμανική πλευρά. Οι διάφορες απόψεις περί καταγωγής των Βλάχων που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί είναι οι εξής
Πρώτη γραπτή αναφορά του ονόματος «Βλάχοι» γίνεται από τον Γεώργιο Κεδρηνό το 976 μ.Χ. ο οποίος έγραψε πως ο αδελφός του μετέπειτα Βούλγαρου τσάρου Σαμουήλ σκοτώθηκε το 976 από «οδίτες Βλάχους» μεταξύ Καστοριάς και Πρεσπών «τούτων δε των τεσσάρων αδελφών Δαβίδ μεν ευθύς απεβίω αναιρεθείς μέσον Καστορίας και Πρέσπας κατά τας λεγομένας Καλάς Δρύς παρά τινων Βλάχων οδιτών».
Η εκτεταμένη ενασχόληση των Βλάχων με την κτηνοτροφία ταύτισε, στις διάφορες Βαλκανικές γλώσσες, ήδη από το μεσαίωνα, το εθνωνύμιό τους με το επάγγελμα του κτηνοτρόφου.
Το 1718 οι Οθωμανοί ηττώνται έξω από τη Βιέννη και έτσι σηματοδοτείται η οριστική απομάκρυνσή τους από την Κεντρική Ευρώπη. Ακολουθεί η υπογραφή μιας σειράς εμπορικών συνθηκών ανάμεσα στην Αψβουργική και την Οθωμανική αυτοκρατορία. Οι συνθήκες αυτές όρισαν τα γεωγραφικά σύνορα των δύο αυτοκρατοριών και καθόρισαν τις εμπορικές τους σχέσεις. Μεταξύ των νέων εμπορικών ρυθμίσεων κατοχυρώνονταν η ελευθερία του εμπορίου στους χερσαίους και θαλάσσιους δρόμους των δύο αυτοκρατοριών, η ελεύθερη ναυσιπλοΐα στον Δούναβη, ο διορισμός εκατέρωθεν προξενικών αρχών και η συμφωνία προνομιακού τελωνιακού δασμού 3% για τα διακινούμενα προϊόντα των δύο συμβαλλόμενων πλευρών, δημιουργώντας έτσι τις κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη του διαβαλκανικού εμπορίου και προκαλώντας ένα ισχυρό κύμα ελληνικής μετανάστευσης προς την πολλά υποσχόμενη κεντρική Ευρώπη.
Το νέο ευνοϊκό κλίμα εκμεταλλεύτηκαν αποτελεσματικά κυρίως οι Μακεδόνες, οι Ηπειρώτες και οι Θεσσαλοί οι οποίοι στράφηκαν στο εμπόριο και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στα διάφορα ευρωπαϊκά και βαλκανικά εμπορικά κέντρα. Οι ισχυροί συγγενικοί δεσμοί οδήγησαν σταδιακά τις αρχικές εγκαταστάσεις ατομικού χαρακτήρα σε μεταναστεύσεις ολόκληρων οικογενειών με αποτέλεσμα τα κύρια κέντρα που φιλοξένησαν βλαχόφωνους Έλληνες να μετατραπούν σε ένα ευρύτατο και πολυδιάστατο δίκτυο πρακτόρων, συνεργατών, ανταποκριτών, αλλά και προϊόντων, πρακτικών και νοοτροπιών. Οι Έλληνες έμποροι επέλεξαν τους νέους τόπους εγκατάστασης τους βάσει της γεωγραφικής – εμπορικής τοποθεσίας των περιοχών και της θέσης που κατείχαν στο χερσαίο οδικό δίκτυο. Στο χώρο των Βαλκανίων, κύρια κέντρα των Βλάχων υπήρξαν η Μοσχόπολη, η Αχρίδα, το Νις, το Κάρλοβιτς, η Κραίνα, το Σεμλίνο, το Νόβισαντ, τα Βελεσσά, η Μιλόβιστα, το Πάντσεβο. Αναμφίβολα οι Μοσχοπολίτες έμποροι αποτέλεσαν το πιο ζωτικό οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό κομμάτι των περισσότερων σέρβικων επαρχιών στις οποίες εγκαταστάθηκαν. Σημαντική παρουσία είχαν και οι μέτοικοι της Βλάστης και της Σιάτιστας στις περιοχές πέρα από τον Σάβο, ενώ στο Βελιγράδι αυτοί που έπαιξαν τον ίδιο ρόλο ήταν κυρίως οι βλαχόφωνοι της Κλεισούρας και δευτερευόντως οι Σιατιστινοί, οι Μπλατσιώτες και οι Κοζανίτες.
