Σουλιώτες: αλβανόφωνοι Χριστιανοί από το Σούλι

Οι Σουλιώτες ήταν κοινότητα Ορθόδοξων Χριστιανικών γενών, που κατοικούσε στην ιστορική περιοχή του Σουλίου στην Ήπειρο, κατά την Τουρκοκρατία.

Το «Σουλιώτης» ανακατευθύνει εδώ. Για άλλες χρήσεις, δείτε: Σουλιώτης (αποσαφήνιση).
Σουλιώτες
Σουλιώτες: Καταγωγή, Ο τόπος, Κοινωνική οργάνωση
Σουλιώτες πολεμιστές σε υδατογραφία με τίτλο Αλβανικά παλικάρια καταδιώκουν τον εχθρό (Τσαρλς Ρόμπερτ Κόκρελ, 1813-1814).
Περιοχές με σημαντικούς πληθυσμούς
Σούλιπερ. 4.500 άτομα (το 1803)
«τετραχώρι»612 οικογένειες / περ. 3.250 άτομα
«επταχώρι»έως 1.250 άτομα
Γλώσσες
Αλβανικά
Ελληνικά (από το 18ο αιώνα)
Θρησκεία
Χριστιανοί Ορθόδοξοι

Καθιέρωσαν μία αυτόνομη συνομοσπονδία με μεγάλο αριθμό χωριών, σε ένα ενιαίο σύνολο απομακρυσμένων και δύσβατων περιοχών της Ηπείρου. Στις αρχές του 19ου αιώνα υπολογίζεται ότι ανέρχονταν σε περίπου 4.500 άτομα, ενώ είχαν υπό την κυριαρχία τους 60 χωριά, με συνολικό πληθυσμό περίπου 7.000 κατοίκους. Πέρα από τα αλβανικά, γνώριζαν από το 18ο αιώνα να χρησιμοποιούν και τα ελληνικά, τα δε γραπτά τους ήταν όλα στα ελληνικά, όπως συνέβαινε με τους αλβανόφωνους της περιοχής. Στην ιστοριογραφία του 19ου και του 20ου αιώνα έχουν περιγραφεί ως αλβανικός, ελληνικός, ή μεικτός ελληνοαλβανικός πληθυσμός.

Είναι ιδιαίτερα γνωστοί για την ένοπλη αντίσταση τους απέναντι στον Αλή Πασά των Ιωαννίνων, ο οποίος μετά από τρεις σκληρούς πολέμους κατάφερε να τους εκδιώξει από το Σούλι το 1803, οπότε και κατέφυγαν κυρίως στα Επτάνησα. Συμμετείχαν στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, με σπουδαίους ηγέτες όπως ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Κίτσος Τζαβέλλας.

Καταγωγή

Σουλιώτες: Καταγωγή, Ο τόπος, Κοινωνική οργάνωση 
Τζόζεφ Κάρτραϊτ, Σουλιώτης με μάλλινο καπότο. Έγχρωμη χαλκογραφία (1822)

Από τις αρχές του 19ου αιώνα, στο πνεύμα του ρομαντισμού διατυπώθηκαν θεωρίες που συσχέτιζαν τους Σουλιώτες με τους αρχαίους Σελλούς, ενώ ο Λάμπρος Κουτσονίκας θεωρεί τους Σουλιώτες γηγενείς απογόνους Ηπειρωτών Ελλήνων που μετανάστευσαν στα βουνά κατά τα αρχαία χρόνια, προκειμένου να διαφύγουν τις ρωμαϊκές δυνάμεις. Οι απόψεις αυτές δε γίνονται αποδεκτές από τους περισσότερους μεταγενέστερους μελετητές, αλλά ορισμένοι νεότεροι μελετητές ενώ αναγνωρίζουν την αλβανοφωνία των Σουλιωτών, τους θεωρούν αμιγείς Έλληνες, όπως ο μελετητής και περιηγητής της Ηπείρου, Ε.Γ. Πρωτοψάλτης (1984), που πιστεύει ότι οι Σουλιώτες ανήκαν στην «ελληνικήν φυλήν» επικαλούμενος την ελληνικότητα της συνείδησής τους και τις συνεχείς συγκρούσεις τους με Τούρκους και Τουρκαλβανούς. Από τη μελέτη του ημερολογίου του Φώτου Τζαβέλλα του 1792 που είναι γραμμένο στο νότιο ιδίωμα της ελληνικής, ο Πρωτοψάλτης συνάγει ότι οι πρώτοι Σουλιώτες κατέβηκαν από το Αργυρόκαστρο ή τη Χειμάρα όπου ομιλείται αυτό το ιδίωμα. Ο Κώστας Μπίρης αναφέρει «Είτε με την κάθοδο Αρβανιτών στην Ήπειρο κατά τον 12ο αιώνα είτε με εκείνην των χρόνων του Στεφάνου Ντουσάν, είτε μετά την επανάσταση του Σκεντέρμπεη, είχαν έλθει στην περιοχή του Δελβίνου οι πρόγονοι των Σουλιωτών, ένα πρέπει να θεωρήσουμε βέβαιον, ότι ο τόπος προέλευσής των, ήταν στις νοτιανατολικές παρυφές της χώρας των Γκέγκηδων γύρω στην Δίβρη, κάποιο μέρος, όπου επικρατούσε απόλυτα το ελληνικό στοιχείον».[εκκρεμεί παραπομπή] Σύμφωνα με τον Έλληνα Αρβανίτη λαογράφο Πέτρο Φουρίκη, οι πρώτοι κάτοικοι του Σουλίου ήταν Αλβανοί οι οποίοι λόγω της επίδρασης της θρησκείας και της συνύπαρξης με ελληνικούς πληθυσμούς εξελληνίστηκαν πλήρως ώστε να διαφέρουν μόνο ως προς τη γλώσσα από τους Έλληνες της Ηπείρου, ενώ ο Ιωάννης Λαμπρίδης θεωρεί τους Σουλιώτες αποτέλεσμα ένωσης της αρχικής αλβανικής πατριάς που εγκαταστάθηκε στο Σούλι και από την οποία πήρε το όνομά της η περιοχή, και αλβανόφωνων και ελληνόφωνων χριστιανών κοντινών περιοχών, που κατέφυγαν εκεί το 17ο αιώνα. Η ύπαρξη της ελληνοφωνίας στην περιοχή μαρτυρείται και από διάφορα τοπωνύμια όπως Συκιά, Καστανιά, Νερό Προβατίνας κ.ά. που μαρτυρούνται πριν από τα μέσα του 17ου αιώνα. Περί το 1600 μ.Χ., οι Σουλιώτες φέρονται να μετανάστευσαν από τις πεδιάδες της Θεσπρωτίας στα βουνά της Μούργκας, όπου μια συνομοσπονδία των γενών συγκρότησε ενιαίο μέτωπο έναντι των Οθωμανών. Οι πρώτοι αυτοί κάτοικοι κατάγονταν από τα γύρω χωριά αλλά και από περιοχές της Βορείου Ηπείρου· ήταν δε Αρβανίτες στην καταγωγή, κατά κύριο λόγο, ενώ υπήρχαν Παραμυθιώτες και Λελοβίτες. Οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν πως οι πρώτοι κάτοικοι του Σουλίου εγκαταστάθηκαν εκεί ως ομάδες βοσκών στα μέσα του 16ου αιώνα. Οι πρώτοι κάτοικοι ήρθαν από τη νότιο Αλβανία και τις πεδιάδες της Θεσπρωτίας. Η Βάσω Ψιμούλη υποστηρίζει ότι το Σούλι επελέγη ως τόπος μόνιμης εγκατάστασης από έναν από τους δύο αλβανικούς μεταναστευτικούς ποιμενικούς πληθυσμούς που έφτασαν στην περιοχή οργανωμένοι σε μεγάλες αιματοσυγγενικές ομάδες (αλβανικά: fis) στο μέσο του 14ου αιώνα, εποχή κενού ισχύος μετά το θάνατο του Στέφανου Δουσάν και δημογραφικής παρακμής του ελληνικού αγροτικού πληθυσμού εξαιτίας της πανούκλας. Μια αλβανική μεταναστευτική ομάδα, οι Μαζαρακαίοι, μπορούσε να φτάσει στην περιοχή από βορρά μέσω της Βαγενετίας, ενώ η άλλη από νότο μέσω Ρωγών.

