Γενικά στην Οικονομία με τον όρο τιμή ονομάζεται το μέτρο της ανταλλακτικής αξίας ενός αγαθού, (προϊόντος, ή υπηρεσίας) εκπεφρασμένο σε νομισματικές μονάδες, ή σ΄ ένα ευρύτατα αποδεκτό αγαθό - μέσον.
Σύμφωνα με το Λεξιλόγιο Οικονομοτεχνικών Όρων του Ελληνικού Κέντρου Παραγωγικότητος: "Τιμή καλείται η ποσότης των χρηματικών μονάδων έναντι των οποίων ανταλλάσσεται εν δεδομένον οικονομικόν αγαθόν ή μία υπηρεσία". Ο ορισμός όμως αυτός δεν καλύπτει την διαφορετικότητα μεταξύ των όρων αξία - τιμή. Στην αγγλική γλώσσα η ίδια ονομασία Price χρησιμοποιείται και στο ρηματικό τύπο, όπως στη "τιμολόγηση αγαθών" (pricing goods) με την έννοια του καθορισμού μιας τιμής. Τέλος ο όρος τιμή στην οικονομία μπορεί να χρησιμοποιείται με την έννοια της τιμής της προσφοράς, όπως π.χ. τιμή της (παραγωγικής) προσπάθειας (price of effort). (Δείτε παρακάτω ενότητα "Διάκριση τιμών").
Στη πράξη η τιμή αποτελεί το χρηματικό ποσό που καταβάλει κάποιος για την απόκτηση μιας μονάδας ενός προϊόντος, π.χ. μιας θερμάστρας, ενός κιλού πορτοκάλια, κλπ. Επί του βαθμού της διάθεσης που είναι διατεθειμένοι οι καταναλωτές να καταβάλουν για την απόκτηση ενός προϊόντος, προσδιορίζεται και η αξία του προϊόντος. Συνεπώς η τιμή αντιπροσωπεύει την αξία αυτού στις συναλλαγές.
Γενικά οι τιμές διαδραματίζουν ένα πολύ σπουδαίο ρόλο στην οικονομία. Μάλιστα στο βαθμό που δεν ελέγχονται τεχνικά, (ελεύθερη αγορά), προσφέρουν ένα οικονομικό μηχανισμό δια του οποίου προσφερόμενα αγαθά και υπηρεσίες διανέμονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε ένας πολύ μεγάλος αριθμός καταναλωτών να μπορούν να τα αποκτήσουν.
Επίσης οι τιμές λειτουργούν και ως οικονομικοί δείκτες συστήματος, κυρίως της δύναμης της ζήτησης παντός εμπορεύσιμου αντικειμένου ακόμα και εργασίας. Το σύστημα αυτό είναι περισσότερο γνωστό ως "Μηχανισμός των τιμών" που έχει ως βάση του την αρχή ότι μόνο η ελεύθερη διαμόρφωση αυτών μπορεί να πετύχει την ισορροπία προσφοράς και ζήτησης. Σύμφωνα δε μ΄ αυτόν όταν τα προσφερόμενα αγαθά υπερκαλύπτουν τις ανάγκες των καταναλωτών (υπερ-προσφορά) οι τιμές θ΄ αρχίσουν να υποχωρούν και αντίθετα (υπερ-ζήτηση), όπου η προσφορά είναι πλέον ανεπαρκής ν΄ αυξάνουν.
Παρά ταύτα στη πραγματικότητα δεν υφίσταται τελείως ελεύθερος και ανεπηρέαστος μηχανισμός, ανεξάρτητα των όσων υποστηρίζονται θεωρητικά. Ακόμα και στις ελεύθερες οικονομίες της Δύσης, π.χ. στις ΗΠΑ παρατηρούνται πολλές και κάθε μορφής "ατέλειες" λόγω ύπαρξης άλλων παραμέτρων όπως μονοπώλια, τραστ, καρτέλ, κυβερνητικοί παρεμβατισμοί κλπ. που ως παρενέργειες μειώνουν την αποτελεσματικότητα των τιμών στη λειτουργία τους ως προσδιοριστικοί παράγοντες της προσφοράς και της ζήτησης.