Βορειότερα, η Βιέννη και η Πέστη αναδείχθηκαν σε σημαντικούς πόλους έλξης για Μοσχοπολίτες και άλλους βλαχόφωνους πληθυσμούς. Είτε ως πλανόδιοι έμποροι, είτε ως μόνιμα εγκατεστημένοι, είτε ως μεταφορείς εμπορευμάτων ανάμεσα στις δυο αυτοκρατορίες, κατάφεραν να διεισδύσουν στον οικονομικό στίβο της νέας τους χώρας και να αναδειχτούν σε δυναμικούς εκφραστές του εμποροκρατικού πνεύματος της εποχής. Οι Βλάχοι όπως και πολλοί ακόμη Έλληνες κατάφεραν να εκμεταλλευτούν τα ευνοϊκά προνόμια που τους παραχωρούσε η βασιλική Αυλή της Βιέννης, τα οποία εκτός των ευνοϊκών δασμολογικών ρυθμίσεων που προέβλεπαν αφορούσαν επιπλέον την ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων των μεταναστών, την αυτοδιοίκησή τους καθώς και την παραχώρηση υλικών μέσων (χωράφια, σπίτια, ζώα) για τη μόνιμη εγκατάστασή τους στα εδάφη της.
Παράλληλα στον ελληνικό χώρο τα διεθνώς δικτυωμένα βλαχοχώρια εξακολουθούν να ακμάζουν. Χωριά μετατρέπονται σε πόλεις καθώς γνωρίζουν δραματική αύξηση του πληθυσμού τους. Τέτοιες είναι η Χώρα Μετζόβου,το Περιβόλι,η Σαμαρίνα, η Σίπισχα, το Λινοτόπι, το Μπλάτσι, το Περτούλι, η Γράμμουστα, το Βλαχολείβαδο, η Νικολίτσα, η Κλεισούρα, όπου σε κάθε μία από αυτές ο πληθυσμός υπερβαίνει τις 6000. Στο Μοναστήρι πλειοψηφία αποτελεί ο Βλαχόφωνος πληθυσμός, ενώ ξεχωριστή υπήρξε και η παρουσία των Βλάχων στις Σέρρες και τη Θεσσαλονίκη. Βλάχοι όπως οι Καλαρρύτες διατηρούν τεράστια κοπάδια και εξάγουν ζωικά προϊόντα στην Ευρώπη, ενώ παράλληλα διαθέτουν και εμπορικό στόλο στη Μεσόγειο με τον οποίο επικοινωνούν με τη Μασσαλία και τη Σαρδηνία. Αργυροχρυσοχόοι ακμάζουν στο Λινοτόπι, τους Καλαρρύτες και στη Νεβέσκα (Νυμφαίο), ενώ αγιογράφοι στη Σαμαρίνα, στη Γράμμουστα, στο Λινοτόπι, στον Ασπροπόταμο, στη Μπελκαμένη, ξυλογλύπτες στο Μέτσοβο κ.α.
Οι Βλάχοι της Νότιας Βαλκανικής αυτοπροσδιορίζονται ως Αρμούνιι (Αrmɨɲi) ή Ρεμένιι (Remeɲi) όροι που προέρχονται από το λατινική λέξη Romani«Ρωμαίοι». Από τους ίδιους όρους διαμορφώθηκε ο νεολογισμός Αρωμούνοι που χρησιμοποιεί σήμερα η επιστημονική βιβλιογραφία. Η πλειοψηφία τους ζει στην Ελλάδα, την Αλβανία, τη Βόρεια Μακεδονία και τη Ρουμανία. Ιστορική τους κοιτίδα θεωρείται η οροσειρά της Πίνδου και οι ορεινές της προεκτάσεις. Η χρήση της Βλάχικης γλώσσας υπήρξε κυρίως προφορική ενώ ως γραπτή γλώσσα χρησιμοποιήθηκε από τους Βλάχους κυρίως η ελληνική.