Στην ιστοριογραφία του 19ου και 20ου αιώνα κυριαρχούσε η θέση ότι ορεινοί οικισμοί δημιουργούνταν από πληθυσμούς καταπιεζόμενους από τα κυρίαρχα στρώματα της εποχής της Τουρκοκρατίας. Ο Έλληνας ιστορικός Απόστολος Βακαλόπουλος, και είχε διατυπώσει ένα σχήμα στο οποίο κατά την Τουρκοκρατία οι ελληνικοί πληθυσμοί είχαν εγκατασταθεί σε δύσβατες ορεινές περιοχές, υποστήριξε ότι στο Σούλι είχαν καταφύγει καταδιωκόμενοι Έλληνες και Αλβανοί, από τους οποίους προέκυψαν οι Σουλιώτες. Σύμφωνα με τους ιστορικούς Quentin Russell και Eugenia Russell, το 18ο αιώνα οι τάξεις των Σουλιωτών διογκώθηκαν από Έλληνες πρόσφυγες, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν τα επτά νέα χωριά. Το γενικό σχήμα του Βακαλόπουλου έχει πλέον απορριφθεί ελλείψει εμπειρικής επιβεβαίωσης. Ειδικά για τη περιοχή του Σουλίου, η Βάσω Ψιμούλη θεωρεί απίθανη τη σταδιακή εγκατάσταση οικογενειών και γενών διαφορετικής προέλευσης, λόγω της έλλειψης μαρτυριών για εγκατάλειψη χωριών το 17ο αιώνα, της περιορισμένης ικανότητας των βοσκοτόπων του Σουλίου να συντηρήσουν επιπλέον πληθυσμούς, και του κλειστού χαρακτήρα της συγκρότησης σε γένη, που δεν ήταν ανοικτά στην είσοδο ξένων.

Ο τόπος

Ετυμολογία

Σουλιώτες: Καταγωγή, Ο τόπος, Κοινωνική οργάνωση 
Το Σούλι ιδωμένο από το νότο (1846).
Σουλιώτες: Καταγωγή, Ο τόπος, Κοινωνική οργάνωση 
Χάρτης της περιοχής του Σουλίου από τον Γουίλιαμ Μάρτιν Ληκ.

Οι Σουλιώτες πήραν το όνομα τους από το χωριό Σούλι, ορεινό χωριό στη σημερινή Θεσπρωτία της Ελλάδας. Το όνομα του χωριού είναι αβέβαιης προέλευσης και η ετυμολόγησή του αποτελεί αντικείμενο συζήτησης ήδη από την εποχή του Χριστόφορου Περραιβού, που πρώτος εξέδωσε ιστορία του Σουλίου το 1803. Στο ρομαντικό και κλασικιστικό περιβάλλον των αρχών του 19ου αιώνα, ο Γάλλος περιηγητής και πρόξενος Φρανσουά Πουκεβίλ και άλλοι σύγχρονοί του Ευρωπαίοι εισηγήθηκαν ότι το όνομα Σούλι προέρχεται από το αρχαιοελληνικό Σελλαΐς, προσπαθώντας να συνδέσουν το Σούλι με τους αρχαίους Σελλούς, αλλά η άποψη αυτή απορρίφθηκε ήδη από τον Περραιβό και δεν γνώρισε μεγάλη απήχηση σε κατοπινούς ερευνητές, ελλείψει τεκμηρίωσης. Ο Περραιβός, που ήρθε σε επαφή με ηλικιωμένους Σουλιώτες, ισχυρίστηκε ότι το όνομά τους το πήραν από έναν Τούρκο ο οποίος είχε σκοτωθεί εκεί. Κατά την πιο πρόσφατη και επικρατέστερη ετυμολογική εκδοχή, το τοπωνύμιο προήλθε από το αλβανικό Sul, το οποίο μπορεί να ερμηνευθεί ως «παρατηρητήριο» ή «ορεινή συνάθροιση» και συνδέεται με την αλβανική λέξη shul «πάσσαλος, δοκάρι» και κατ' επέκταση «κορυφή, λόφος». Η Βάσω Ψιμούλη απορρίπτει την άποψη ότι η ονομασία δόθηκε με βάση γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά της περιοχής, λόγω της θέσης των οικισμών του τετραχωρίου, κανένας από τους οποίους δεν βρίσκεται σε κορυφή βουνού ή σημείο που λειτουργεί ως παρατηρητήριο της ευρύτερης περιοχής, και εισηγείται ότι η ονομασία Σούλι ή Σιούλι απηχεί προσωπωνύμιο —το βαφτιστικό ή παρωνύμιο του γενάρχη της αλβανικής μεταναστευτικής ομάδας η οποία εγκαταστάθηκε εκεί—, όπως συνέβη σε άλλους οικισμούς, π.χ. τα Σπάτα ή το γειτονικό Μαζαράκι ή Μαζαρακιά της Θεσπρωτίας.

Οικισμοί

Σουλιώτες: Καταγωγή, Ο τόπος, Κοινωνική οργάνωση 
Το Σούλι, σε χαλκογραφία του H.Holland

Κατά την επικρατέστερη άποψη, οι πρώτοι κάτοικοι που εγκαταστάθηκαν στην απρόσιτη ορεινή αυτή περιοχή δημιούργησαν στη σειρά τέσσερα χωριά, το Σούλι, τη Σαμονίβα, την Κιάφα και το Αβαρίκο, σε απόσταση μισής ώρας δρόμο το ένα από το άλλο, και που όλα μαζί καλούνταν, λόγω του αριθμού τους, «τετραχώρι». Σύμφωνα με τον Περραιβό, αργότερα, «καθώς ευρίσκοντο στενοχωρημένοι» στο τετραχώρι, δημιουργήθηκαν άλλα επτά νέα χωριά (Τζικούρι, Περιχάτι, Βίλια, Αλσοχώρι, Κοντάτες, Γκιονάλα και Τζιφλήκι), τα οποία αποτελούσαν το «εφταχώρι».[εκκρεμεί παραπομπή] Οι Σουλιώτες όλων των χωριών αυτών συσπειρώθηκαν και δημιούργησαν, τη λεγόμενη από τους ερευνητές «ομοσπονδία» ή «συμπολιτεία του Σουλίου», την οποία συγκροτούσαν τα 11 σουλιωτοχώρια. Στην ακμή της ισχύος τους, υπολογίζεται ότι η συνομοσπονδία των Σουλιωτών είχε 12.000 πληθυσμό και πάνω από 60 χωριά.