Στη κομμουνιστική οικονομική θεώρηση ο μηχανισμός των τιμών προσδιορίζεται από κυβερνητικό όργανο (Αρχή) κυρίως για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους που υπηρετούν το σύστημα. Απόπειρες που σημειώθηκαν για λειτουργία οικονομίας χωρίς μηχανισμό τιμών κατέληξαν σε χαμηλή, ή μέχρι και μηδενική οικονομική ανάπτυξη αλλά και ανάδειξη μαύρης αγοράς.
Η κάλυψη των απαιτήσεων της ανθρώπινης ζωής ανέκαθεν απαιτεί μια ποικιλία αγαθών. Το γεγονός αυτό από μόνο του δεν δημιουργεί το πρόβλημα των τιμών, όσο το κάθε τι παράγεται μέσα από την οικογένεια (το νοικοκυριό) π.χ. ενός ανεξάρτητου αγρότη, όπου τα μέλη της οικογένειας εκτελώντας το καθένα διάφορα καθήκοντα παραγωγής (ο ένας για βοσκή ζώων, ο άλλος για ποτίσματα αγρών κλπ.) δεν ανταλλάσσουν μεταξύ τους τα παραγόμενα προϊόντα ή υπηρεσίες που προσφέρουν. Παρόμοιο συμβαίνει και σε κλειστές κοινωνίες μοναχών. Ως παράδειγμα επ΄ αυτού οι οικονομολόγοι παρουσιάζουν τον Ροβινσώνα να υπολογίζει τις οριακές αξίες της καρύδας ή των ψαριών χωρίς όμως να έχουν οικονομική έννοια αφού δεν υπάρχει συναλλαγή. Συνεπώς οι τιμές προσδιορίζουν τις αξίες αγαθών που συναλλάσσονται.
Σε μια οικονομία αγοράς οι υπολογισμοί των διαφόρων αξιών προκύπτουν από τις συναλλαγές και οι συναλλαγές με τη σειρά τους από την εξειδίκευση. Όταν κάποια άτομα ασχολούνται με την παραγωγή συγκεκριμένου φάσματος αγαθών τότε πρέπει να εμπλακούν άμεσα ή έμμεσα σε κάποιου είδους συναλλαγής προκειμένου ν΄ αποκτήσουν και να καταναλώσουν ένα ευρύτερο φάσμα αγαθών που οι ίδιοι δεν παράγουν. Τότε εξ ανάγκης θα πρέπει ν΄ ασχοληθούν με την αγοραστική δύναμη του δικού τους προϊόντος σε σχέση με άλλα αγαθά. Η εξειδίκευση όμως της παραγωγής μπορεί να προέρχεται από πολλούς παράγοντες όπως φυσικοί πόροι, π.χ. μεταλλοφόρα κοιτάσματα, ο τύπος του εδάφους, η δυνατότητα εκμετάλλευσης ιχθυοτρόφου ποταμού ή λίμνης, η κλιματολογική καταλληλότητα για ορισμένες καλλιέργειες, ή περισσότερο η διαφορετικότητα των επαγγελμάτων. Σε μια δε βιομηχανική κοινωνία, επίσης η εξειδίκευση προκύπτει από τις επενδύσεις σε συγκεκριμένες εγκαταστάσεις, μηχανικό εξοπλισμό όπου και οι απασχολούμενοι εργάτες θεωρούνται ομοίως και αυτοί εξειδικευμένοι. Συνεπώς η αναγκαιότητα της συναλλαγής αρχίζει να εμφανίζεται έντονη για την απόκτηση άλλων αγαθών.