Η βλάχικη γλώσσα, υπό το βάρος και τη σκιά της ελληνικής γλώσσας δεν μπόρεσε ποτέ να αναπτυχθεί πλήρως σαν λόγια γλώσσα και άρα να εγγραμματιστεί και να αποκτήσει γραφή λόγω των ιδεολογικών επιλογών των Βλάχων μελών της αστικής τάξης οι οποίοι ήταν σε θέση όχι μόνο να μετέχουν της ελληνικά προσανατολισμένης παιδείας αλλά και να επηρεάζουν την υπόλοιπη κοινότητα προς εκείνη την κατεύθυνση διότι η ελληνική ήταν η γλώσσα της εκκλησίας και της εκπαίδευσης· ήταν και η lingua franca του εμπορίου στα Βαλκάνια και στην περίπτωση των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών η γλώσσα της ιθύνουσας τάξης. Η Ελληνική ήταν η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν πάντα στην Εκκλησία, στο εμπόριο κι αλλού, ενώ τα βλάχικα χρησιμοποιούνταν κυρίως στο οικιακό περιβάλλον και στις κοινωνικές συναναστροφές της κλειστής κοινωνίας του χωριού) παρ'όλα αυτά έχει δώσει αρκετά γραπτά μνημεία της ύπαρξης της, που αποτελούν προσπάθειες συστηματοποίησης της από την πλευρά κάποιων Βλάχων λογίων, από τη μια και από την άλλη, προσπάθειες γλωσσικού εξελληνισμού των βλαχόφωνων.Το αρχαιότερο δείγμα βλάχικου γραπτού λόγου είναι η επιγραφή του Νεκταρίου Τέρπου σε ξύλινη εικόνα του 1731. Άλλη επιγραφή γραμμένη στη βλάχικη γλώσσα υπάρχει σε μοναστήρι του χωριού Κλεινοβός Τρικάλων από τον ζωγράφο Μιχαήλ Αναγνώστου Δημητρίου από τη Σαμαρίνα με χρονολογία 1789. Ο λόγιος Θεόδωρος Αναστασίου Καββαλιώτης εξέδωσε το 1770 στη Βενετία την «Πρωτοπειρία», ένα εγχειρίδιο με προσευχές, γνωμικά, διηγήματα και καταχωρημένες 1170 λέξεις σε τρεις κάθετες στήλες στη νεοελληνική, βλάχικη και αλβανική. Το 1802 ο Δανιήλ Μοσχοπολίτης εκδίδει την "Εισαγωγική Διδασκαλία", ένα τετράγλωσσο λεξικό της ελληνικής, της εν Μοισία βλάχικης, της βουλγαρικής και της αλβανιτικής.Η πρώτη γραμματική της γλώσσας τυπώθηκε το 1813 στη Βιέννη της Αυστρίας (τότε Αυστρουγγαρίας). Τα τελευταία χρόνια έχουν εκδοθεί σε διάφορες χώρες, και στην Ελλάδα, διάφορες γραμματικές και λεξικά της γλώσσας.
Με το νεολογισμό Αρωμουνική, προσδιορίζεται η λατινογενής μητρική γλώσσα των βλαχόφωνων πληθυσμών των Νότιων Βαλκανίων. Τον όρο εισήγαγε ο Αχιλλέας Γ. Λαζάρου, με την ιστορική και φιλολογική πραγματεία του «Αρωμουνική και οι μετά της Ελληνικής σχέσεις αυτής - Βλάχοι». Η Αρωμουνική, λόγω πολλών παραγόντων, αλλά κυρίως λόγω της προφορικότητας και της μη διδασκαλίας της, συναποτελεί μαζί με άλλες γλώσσες του πλανήτη μια υπό κίνδυνο εξαφάνισης, λιγώτερο ομιλούμενη γλώσσα. Ο Βλάχος γλωσολόγος Κ.Ντίνας, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Δυτικής Μακεδονίας, μιλώντας για το θέμα του αντιεπιστημονικού χαρακτηρισμού της Βλάχικης γλώσσας ως ιδιώματος από μερικούς, το αποδίδει σε άγνοια της γλωσσολογίας και στο φόβο χαρακτηρισμού των Βλάχων σαν ξεχωριστής εθνότητας λόγω ξεχωριστής γλώσσας, ξεκαθαρίζοντας οτι η βλάχικη δεν είναι ιδίωμα καμίας γλώσσας, αλλά αυτόνομη νεολατινική γλώσσα, αδελφή της Δακορουμανικής, της Ιστρορωμανικής και της Μεγλενορωμανικής. Επιπλέον, ο χαρακτηρισμός της γλώσσας ως ιδιώματος ενέχει τον κίνδυνο χαρακτηρισμού της σαν ρουμανικού ιδιώματος, αφού η ρουμανική είναι η μόνη γλώσσα της οποίας διάλεκτος θα μπορούσαν να είναι τα βλάχικα.