Τοπωνύμια

Μια μελέτη του 1922 από τον Έλληνα ακαδημαϊκό Πέτρο Φουρίκη, ο οποίος εξετάζει τα τοπωνύμια και μικροτοπωνύμια όπως τα Κιάφα, Κούγκε, Βίρα ή Μπίρα, Γκούρα, Δέμπες, Σαμονίβα, Στρέτεζα ή Στρέθεζα, Μούργκα, Βούτζι, Βρέκου - η - Βετετίμεσε κ.ά., βρήκε ότι προέρχονται από την αλβανική γλώσσα. Δε συμφωνεί με τον Φουρίκη ο Αλέξ. Μαμμόπουλος, ο οποίος θεωρεί ότι στα τοπωνύμια και τα κυριώνυμα έχουν συμβάλλει όλες οι γλώσσες της περιοχής και ότι πολλά από αυτά είναι ελληνικά. Η Βάσω Ψιμούλη θεωρεί ότι πολλά από τα τοπωνύμια της ευρύτερης περιοχής του Σουλίου είναι σλαβικά ή βλάχικα (Ζαβρούχο, Μούργκα, Σκάπετα, Κορίστιανη, Γλαβίτσα, Σαμονίβα, Αβαρίκο), ενώ αυτά του πυρήνα των τεσσάρων σουλιώτικων οικισμών είναι κατεξοχήν αλβανικά. Σλαβικής προέλευσης θεωρεί το όνομα Αβαρίκο (σερβ. «αβόρ» = πλάτανος) και ο Θεσπρωτός δάσκαλος Σπ. Μουσελίμης που το 1975 και 1976 δημοσίευσε εκατοντάδες τοπωνύμια του Σουλίου. Ο ίδιος θεωρεί γενικά ότι αυτά είναι αρβανίτικης, ελληνικής και σλαβικής προέλευσης και δίνει τις ερμηνείες πολλών από τα μη ελληνικά.[Χρειάζεται σελίδα]

Κοινωνική οργάνωση

Πατριές (φάρες)

Οι Σουλιώτες είχαν δική τους μορφή κοινωνικής οργάνωσης που βασιζόταν στην οικογενειοκρατία, τις λεγόμενες φάρες (πατριές), οι οποίες έφθαναν σε αριθμό περίπου τις 47, αντιπροσωπεύοντας 150 οικογένειες. Σπουδαιότερες εξ αυτών ήταν η φάρα του Δημοδράκου, του Ζάρμπα, του Ζέρβα, του Μπότσαρη, του Τζαβέλλα, του Δαγκλή, του Καραμπίνη, του Κουτσονίκα κ.ά.[εκκρεμεί παραπομπή] Στις αρχές του 19ου αιώνα ο Περραιβός κατέγραψε ως εξής την πληθυσμιακή συγκρότηση και τις φάρες των τεσσάρων οικισμών του Σουλίου:

Διοίκηση

Σουλιώτες: Καταγωγή, Ο τόπος, Κοινωνική οργάνωση 
Ο Φώτο Σέχος από το Σούλι (πίνακας του Λουί Ντυπρέ).

Κάθε φάρα είχε τον δικό της αρχηγό του οποίου το αξίωμα ήταν κληρονομικό κατ΄ αρρενογονία. Οι αρχηγοί των φαρών συγκροτούσαν μια μορφή κυβέρνησης που λεγόταν «Κριτήριο της Πατρίδας» με κύριο καθήκον να κρίνει επί παντός και να αποφασίζει σχετικά, με αναμφίβολα και δικαστική εξουσία που βασιζόταν στο έθιμο.

Ανώτατη εξουσία ασκούσε το «Γενικό Συνέδριο» που ονομαζόταν «Πλεκεσία» (< αλβ. pleqësia «δημογεροντία»), στο οποίο λάμβαναν μέρος εκτός από τους αρχηγούς των οικογενειών και κάθε Σουλιώτης που είχε διακριθεί σε ανδραγαθία. Αυτό αποφάσιζε θέματα πολέμου, ειρήνης, συμμαχίας και οτιδήποτε αφορούσε τις εξωτερικές σχέσεις της «συμπολιτείας», της οποίας πρωτεύουσα ήταν το Σούλι όπου και γίνονταν οι συνελεύσεις των δύο παραπάνω οργάνων.

Για τα ήθη και τα έθιμα των Σουλιωτών χαρακτηριστικές είναι οι πληροφορίες που άφησε ο Χριστόφορος Περραιβός στην ιστορική συγγραφή του, που άντλησε κατά την επιτόπια έρευνά του όταν στάλθηκε εκεί από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη για να τους μυήσει στην Επανάσταση. Σημειώνει λοιπόν ο Περραιβός: «Κανένας από τους Σουλιώτες καμμίαν τέχνην ή πραγματείαν δεν μεταχειρίζεται, παρά όλη τους η γύμνασις από παιδιόθεν είναι εις τα άρματα. Με αυτά τρώγουν, με αυτά κοιμούνται, με αυτά ξυπνούν». Σημειώνεται ότι την εποχή εκείνη τα Σουλιωτοχώρια συντηρούσαν περίπου 2.500 ένοπλους λιτοδίαιτους, σκληραγωγημένους και ολιγαρκείς, οι οποίοι και αποτελούσαν εγγύηση της ασφάλειας της περιοχής, έναντι των Τούρκων, ο δε συνολικός πληθυσμός υπολογίζεται πως έφθανε περί τους 10.000 έως 12.000.

Έγιναν ονομαστοί για τις πολεμικές τους ικανότητες και τις άλλες αρετές τους. Γενικά οι Σουλιώτες επιδείκνυαν χαρακτηριστική τυφλή υπακοή και πειθαρχία στους αρχηγούς τους στην περίοδο των πολέμων τους. Θεωρούσαν την ελευθερία πολυτιμότερη της ζωής τους. Τα δε ήθη τους ήταν πολύ αυστηρά. Σέβονταν τις γυναίκες τους, τιμούσαν τους διακρινόμενους σε μάχες, περιφρονούσαν τους δειλούς όπως και τις γυναίκες αυτών. Μία απλή υπόνοια για την ηθική μιας γυναίκας αρκούσε για να λιθοβοληθεί με απόφαση του αρχηγού της φάρας. Σε περίπτωση μοιχείας τη μοιχαλίδα την έβαζαν μέσα σε τσουβάλι (σάκκο) και την γκρέμιζαν σε φαράγγι του Αχέροντα. Οι Σουλιώτες διακρίνονταν για τις υποσχέσεις και συμφωνίες τους που θεωρούσαν ιερές, και θανάτωναν όσους παρέμβαιναν τις αρχές τους. Η αντεκδίκηση ή «γκιάκ» (κοινώς βεντέτα) ήταν νόμος απαράβατος. Γενικά όμως ήταν γενναίοι, ριψοκίνδυνοι, ευσταλείς, γρήγοροι, φιλελεύθεροι, αρκετές φορές μεγαλόψυχοι, φιλοπάτριδες, αλλά και αφοσιωμένοι σε επιδρομές και λαφυραγωγήσεις.

Άλλα χαρακτηριστικά στοιχεία ήταν ότι δεν κουρεύονταν, φορούσαν και αυτοί φουστανέλα και στολίζονταν στο στήθος με «τσαπράζια». Τα δε ρούχα των γυναικών ήταν όλα κεντητά. Αγαπημένο μουσικό όργανο των Σουλιωτών ήταν ο ταμπουράς.

Οικονομία

Ζούσαν με πολύ περιορισμένα προϊόντα λόγω του άγονου του ορεινού εδάφους με συνέπεια αυτή η ίδια η φύση να τους εξαναγκάζει πολλές φορές να προβαίνουν σε επιδρομές στις πεδινές περιοχές να ληστεύουν και να λαφυραγωγούν υποχρεώνοντας τους κατοίκους των περιοχών που υπέτασσαν να τους πληρώνουν φόρους σε χρήμα αλλά και σε είδος. Οι δε κάτοικοι αυτών των 70 περίπου κατακτηθέντων χωριών καλούνταν «Παρασουλιώτες». Η δε σχέση μεταξύ Σουλιωτών και Παρασουλιωτών έφερνε στη μνήμη, όπως σημειώνει ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, εκείνη μεταξύ των αρχαίων Σπαρτιατών και των Περιοίκων.

Στα μέσα του 16ου αιώνα το Σούλι είναι καταγεγραμμένο σε οθωμανικό φορολογικό κατάστιχο ως χωριό κατοικούμενο από 244 υπόχρεους καταβολής φόρου στον εξ ολοκλήρου χριστιανικό ναχιγιέ του Άη-Δονάτου, τμήμα του ομώνυμου καζά στο σαντζάκι του Δέλβινου. Σε φορολογικό κατάστιχο του 1613, ωστόσο, το Σούλι είναι ένας από τους οικισμούς στους οποίους καταγράφονται φορολογούμενοι που καταβάλλουν resm-çift και resm-i bennak, φόρους που πλήρωναν μουσουλμάνοι υπήκοοι, επήλυδες ή προσήλυτοι στο Ισλάμ.