Οι κλασικοί οικονομολόγοι έκαναν σαφή διάκριση των αγαθών ανάμεσα στα σπάνια αγαθά όπου οι τιμές τους εξαρτώνται από τη ζήτηση, καθώς και στα παραγόμενα αγαθά όπου οι τιμές τους εξαρτώνται από το κόστος τους, υπολογιζόμενο κυρίως σε χρόνο εργασίας. Η διάκριση αυτή είναι ιδιαίτερα βασική αφού στη πρώτη περίπτωση στη παραγωγή απαιτούνται συγκεκριμένοι φυσικοί πόροι, ενώ στη δεύτερη η παραγωγή απαιτεί μέσα που μπορεί να κατασκευάσει ο άνθρωπος (μηχανές) δια των οποίων παράγονται ποσότητες όσες χρειάζονται κάθε φορά.
Έτσι με την κλασική αυτή διάκριση μεταξύ σπάνιων αγαθών και παραγόμενων αγαθών όπου οι τιμές διαμορφώνονται από τη σπανιότητα και το κόστος αντίστοιχα, ακολουθεί γενικότερα και η εξειδίκευση (ως αναγκαιότητα ανταλλαγής) ανάμεσα στην οφειλόμενη σε φυσικούς πόρους και σε μηχανήματα ή στην εκπαίδευση του εργατικού δυναμικού. Υπό αυτές τις διακρίσεις οδηγούνται και τα διάφορα εμπορεύματα - αγαθά στην αγορά, που μπορεί να είναι ως τόπος συνάντησης πωλητών και αγοραστών από τη σάλα ενός χρηματιστηρίου μέχρι μια εμποροπανήγυρη.
Στο στάδιο αυτό αναζητείται το ανταλλάξιμο μέσον, ή μέσον συναλλαγής, που θα αποτελέσει και το μέτρο της αξίας του προσφερόμενου αγαθού δηλαδή τη τιμή του. Αυτό το μέσον πρέπει να είναι ένα διαρκές αγαθό που θα μπορεί να μεταφέρει την αγοραστική δύναμη και αργότερα, στο μέλλον, ανάμεσα και σε τρίτους. Εν προκειμένω το επίσημο νόμισμα της αγοράς (τραπεζογραμμάτια) αποτελεί το νόμιμο μέσον που έχει καθιερώσει η κυβέρνηση. Έτσι επί της νομισματικής μονάδας αυτού προσδιορίζεται και η τιμή του αγαθού.
Αν η οικονομία ενός κράτους καταρρεύσει η ίδια η αγορά θα αναζητήσει άλλο είδος χρήματος (μέσου ανταλλαγής) όπως για παράδειγμα το "τσιγάρο-χρήμα" που αναπτύχθηκε στη Γερμανία για λίγο καιρό μετά την ήττα του Χίτλερ. Καμία αγορά δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς κάποιο μέσο συναλλαγής ή κάποια μονάδα λογιστικής που θα αποτελέσει και το μέτρο της αξίας αγαθών. Τέλος η αχρηματική οικονομία αποτελεί αφύσικη έννοια που έχει όμως εμφανιστεί μερικές φορές και ως οικονομική θεωρία, πλην όμως ουδέποτε εφαρμόστηκε.
Οι τιμές των προϊόντων και υπηρεσιών διακρίνονται σε πλείστες κατηγορίες ανάλογα των κριτηρίων της διαμόρφωσής τους. Έτσι διακρίνονται:
Α. Ανάλογα του τρόπου διαμόρφωσης:
Β. Ανάλογα του τομέα συναλλαγής που διαμορφώνονται:
Γ. Ανάλογα του χρόνου συναλλαγής:
Δ. Τιμές Ε.Ε.:
Ε. Άλλες τιμές.
This article uses material from the Wikipedia Ελληνικά article Τιμή (οικονομία), which is released under the Creative Commons Attribution-ShareAlike 3.0 license ("CC BY-SA 3.0"); additional terms may apply (view authors). Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά. Images, videos and audio are available under their respective licenses.
®Wikipedia is a registered trademark of the Wiki Foundation, Inc. Wiki Ελληνικά (DUHOCTRUNGQUOC.VN) is an independent company and has no affiliation with Wiki Foundation.