Ο αριθμός των Βλάχων της Ελλάδας είναι δύσκολο να προσδιοριστεί, αφού πλέον δεν υφίσταται κάποιος κραυγαλέος πολιτισμικός ή άλλος διαχωρισμός ανάμεσα σε βλαχόφωνους και μη, εκτός από την κατά τόπους προφορική χρήση της βλάχικης που περιορίζεται σε μεγάλες ηλικίες. Υπάρχουν υπολογισμοί σύμφωνα με τους οποίους βλάχικα μιλούν ενεργά περίπου 15.000 άτομα. Υπάρχει ωστόσο ένας πολύ μεγαλύτερος αριθμός ατόμων που κατανοούν τη γλώσσα χωρίς να τη μιλάνε ή τη μιλάνε σε πολύ βασικό επίπεδο.
Στον Ελλαδικό χώρο δραστηριοποιούνται σήμερα περίπου 120 πολιτιστικοί σύλλογοι ατόμων βλάχικης καταγωγής. Παράλληλα οργανώνονται βλάχικα ανταμώματα, εκδίδονται πολλά βιβλία σχετικά με τους Βλάχους, κυκλοφορούν ηχογραφήσεις με τραγούδια στα βλάχικα αλλά και στα ελληνικά, καθώς ως φαίνεται, το μεγαλύτερο καταγραμμένο μέρος της βλάχικης μουσικής παράδοσης στον ελλαδικό χώρο, επηρεάστηκε από την ελληνική και καταγράφηκε σε αυτήν. Τέλος, πολλές ομάδες βλαχόφωνων έχουν δημιουργηθεί στο διαδίκτυο, ως ύστατη προσπάθεια έκφρασης για τους εναπομείναντες ομιλητές της βλάχικης.
Εκτός από τους Βορειοηπειρώτες στην περιοχή κατοικούν και Βλάχοι (ή Αρβανιτόβλαχοι) που αυτοπροσδιορίζονται ως Έλληνες. Η τελευταία απογραφή που κατέγραψε στοιχεία όσον αφορά γλωσσικές μειονότητες πραγματοποιήθηκε το 1955, απογράφοντας 4.249 Βλάχους. Σε μια εθνολογική μελέτη του 1995, ο αριθμός των Βλάχων υπολογίστηκε σε 25.000 στην περιοχή της Βορείου Ηπείρου, ενώ στην υπόλοιπη χώρα σε 35.000. Με τη βοήθεια του Ρουμάνου πρέσβη το 1991 ιδρύθηκε ο πρώτος πολιτιστικός σύλλογος Βλάχων στη χώρα κι έκτοτε πολλοί νέοι λαμβάνουν υποτροφίες για σπουδές στη Ρουμανία. Ωστόσο μια περιορισμένη ομάδα των Βλάχων στην Αλβανία ταυτίζεται με τον εκεί Ελληνισμό.
Στη Βόρεια Μακεδονία υπολογίζεται ότι ζουν μέχρι και 100.000 άτομα βλάχικης καταγωγής. Μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, οι Βλάχοι αναγνωρίστηκαν ως εθνική μειονότητα με 8.467 μέλη σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές (απογραφή του 1994). Στη χώρα υπάρχει έντονη δραστηριότητα από τους αυτοθεωρούμενους Αρμάνους κι Αρουμάνους εθνικιστές, με εκδόσεις, ηχογραφήσεις κ.λ.π. Οι ίδιοι έχουν εκπομπή στο δεύτερο κανάλι της κρατικής τηλεόρασης στα βλάχικα. Τέλος, η γλώσσα αυτής της ομάδας διδάσκεται ως προαιρετικό μάθημα στο Μοναστήρι, το Κρούσοβο, τη Στρούγκα, το Στιπ και το Κουμάνοβο. Στην απογραφή του 2002 ο πληθυσμός των Βλάχων ανερχόταν στα 9.695 άτομα.