Οι Σουλιώτες πλήρωναν στον Σουλτάνο ετήσιο φόρο, τον λεγόμενο κεφαλικό και τον λεγόμενο «προβατικόν», (που προηγουμένως μάζευαν από τους Παρασουλιώτες).[εκκρεμεί παραπομπή] Οι Σουλιώτες υπάγονταν σε έναν σπαχή, ο οποίος είχε ένα βαθμό δικαιοδοσίας στο Σούλι, τους εκπροσωπούσε, όπως μαρτυρεί ένα έγγραφο του 1794, και στον οποίο κατέβαλλαν ένα μικρής ποσότητας φόρο. Η ένταξη των Σουλιωτών στο τιμαριωτικό σύστημα μέσω της καταβολής φόρου, επικύρωνε τη νομιμότητά τους, τους εξασφάλιζε τη δυνατότητα εκπροσώπησης μέσω του σπαχή και επέτρεπε τη συνέχιση της άσκησης κυριαρχίας και του πλουτισμού τους μέσω δραστηριοτήτων όπως η ληστεία και η παροχή προστασίας σε υπήκοους πληθυσμούς. Ο Περραιβός μαρτυρεί ότι ο «σιπαχης της σολης» Μπεκίρ μπέης ήταν εγκατεστημένος στα Γιάννενα και πήγαινε στο Σούλι μια φορά το χρόνο για να συλλέξει το φόρο. Ακόμη, ότι ο Αλή πασάς, ο οποίος επιδίωκε να συγκεντρώσει στα χέρια του τις προσόδους όλων των μεγάλων γαιοκτημόνων της περιοχής για να αυξήσει τη δική του πολιτική ισχύ, προσπάθησε να εξαγοράσει από αυτόν έναντι υψηλού αντιτίμου το τιμαριωτικό δικαίωμα του Σουλίου και, ερχόμενος αντιμέτωπος με την επίμονη άρνησή του, τον θανάτωσε.

Γλώσσα

Σουλιώτες: Καταγωγή, Ο τόπος, Κοινωνική οργάνωση 
Σελίδα από το ημερολόγιο του Φώτου Τζαβέλα στα ΓΑΚ (1792-1793)

Οι Σουλιώτες ήταν δίγλωσσοι και μιλούσαν ελληνικά και αρβανίτικα, Κατά τον Noel Malcolm, τα τοπωνύμια του Σουλίου συντείνουν ότι οι Σουλιώτες ήταν αρχικά αλβανόφωνοι, αλλά πολλοί είχαν πιθανώς γίνει δίγλωσσοι μιλώντας και τα ελληνικά από τις αρχές του 17ου αιώνα. Σύμφωνα με τη Βάσω Ψιμούλη, μιλούσαν τα αλβανικά ως απόγονοι αλβανικής ποιμενικής ομάδας που είχε εγκατασταθεί στην περιοχή, ενώ, λόγω της επικοινωνίας και των ανταλλαγών με τους κατά κύριο λόγο ελληνόφωνους πληθυσμούς των γύρω περιοχών, και της σημαντικής οικονομικής και στρατιωτικής τους παρουσίας στην περιοχή το 18ο αιώνα, έμαθαν να χρησιμοποιούν και την ελληνική γλώσσα. Έγραφαν μόνο στα ελληνικά, καθώς στην περιοχή της Ηπείρου και ιδίως της Τσαμουριάς η γραπτή επικοινωνία μεταξύ αλβανόφωνων, που ως επί το πλείστον ήξεραν να μιλούν ελληνικά και χρησιμοποιούσαν Έλληνες γραμματικούς, γινόταν στην ελληνική, όπως συμβαίνει π.χ. στην αλληλογραφία Τσάμηδων μπέηδων με τον Αλή πασά. Ο Τίτος Γιοχάλας, που μελέτησε το ελληνο-αλβανικό λεξικό του Μάρκου Μπότσαρη, παρατηρεί ότι το αλβανικό ιδίωμα του λεξικού ανήκει στην τοσκική διάλεκτο των αλβανικών, διασώζει πολλά αρχαϊκά γλωσσικά στοιχεία, όμοια με αυτά των ελληνο-αλβανικών κοινοτήτων της Κάτω Ιταλίας, και βρίσκεται πλησιέστερα στα αρβανίτικα που ομιλούνταν τη δεκαετία του 1960 στο χωριό Ανθούσα (πρώην Ράπεζα). Παρατηρώντας φαινόμενα ελληνικής σύνταξης σε αλβανικές φράσεις του λεξικού, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είτε η μητρική γλώσσα του Μπότσαρη και των συνεργατών του ήταν η ελληνική είτε η επίδραση της ελληνικής στην αλβανική που μιλιόταν πιθανώς στην περιοχή του Σουλίου ήταν τόση ώστε να επηρεάσει πέρα από το λεξιλόγιο και τη σύνταξή της. Κατά τον Εμμανουήλ Γ. Πρωτοψάλτη οι Σουλιώτες είχαν ως μητρική γλώσσα την ελληνική της Βορείου Ηπείρου.

Εξωτερικές περιγραφές

Οι Τσάμηδες και οι Βλάχοι αποκαλούσαν τους Σουλιώτες «Γραικούς»[εκκρεμεί παραπομπή]. Ο Αθανάσιος Ψαλίδας, γραμματέας του Αλή πασά, μαρτυρεί πως το Σούλι (ή Κακοσούλι) είχε «Γραίκους» πολεμιστές που πάλευαν τους Αλβανούς για πολλά χρόνια. Ο ανώνυμος συγγραφέας της Ελληνικής Νομαρχίας έγραψε πως, «η διαυθέντευσις των Σουλιωτών κατά του της Ηπείρου τυράννου αρκετώς θέλει αποδείξει, ότι η Ελλάς γεννά ακόμη Λεωνίδας και Θεμιστοκλείς». Εκτός από τις σύγχρονες μαρτυρίες, οι Σουλιώτες ήταν γνωστοί ως Έλληνες ακόμη και από τους εχθρούς τους. Ο Βελή πασάς, γιος του Αλή πασά, έστειλε επιστολές στον πατέρα του από τον Απρίλιο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1803, στις οποίες αποκαλεί τους Σουλιώτες «Ρωμαίους», ή «Ρωμιούς» αλλά και «Ρωμέγους». Όλοι αυτοί οι όροι δηλώνουν ότι η σουλιωτική συνομοσπονδία αποτελούταν από Έλληνες. Ο Αχμέτ Μουφίτ, μεγάλος-εγγονός του Αλή πασά, προσπάθησε να μετατρέψει τους Σουλιώτες από «ορθόδοξους Αλβανούς», σε δικούς του, αναφέρει κατά γράμμα. Αναφερόταν οργισμένος στο πώς οι Σουλιώτες προκάλεσαν την επίθεση του Αλή πασά, το 1789, επειδή θεωρούσαν τους εαυτούς τους Χριστιανούς Έλληνες, ενώ έγιναν και πολιτικά εργαλεία της Ρωσίας. Μετά από την πρώτη του επαφή με τους Σουλιώτες, ο Byron (Λόρδος Βύρων) περιγράφει τους Σουλιώτες ως «κακότροπους Ρωμιούς που μιλούν λίγα Ιλλυρικά». Ο Γουίλιαμ Μάρτιν Ληκ γράφει ότι «οι Σουλιώτες δεν ήταν Έλληνες αλλά Αλβανοί Χριστιανοί. Χρησιμοποιούσαν πάντοτε την Αλβανική γλώσσα ιδιωτικά, αλλά, κατοικώντας στα όρια, όλοι οι άνδρες και πολλές από τις γυναίκες μπορούσαν να μιλήσουν ελληνικά. Τα περισσότερα μέρη στο Σούλι και στον περίγυρό του είχαν δυο ονομασίες, μία ελληνική και μία αλβανική». Ως αποτέλεσμα της ποιητικής ανάπλασης της Αλβανίας από τον Μπάιρον ως ενός «άγριου» τοπίου στο Προσκύνημα του αρχοντόπουλου Χάρολντ, σε ταξιδιωτικά ημερολόγια των αρχών του 19ου αιώνα καταγράφηκαν μία σειρά αναπαραστάσεων των ήδη γνωστών ως ανίκητων πολεμιστών Σουλιωτών. Μία από τις πιο εντυπωσιακές εικόνες ήταν μία υδατογραφία, δημιούργημα του Βρετανού αρχιτέκτονα Τσαρλς Ρόμπερτ Κόκρελ, η οποία ενσωματώθηκε το 1820 σε περιηγητικό βιβλίο του Τόμας Χιουζ. Η παράσταση αυτή πάνοπλων Σουλιωτών σε ένα άγριο τοπίο απέδωσε συνοπτικά τα χαρακτηριστικά της επιδεξιότητας και της εγρήγορσης των ορεσίβιων πολεμιστών, με αποτέλεσμα να αναπαραχθεί μαζικά στην Ευρώπη το 19ο αιώνα, εικονοποιώντας τη ρομαντική οριενταλιστική θεώρησή του άγριου και ταυτόχρονα ηρωικού Άλλου.

Πόλεμοι

Οι Οθωμανοί Τούρκοι προσπάθησαν επί πολλά χρόνια να κατακτήσουν τα εδάφη της συνομοσπονδίας των Σουλιωτών, όχι βέβαια για να επιβάλλουν φόρους σε μια τελείως άγονη περιοχή, όσο για να εξουδετερώσουν τους ανυπότακτους Σουλιώτες. Οι πρώτες συγκρούσεις μεταξύ Σουλιωτών και Οθωμανών (συμπεριλαμβανομένων Αλβανών μουσουλμάνων) άρχισαν, κατά την τοπική παράδοση, περίπου στα 1635, αν όχι νωρίτερα. Οι πρώτες όμως ιστορικές αναφορές για αντι-οθωμανική δράση των Σουλιωτών ανάγονται στην περίοδο του Ενετοτουρκικού πολέμου (1684-1699), όπου οι επιτυχίες των Ενετών δημιούργησαν αναστάτωση και αναβρασμό σ΄ όλες τις νοτιοανατολικές περιοχές, από τη Δαλματία ως την Ήπειρο.

Πιο συγκεκριμένα:

  • To 1721 ο Ζατζή Αχμέτ (ή Χατζή Αχμέτ), Πασάς των Ιωαννίνων, μετά την απόρριψη της πρότασής του για υποταγή των Σουλιωτών, πολιόρκησε το Σούλι με ισχυρή δύναμη (8.000 ανδρών) πλην όμως αναγκάσθηκε να υποχωρήσει μετά από αιφνιδιαστική νυκτερινή αντεπίθεση των Σουλιωτών όπου και είχε πολύ μεγάλες απώλειες.
  • Το 1731, κατ΄ άλλους το 1732, με υποκίνηση των Ενετών ξεσηκώθηκαν οι Σουλιώτες καθώς και οι κάτοικοι του χωριού Μαργαρίτι. Κατά διαταγή τότε του Σουλτάνου ακολούθησαν διάφορες εκστρατείες, τόσο από τον Χατζή Αχμέτ, όσο και από άλλους Μπέηδες και Αγάδες της περιοχής χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα.
  • Το 1754, ο Μουσταφά Πασάς, ο νέος Πασάς των Ιωαννίνων, επιχειρεί και αυτός εκστρατεία που είχε την τύχη των προηγουμένων.
  • Στα επόμενα χρόνια ο Τουρκαλβανός Μουσταφά Κόκκα επιτέθηκε με 4.000 στρατιώτες και ο Μπεκίρ Πασάς με 5.000 στρατιώτες. Και οι δύο, ωστόσο, απέτυχαν να νικήσουν τους Σουλιώτες.
  • Το 1759 ο Ντόστ μπέης, του Γαρδικίου, και της Παραμυθιάς ο οποιος ήταν και διοικητής του Δέλβινου, νικήθηκε από τους Σουλιώτες.
  • To 1762, ο Μαξούντ Αγάς (ή Μαζούντ Αγάς) του Μαργαριτίου, που ήταν Βοεβόδας,(κυβερνήτης) της Αρτας, είχε την ίδια μοίρα, μετά από ήττα που υπέστη στην περιοχή «Λάκκα» των Λελόβων, καταφέρνοντας όμως να αποσπάσει τα γύρω χωριά της Λέλοβας και Λακοπούλας.
  • Το 1772, ο Αγάς του Μαργαριτίου, Σουλεϊμάν Τσαπάρη ή Τζαπάρκα, επιτέθηκε στους Σουλιώτες με στρατό 8.000 - 9.000 ανδρών, που είχαν ξεσηκωθεί, όταν τον προηγούμενο φθινόπωρο (1771), κατά τη διάρκεια των Ορλωφικών, τους είχε επισκεφθεί κάποιος απεσταλμένος των Ρώσων με γράμματα του Αλέξιου Ορλώφ καθώς και με αρκετά πολεμοφόδια. Η εκστρατεία αυτή όχι μόνο απέτυχε, όπως όλες οι προηγούμενες, αλλά και ο ίδιος ο Αγάς αχμαλωτίσθηκε, ενώ οι απώλειες σε νεκρούς και αιχμαλώτους Τούρκους υπήρξαν πολύ μεγάλες. Τελικά ο Αγάς και κάποιοι εκ των αιχμαλώτων απελευθερώθηκαν με λύτρα που στάλθηκαν από τα Ιωάννινα, και την Κωνσταντινούπολη, ενώ κάποιοι άλλοι ανταλλάχθηκαν με υποσχέσεις ανεξαρτησίας. Σχετικά γεγονότα του 1772 γύρω από το Σούλι υπάρχουν σε αναφορές του διοικητή της ενετοκρατούμενης Πάργας, που υπάρχουν στα Ενετικά αρχεία.
  • Το 1775 ακολούθησε επιχείρηση του Κούρτ Πασά που έφτασε μέχρι την περιοχή της Ρουσάτσας, πλην όμως αναγκάσθηκε να υποχωρήσει.

Επί Αλή Πασά

Το 1788 ήδη Πασάς Ιωαννίνων είναι ο Αλή Πασάς. Οι δε πολεμικές συγκρούσεις που ακολούθησαν έγιναν εντονότερες και σφοδρότερες. Αιτία αυτών στάθηκε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1787-1792), στην αρχή του οποίου, τον Σεπτέμβριο του 1788, φθάνει στο Σούλι, ο Λουίζης Σωτήρης, απεσταλμένος της Αυτοκράτειρας της Ρωσίας, Μεγάλης Αικατερίνης, προκειμένου να ξεσηκώσει σε επανάσταση τους Σουλιώτες. Έτσι τον Μάρτιο του 1789, ονομαστοί οπλαρχηγοί μεταξύ των οποίων οι Γιώργης Μπότσαρης, Λάμπρος Τζαβέλας, Βέικος Ζάρμπας, Νικολός Ζέρβας, Δήμος Δράκος κ.ά. δηλώνουν εγγράφως προς την Αυτοκράτειρα, μέσω των απεσταλμένων της ότι είναι έτοιμοι να πολεμήσουν εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μαθαίνοντας ο Αλή Πασάς τα γεγονότα αυτά, αμέσως οργάνωσε την πρώτη εκστρατεία εναντίον των Σουλιωτών.