Σήμερα ζουν λίγοι Αρμάνοι στη Βουλγαρία. Τμήμα των λεγόμενων «ρουμανιζόντων βλάχων» παρουσιάζει με τη βοήθεια των ομοφρόνων τους στη Ρουμανία και τη Βόρεια Μακεδονία δραστηριοποίηση κι εκδίδει περιοδικό στα αρουμανικά.
Οι Τσιντσάροι Αρμάνοι/Βλάχοι στη σημερινή Σερβία είναι πολύ λίγοι και δε μιλούν πλέον τα βλάχικα.
Σήμερα στη Ρουμανία υπάρχει σημαντικός αριθμός απογόνων των ρουμανιζόντων Βλάχων που είχαν μεταναστεύσει στη Ρουμανία, κυρίως στις αρχές του 20ού αιώνα. Υπολογίζεται ότι την περίοδο εκείνη μετακινήθηκαν εκεί περίπου 40.000 Αρουμάνοι. Η πλειοψηφία τους κατοικεί σήμερα στις περιοχές της Κωστάντζας και του Βουκουρεστίου. Ανάμεσά τους υπάρχουν σήμερα διάφορες τάσεις σε ότι αφορά την πεποίθηση σχετικά με την εθνική ταυτότητά τους. Κυρίαρχη μέχρι σήμερα είναι αυτή που πρεσβεύει στη ρουμανική εθνική ταυτότητα. Ακολουθεί αριθμητικά πάντα η νεοπαγής κίνηση της "Φάρα αρμανεάσκα" που πρεσβεύει την ξεχωριστή αρουμανική εθνική ταυτότητα και διεκδικεί διοικητική κι εδαφική ανεξαρτησία σε όλες τις βαλκανικές χώρες όπου διαβιούν τα μέλη της. Η ελληνοβλαχική τάση είναι στη Ρουμανία περιορισμένη και δεν υπάρχουν ιδιαίτερα στοιχεία για την τεκμηρίωσή της.
Εκ μέρους των δύο τάσεων (ρουμανίζουσα κι αρουμανική) υπάρχει έντονη δραστηριοποίηση με την οργάνωση συνεδρίων, λαογραφικών εκδηλώσεων και εκδόσεις περιοδικών και βιβλίων. Υπάρχουν εκπομπές στην αρουμάνικη γλώσσα στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση (Κωστάντζα). Η εκδοχή της συστηματοποιημένης αρουμάνικης γλώσσας αυτών θεωρείται από πολλούς «εκρουμανισμένη» και διδάσκεται ως προαιρετικό μάθημα στα δημοτικά σχολεία της Κωστάντζας (από το 2000) και στο Βουκουρέστι (από το 2001).
Στη Δυτική Ευρώπη και στην Αμερική υπάρχει επίσης ένας αριθμός Βλάχων μεταναστών. Στη Γαλλία και τις Η.Π.Α. υπάρχουν οργανωμένες αρουμανικές κοινότητες που δραστηριοποιούνται με εκδόσεις, διάφορες εκδηλώσεις κ.λ.π.. Τα ιδρυτικά μέλη τους προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από τη Σιδηρά φρουρά της Ρουμανίας και τη Ρωμαϊκή Λεγεώνα του Αλκιβιάδη Διαμάντη. Οι οργανώσεις αυτές υποστηρίζουν κυρίως τη Ρουμανική άποψη περί καταγωγής των Βλάχων ενώ τελευταία ενισχύεται ανάμεσά τους η τάση που θεωρεί και διεκδικεί τους Βλάχους ως ξεχωριστή εθνότητα.
This article uses material from the Wikipedia Ελληνικά article Βλάχοι, which is released under the Creative Commons Attribution-ShareAlike 3.0 license ("CC BY-SA 3.0"); additional terms may apply (view authors). Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά. Images, videos and audio are available under their respective licenses.
®Wikipedia is a registered trademark of the Wiki Foundation, Inc. Wiki Ελληνικά (DUHOCTRUNGQUOC.VN) is an independent company and has no affiliation with Wiki Foundation.