Πρώτος πόλεμος Αλή Πασά - Σουλιωτών (1789)

Έτσι τον ίδιο χρόνο, την άνοιξη του 1789, ο Αλή Πασάς εκστράτευσε κατά των Σουλιωτών με 10.000 Τουρκαλβανούς. Η εκστρατεία αυτή κράτησε τέσσερις μήνες, οι δε Σουλιώτες επέδειξαν μοναδική δύναμη αντίστασης και εξαιρετική πολεμική ικανότητα με συνέπεια η εκστρατεία αυτή να λήξει άδοξα. Αφ' ετέρου, με νεότερα στοιχεία (έγγραφα της περιόδου εκείνης) που ήλθαν στο φως, φαίνεται ότι ο Αλή Πασάς τον Ιούλιο, μετά την υποχώρησή του, συνομολόγησε συνθήκη με τους Σουλιώτες όπου και ανέλαβε να καταβάλει μισθούς στους οπλαρχηγούς προκειμένου αυτοί ν΄ αναλάβουν την ασφάλεια της περιοχής, παίρνοντας όμως εχέγγυα πέντε παιδιά (ομήρους), από τις οικογένειες των οπλαρχηγών.

Δεύτερος πόλεμος Αλή Πασά - Σουλιωτών (1792)

Το 1792΄, με τη λήξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου, όπου και συνομολογήθηκε η Συνθήκη του Ιασίου, μεταξύ της Ρωσίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Αλή Πασάς, προκειμένου να παγιώσει μια πλήρη ευνομούμενη κατάσταση στο πασαλίκι του, επιχείρησε δεύτερη εκστρατεία κατά των Σουλιωτών, με δύναμη 10.000 Τουλκαλβανών, που και αυτή υπήρξε ατυχής. Αν και είχε ομήρους (όπως τον Φώτο Τζαβέλλα που ήταν γιος του Λάμπρου Τζαβέλλα), οι Σουλιώτες αγωνίστηκαν θαρραλέα, κάτω από τη διοίκηση του Γεωργίου Μπότσαρη, του Λάμπρου Τζαβέλλα και του Δήμου Δράκου. Ακόμη και οι γυναίκες, υπό τη Μόσχω (σύζυγο του Λάμπρου Τζαβέλλα), συμμετείχαν στη μάχη. Σκοτώθηκαν 2.000 Τουρκαλβανοί και 74 Σουλιώτες.

Έτσι ανεπιτυχής υπήρξε και αυτή η εκστρατεία για την οποία σημείωνε ο Ενετός προνοητής (= αρμοστής) της Αγίας Μαύρας (Λευκάδας): «στα ορεινά καταφύγια που αποτελούν την άμυνα των Σουλιωτών, κατέρρευσεν η φιλαυτία του υπερηφάνου (Αλή) Πασά». Ο δε Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, στο ποίημά του «Φυγή», περιγράφει ποιητικά ακριβώς αυτή την εκστρατεία μετά την οποία ο Αλή Πασάς αναγκάσθηκε να δεχθεί κάποιες προτάσεις των Σουλιωτών σχετικά με τη διοίκηση (μοίρασμα) της περιοχής.

Οι Σουλιώτες έπαιρναν όλες τις προμήθειές τους από την Πάργα, ενώ έλαβαν υποστήριξη από την Ευρώπη με τη Ρωσία και τη Γαλλία να τους παρέχουν τα απαραίτητα όπλα και πυρομαχικά. Για τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, οι Σουλιώτες ήταν όργανο για να αποδυναμώσουν την οθωμανική αυτοκρατορία. Όταν οι Βρεταννοί πολιτικοί άλλαξαν διαθέσεις απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, προκειμένου να ενισχύσουν τις δυνάμεις εναντίον του Ναπολέοντα, οι προμήθειες όπλων και πυρομαχικών διακόπηκαν. Χωρίς υποστήριξη από το εξωτερικό και με τους Σουλιώτες καταπονημένους από τη χρόνια πολιορκία, η ενότητα των γενών τους άρχισε πλέον να διασπάται.

Τρίτος πόλεμος Αλή Πασά - Σουλιωτών (1803)

Σουλιώτες: Καταγωγή, Ο τόπος, Κοινωνική οργάνωση 
Το Κούγκι
Σουλιώτες: Καταγωγή, Ο τόπος, Κοινωνική οργάνωση 
Κάστρο Κιάφας στο Σούλι
Σουλιώτες: Καταγωγή, Ο τόπος, Κοινωνική οργάνωση 
Οι Σουλιώτισσες, Ary Scheffer (1827)

Η 3η εκστρατεία του Αλή Πασά κατά των Σουλιωτών ξεκίνησε στην πραγματικότητα το 1800. Στο μεταξύ είχαν διαμορφωθεί οι ακόλουθες συνθήκες: οι Ενετοί είχαν ήδη απομακρυνθεί από την Επτάνησο και τη θέση τους είχαν πάρει οι Γάλλοι, από το 1797. Μετά όμως από την καταστροφή που υπέστησαν στη ναυμαχία του Αμπουκίρ το 1798 (στην Αίγυπτο), ο Αλή Πασάς άρχισε να γίνεται ο κυρίαρχος της περιοχής. Έτσι προκειμένου να προλάβει διείσδυση των Άγγλων στην περιοχή που τον ενδιέφερε, εκστράτευσε στην Ήπειρο αφού προηγουμένως είχε συμμετάσχει στην εκστρατεία κατά του Πασά του Βιδινίου Πασβάνογλου (1798), με διπλάσιο στρατό απ΄ ότι είχε ζητήσει ο Σουλτάνος, γεγονός που του είχε προσδώσει νέο κύρος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Σουλιώτες: Καταγωγή, Ο τόπος, Κοινωνική οργάνωση 
Ελληνικό γραμματόσημο του 1979 που τιμά τη θυσία των Σουλιωτισσών

Έτσι ο Αλή Πασάς εκστρατεύοντας το 1800 στη Ήπειρο και καταλαμβάνοντας το Βουθρωτό, την Ηγουμενίτσα, τη Βόνιτσα και την Πρέβεζα, ενίσχυσε τη θέση του στην περιοχή ενώ ταυτόχρονα εξασφάλισε τον έλεγχο των Σουλιωτών κάνοντας στενότερο τον αποκλεισμό τους. Παρόλα αυτά οι Σουλιώτες συγκεντρώθηκαν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και αποφάσισαν ή να νικήσουν ή να πεθάνουν. Ήταν λιγότεροι από 2.000 οπλισμένοι. Οι κύριοι ηγέτες τους ήταν ο Φώτος Τζαβέλλας, ο Δήμος Δράκος, ο Τάσος Ζέρβας, ο Κουτσονίκας, ο Δαγκλής, ο Γιαννάκης Σέχος, ο Φωτομάρας, ο Βέικος Ζάρμπας, ο Τζαβάρας, ο Ζυγούρης Διαμάδης και ο Γιώργος Μπούζγος. Τέσσερα χρόνια κράτησε ο αγώνας τους. Οι Σουλιώτες κέρδιζαν όλες τις αποφασιστικές μάχες, όμως ο Αλή Πασάς έχτιζε κάστρα στα γειτονικά χωριά για μακροχρόνια πολιορκία. Οι Σουλιώτες έκαναν τότε εκκλήσεις για βοήθεια στη Γαλλία και τη Ρωσία, που όμως δεν τελεσφόρησαν. Επακολούθησαν και νέες μάχες πολύ πιο σκληρές, με τελευταία στις 7 Δεκεμβρίου γύρω από το Κούγκι και την Κιάφα που είχαν αποσυρθεί. Μένοντας όμως χωρίς τρόφιμα και πυρομαχικά αναγκάστηκαν τελικά να συνθηκολογήσουν.

Στις 12 Δεκεμβρίου του 1803 οι Σουλιώτες συνθηκολόγησαν και ο Αλή Πασάς υποσχέθηκε να τους αφήσει ελεύθερους με όλη την κινητή ιδιοκτησία τους, ακόμη και τα όπλα τους, φτάνει να εγκατέλειπαν μαζί με τις οικογένειές τους, το ταχύτερο, τα πατρώα εδάφη τους. Τέσσερις μέρες μετά, στις 16 Δεκεμβρίου, οι Σουλιώτες χωρίζονται σε τρεις φάλαγγες οι οποίες αναχώρησαν για τις ακτές της Ηπείρου. Έτσι έληξε η 3η εκστρατεία η οποία και κατέστη τελικά νικηφόρα για τον Αλή Πασά μετά από τόσους αγώνες.[εκκρεμεί παραπομπή] Όταν έφυγαν και τα τελευταία σουλιώτικα γένη, ο ιερομόναχος Σαμουήλ παρέμεινε με πέντε Σουλιώτες [εκκρεμεί παραπομπή] στο Κούγκι, για να παραδώσει σε απεσταλμένους του Βελή, γιου του Αλή, τα πολεμοφόδια, αλλά την ώρα της παράδοσης η πυριτιδαποθήκη ανατινάχθηκε στο αέρα. Σύμφωνα με τον Περραιβό, ο Σαμουήλ, οργισμένος από τα λόγια ενός απεσταλμένου του Βελή, αυτοπυρπολήθηκε προτιμώντας το θάνατο από το να παραδοθεί, ενώ σύμφωνα με μία «θύμηση» καταγεγραμμένη σε τοιχογραφία εκκλησίας της Σέλιανης και κατά την Αληπασιάδα η ανατίναξη ήταν ενέργεια του Φώτου Τζαβέλα κατ' εντολήν του Αλή. Σύμφωνα με τον Τζορτζ Φίνλεϊ, ο Σαμουήλ ήταν Αλβανός από την Άνδρο και είχε το πάρει επίθετο:Τελευταία Κρίση

Η πρώτη φάλαγγα υπό τον Φώτο Τζαβέλλα και άλλους επικεφαλής των φαρών Δαγκλή, Βέικο Ζάρμπα, Δήμο Δράκο, Πανομάρα, έφθασε χωρίς καμία απώλεια στην Πάργα, που βρισκόταν υπό ρωσικό έλεγχο, και από εκεί πέρασε στην Κέρκυρα.

Η δεύτερη φάλαγγα υπό τους Κίτσο Μπότσαρη και Κουτσονίκα χτυπήθηκε στο Ζάλογγο, 16 Δεκεμβρίου του 1803, όπου και ακολούθησε απέλπιδα μάχη (στην οποία σκοτώθηκαν πολλοί Σουλιώτες ενώ περίπου 60 Σουλιώτισσες προτίμησαν, αντί την αιχμαλωσία, να γκρεμιστούν με τα παιδιά τους στο Ζάλογγο. Σήμερα έχει στηθεί στους βράχους του Ζαλόγγου μνημείο, ως φόρος τιμής στο ακαταδάμαστο πνεύμα των γυναικών αυτών.

Η τρίτη φάλαγγα υπό τους Μποτσαραίους έφθασε στο Βουργαρέλι που ήταν το άντρο των Μποτσαραίων. Από εκεί αναχώρησαν τον Ιανουάριο, προς τα Άγραφα, φοβούμενοι παρασπονδία του Αλή Πασά, όπου και εγκαταστάθηκαν γύρω από τη Μονή Σέλτσου. Τελικά στις 4 Απριλίου (1804) οι Τούρκοι περικύκλωσαν την περιοχή και ακολούθησε η περίφημη μάχη του Σέλτσου κατά την οποία πολλοί Σουλιώτες σφαγιάστηκαν και περισσότερες από 200 Σουλιώτισσες ακολούθησαν το παράδειγμα εκείνων του Ζαλόγγου.


Στα Επτάνησα

Πολλοί Σουλιώτες της 1ης κυρίως φάλαγγας εισήλθαν στην υπηρεσία των Ρώσων στην Κέρκυρα, όπου αποτέλεσαν σημαντικό κομμάτι της λεγεώνας των ελαφρών τυφεκιοφόρων. Αυτό ήταν ένα σύνταγμα ατάκτων στρατιωτών, που οργανώθηκε από τους Ρώσους και συστάθηκε από πρόσφυγες των ηπειρωτικών χωρών. Δεν περιέλαβε μόνο Σουλιώτες, αλλά και Χειμαριώτες, Μανιάτες, κλέφτες και αρματωλούς. Οι Σουλιώτες συμμετείχαν στις εκστρατείες στη Νάπολη το 1805, την Τένεδο το 1806, τη Δαλματία το 1806 και κατά τη διάρκεια της υπεράσπισης της Λευκάδας το 1807.

Με τη Συνθήκη του Τίλσιτ το 1807 και την ύφεση στις σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Γαλλίας, οι ρωσικές δυνάμεις αποσύρθηκαν από τα Επτάνησα και τα κατέλαβαν οι Γάλλοι. Οι Σουλιώτες και άλλα τμήματα των ρωσικών μονάδων εισήλθαν στην υπηρεσία των Γάλλων, σε μια μονάδα γνωστή ως «Αλβανικό Σύνταγμα» (Régiment Albanais). Κατά τη διάρκεια της αγγλογαλλικής διένεξης, μεταξύ 1810 και 1814, οι Σουλιώτες, ευρισκόμενοι στη γαλλική υπηρεσία, αντιμετώπισαν άλλους Έλληνες πρόσφυγες, που είχαν οργανωθεί από τους Βρετανούς σε ελαφρύ σύνταγμα πεζικού. Με δεδομένο ότι οι Σουλιώτες εγκαταστάθηκαν ως φρουρά στην Κέρκυρα, η οποία παρέμεινε υπό γαλλικό έλεγχο μέχρι το 1814, πολύ λίγοι εντάχθηκαν στην υπηρεσία των Βρεταννών.

Επιστροφή στα πάτρια

Σουλιώτες: Καταγωγή, Ο τόπος, Κοινωνική οργάνωση 
Σημαία που υψώθηκε από τον αρχηγό των Σουλιωτών, Μάρκο Μπότσαρη, στο Σούλι, Οκτώβριος 1820, μετά την εξορία στα Ιόνια νησιά. Η σημαία απεικονίζει τον Άγιο Γεώργιο και γράφει: «Ελευθερία», «Πατρίδα», «Θρησκεία.
Σουλιώτες: Καταγωγή, Ο τόπος, Κοινωνική οργάνωση 
Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη στο Κεφαλόφρυσο το 1823, σε πίνακα του Ντελακρουά

Όταν υπήρξαν σαφή σημάδια επικείμενης εξέγερσης εναντίον των Τούρκων, ο Αλή Πασάς θεώρησε κατάλληλη τη στιγμή για να καταστήσει την Ήπειρο ανεξάρτητο κράτος. Το 1820, ζήτησε από τους Σουλιώτες βοήθεια και αυτοί επέστρεψαν στην ηπειρωτική χώρα, για να υποστηρίξουν τον προηγούμενο εχθρό τους εναντίον του Σουλτάνου. Εντούτοις, τα σχέδια του Αλή απέτυχαν και αυτός σκοτώθηκε, ενώ οι Τούρκοι κατέλαβαν τα Ιωάννινα.

Κατ' εντολήν του επικεφαλής της Φιλικής Εταιρείας Αλέξανδρου Υψηλάντη, έφτασε στην Ήπειρο στις αρχές του 1821 ο γνώριμος και ιστοριογράφος των Σουλιωτών Χριστόφορος Περραιβός με σκοπό να τους πείσει να συμμαχήσουν με τον Αλή πασά εναντίον των Οθωμανών, ώστε να ευνοηθεί η επικείμενη Ελληνική Επανάσταση. Δίχως να έχουν γνώση της Εταιρείας οι Σουλιώτες είχαν ήδη συνάψει συμφωνία με τον Αλή, για να επιστρέψουν στα πατρογονικά τους μέρη. Αμέτοχοι της εθνικής ιδεολογίας και αισθανόμενοι μεγαλύτερη εγγύτητα με τους Αλβανούς Μουσουλμάνους παρά με τους Έλληνες, αποδέχτηκαν τις προτάσεις του Περραιβού, πειθόμενοι λιγότερο από την επιστολή του Υψηλάντη που έφερε μαζί του ο Περραιβός, η οποία τους περιέγραφε ως ηγέτες του ελληνικού στρατού και απογόνους των αρχαίων Ελλήνων, και περισσότερο από την εμπιστοσύνη που είχαν στο πρόσωπό του. Οι Σουλιώτες στήριξαν τελικά την Ελληνική Επανάσταση, που άρχισε τον Μάρτιο του 1821. Οι ηγέτες των Σουλιωτών, Μάρκος Μπότσαρης και Κίτσος Τζαβέλλας, Λάμπρος Βέικος έγιναν γνωστοί στρατηγοί κατά την Επανάσταση και πολλοί Σουλιώτες έχασαν τις ζωές τους υπερασπιζόμενοι το Μεσολόγγι. Ο Λόρδος Βύρων, ένας από τους πιο γνωστούς Ευρωπαίους εθελοντές φιλέλληνες και διοικητής του ελληνικού στρατού στη Δυτική Ελλάδα, προσπάθησε να οργανώσει τους Σουλιώτες σε τακτικό στρατό. Έγγραφο του Κίτσου Τζαβέλα προς την Γ' Εθνοσυνέλευση, με ημερομηνία 24 Μαρτίου 1827, τονίζει τις θυσίες των Σουλιωτών για την «κοινή πατρίδα».

Σουλιώτες εγκατεστημένοι στην Αθήνα αποτελούσαν την πλειονότητα των αλβανόφωνων Ελλήνων που το 1898 ίδρυσαν ως τμήμα του «Ελληνισμού» τον «Αρβανίτικο Σύνδεσμο», έναν από τους δύο συνδέσμους που αποσκοπούσαν στη δημιουργία ενιαίου ελληνοαλβανικού κράτους ή αλβανικής ηγεμονίας υπό ελληνική επικυριαρχία.

Έως το 1909, οι Τούρκοι διατήρησαν στρατιωτική βάση στο φρούριο της Κιάφας. Τελικά, το 1913, κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων, ο ελληνικός στρατός απελευθέρωσε ολόκληρη τη νότια Ήπειρο.

Παραπομπές

Πηγές

Προτεινόμενη βιβλιογραφία

  • Βάσω Ψιμούλη, Σούλι και Σουλιώτες: οικονομικά,κοινωνικά και δημογραφικά δεδομένα, Διδακτορική Διατριβή, Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Τμήμα Ιστορίας, Αθήνα, 1995[2]
  • Ψιμούλη, Βάσω (Ιούνιος-Δεκέμβριος 1996). «Σουλιώτες: βοσκοί και άρπαγες». Τα Ιστορικά 13 (24-25): 13-36. 
  • Ψιμούλη, Βάσω (Ιούνιος 2003). «Οι Σουλιώτες στα Επτάνησα». Τα Ιστορικά (38): 27-48. 
  • Καραμπελιάς Γεώργιος (2011). Συνωστισμένες στο Ζάλογγο, Οι Σουλιώτες, ο Αλή πασάς, και η αποδόμηση της ιστορίας, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα Συνοπτική παρουσίαση περιεχομένου
  • Σταλήμερος, Εμμ. Σεραφείμ, 2012. Σούλι και Σουλιώτες. Το γένος των Βέικο-Σταλήμερων, Ανδρομέδα, Αθήνα
  • Ελευθέριος Πρεβελάκης, Η Φιλική Εταιρεία, ο Αλή Πασάς και οι Σουλιώτες : (δύο εκθέσεις του William Meyer), στο: Μελετήματα στη μνήμη Βασιλείου Λαούρδα, Essays in memory of Basil Laourdas, Θεσσαλονίκη, εκδ.Σφακιανάκης, 1975,σ. [449]-470
  • Ulqini, Kahreman (1987). «Phénomènes de l'ancienne organisation sociale à Himara et à Suli». Ethnographie Albanaise 15: 197-222. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Tags:

Σουλιώτες ΚαταγωγήΣουλιώτες Ο τόποςΣουλιώτες Κοινωνική οργάνωσηΣουλιώτες ΠόλεμοιΣουλιώτες Στα ΕπτάνησαΣουλιώτες Επιστροφή στα πάτριαΣουλιώτες ΠαραπομπέςΣουλιώτες ΠηγέςΣουλιώτες Προτεινόμενη βιβλιογραφίαΣουλιώτες Εξωτερικοί σύνδεσμοιΣουλιώτεςΉπειρος (διαμέρισμα)Ιστορική περιοχήΟρθόδοξη ΕκκλησίαΣούλιΤουρκοκρατίαΧριστιανισμός

🔥 Trending searches on Wiki Ελληνικά:

Εθνική Τράπεζα της ΕλλάδοςΣαχάραΑρχιμανδρίτης Νικόδημος ΚαβαρνόςΉπειροιΟυίλλιαμ ΣαίξπηρΚατάλογος ελληνικών νησιών ανά πληθυσμόΑφροδίτη ΣκαφίδαΜΑΒΗ (παραστρατιωτική οργάνωση)Έξοδος του ΜεσολογγίουΝικόλας ΦαραντούρηςΡανιτιδίνηΒερολίνοΜεγάλη ΤεσσαρακοστήΠελοποννησιακός ΠόλεμοςΤο καφέ της ΧαράςΦΚ Ιντερνατσιονάλε ΜιλάνοΒάσω ΛασκαράκηΝομός ΒοιωτίαςΕλένη ΤσολάκηΓεώργιος ΚαραϊσκάκηςΜηνιγγίτιδαΚανάριες ΝήσοιΟρθόδοξη ΕκκλησίαΕπίκουροςΑλκέτ ΡιζάιΛευτέρης ΠετρούνιαςΠαναγίαΠαντελής ΠαντελίδηςΚύπελλο Ιταλίας (ποδόσφαιρο ανδρών)Στάδιο ΜαρακανάΠολιτείες των ΗΠΑΣωκράτης ΚόκκαληςΒόλφγκανγκ Αμαντέους ΜότσαρτΤελικό νιΠάγκρεαςΕπίρρημαΒαλκάνιαΑλέξανδρος ΠαπαδιαμάντηςΓιώργος ΚαλαϊτζάκηςΝίκος Παππάς (καλαθοσφαιριστής)Ελληνικό αλφάβητοΣτωικισμόςΚαρκίνοςΑνθρώπινα δικαιώματαΚώστας ΚαραμανλήςΔιαφωτισμόςΒαλδουίνος Δ΄ της ΙερουσαλήμΖώδιο (αστρολογία)Ντίνος ΜήτογλουΠυθαγόρειο θεώρημαΞάνθηΙσπανίαΜίμης ΠλέσσαςΚαρδιάΑγγλίαΜαρίνα ΣάττιΚαππαδοκίαΖωή ΚωνσταντοπούλουΤατιάνα ΛύγαρηΕλληνική γλώσσαΚωνσταντίνος ΜητσοτάκηςΜπούντεσλιγκαΜεξικόΠλεύση ΕλευθερίαςΛωρίδα της ΓάζαςΚατάλογος χωρών ανά πληθυσμόΝησιά Αιγαίου ΠελάγουςΤείχος του ΒερολίνουΓιάννης ΑντετοκούνμποΤατιάνα ΜπλάτνικΦίλιππος ΣαχινίδηςΡάφαΝιόνΠαναθηναϊκός (καλαθοσφαίριση ανδρών)ΜούσεςΔευτεροβάθμια εκπαίδευσηΛοιμώδης μονοπυρήνωσηΟικονομία της Ελλάδας🡆 More