Ο χορός του Ζαλόγγου είναι θρύλος με πυρήνα ιστορικό γεγονός που συνέβη μετά την οριστική κατάληψη του Σουλίου από τα στρατεύματα του Αλή πασά, τον Δεκέμβριο του 1803.
Στις 18 Δεκεμβρίου του 1803 (παλαιό ημερολόγιο), στη κορυφή του όρους Ζάλογγο, εξελίχθηκαν γεγονότα τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα μια ομάδα Σουλιωτισσών και Σουλιωτών με τα παιδιά τους να αποφασίσουν να πεθάνουν ελεύθεροι παρά να πέσουν στα χέρια των Τουρκαλβανών. Έτσι, προτίμησαν, με μία πράξη αυτοθυσίας, αντί να ατιμαστούν από τον αιώνιο εχθρό τους, να πέσουν από την άκρη του γκρεμού. Ορισμένες πηγές της εποχής, ή μεταγενέστερες, αναφέρουν πως οι Σουλιώτισσες έπεσαν «εν χορώ» και τραγουδώντας.
Η περίπτωση του Ζαλόγγου γρήγορα έγινε γνωστή όχι μόνο στον τουρκοκρατούμενο ελληνικό χώρο αλλά και στην Ευρώπη, κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, προκαλώντας ιδιαίτερη συγκίνηση και θαυμασμό.
Το 1802, ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων επανέλαβε τις προσπάθειές του να καταβάλει τους Σουλιώτες. Ήδη στις αρχές του 1803 η κατάσταση των πολιορκημένων είχε γίνει δύσκολη, καθώς άρχισαν να λείπουν οι τροφές και τα πολεμοφόδια. Επιπλέον, για να διασπάσει τους αντιπάλους του, έστειλε στο Σούλι τον Κίτσο Μπότσαρη (ο Αλή Πασάς είχε ήδη καταφέρει, χρησιμοποιώντας και πάλι την τακτική του «διαίρει και βασίλευε», η φάρα των Μποτσαραίων να φύγει από το Σούλι και να έρθει με το μέρος του) με προτάσεις ειρήνης αλλά με τον όρο να γίνει ο τελευταίος αρχηγός, στη θέση του Φώτου Τζαβέλλα. Η πονηρή τακτική του Αλή είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο να αποτύχουν οι διαπραγματεύσεις αλλά να αρχίσουν και διαμάχες μεταξύ των Σουλιωτών. Αποτέλεσμα των διαμαχών αυτών ήταν να φύγουν, θυμωμένοι, από το Σούλι και ο Μπότσαρης και ο Τζαβέλλας. Έτσι το Σούλι έχασε τους δύο πιο ικανούς πολέμαρχούς του.
Στο τέλος, μετά την προδοσία του Πήλιου Γούση, ο Αλής κατέλαβε το Αβαρίκο, κυκλώνοντας τους Σουλιώτες, φέρνοντάς τους σε τραγική θέση. Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1803, μερικοί από αυτούς κατάφεραν να διασπάσουν τον κλοιό και να σωθούν ενώ οι υπόλοιποι παραδόθηκαν, στις 12 Δεκεμβρίου, με τη συμφωνία να αφεθούν να φύγουν με τα όπλα τους, όπου αυτοί ήθελαν. Όμως στο Κούγκι, αποθήκη τροφών και πολεμοφοδίων των Σουλιωτών, ο καλόγερος Σαμουήλ με πέντε συντρόφους του απέρριψαν την παράδοση και ανατινάχθηκαν, σκοτώνοντας πολλούς άνδρες του Αλή. Τότε ο Αλή πασάς θεώρησε πως έπαυσε να ισχύει η συνθήκη του με τους Σουλιώτες και τους επιτέθηκε ενώ αυτοί όδευαν προς την Πάργα και το Ζάλογγο. Όσοι κατευθύνονταν προς την Πάργα μπόρεσαν, πολεμώντας σκληρά, να ξεφύγουν από τη μανία των Αλβανών και να περάσουν στην Κέρκυρα καθώς οι Παργινοί δεν τους δέχθηκαν, μετά από διαταγή του Αλή. Αντιθέτως, οι 100 οικογένειες που είχαν καταφύγει στο Ζάλογγο βρέθηκαν πολιορκημένες. Ένα μέρος τους, με αρχηγό τον Κίτσο Μπότσαρη, κατάφερε διενεργώντας έξοδο να ξεφύγει αλλά οι υπόλοιποι Σουλιώτες σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Τότε 22 γυναίκες και 6 άνδρες αυτοκτόνησαν πηδώντας, μαζί με τα παιδιά τους, από το ψηλότερο σημείο του βουνού σε ένα βάραθρο. Κατά τα ίδια γεγονότα η κόρη του Νότη Μπότσαρη, ενώ μετέφερε στους ώμους της την τραυματισμένη μητέρα της, βλέποντας ότι κινδύνευαν να συλληφθούν, έριξε τη μητέρα από έναν βράχο στον ποταμό Αχέροντα και έπεσε και η ίδια.
Ο ερευνητής του δημοτικού τραγουδιού, Αλέξης Πολίτης απορρίπτει τον θρύλο για το τραγούδι και τον χορό των γυναικών που έπεσαν στο Ζάλογγο και, εξετάζοντας τις διαθέσιμες ελληνικές και ξένες πηγές για το γεγονός, διαπιστώνει πως το περιστατικό έχει ιστορικό πυρήνα, διανθίστηκε όμως από τους μεταγενέστερους με λεπτομέρειες από φήμες τις οποίες είχαν ακούσει, χωρίς να τις ελέγξουν αυστηρά. Επίσης παραδίδει και μία εκδοχή, την οποία συνέλεξε ο Περικλής Ζερλέντης το 1866, στο γειτονικό χωριό Καμαρίνα. Κατ' αυτήν στη Μονή Ταξιαρχών, στη ρίζα του βράχου του Ζαλόγγου, είχαν καταφύγει 300 Σουλιώτες κατά των οποίων επιτέθηκε δύναμη 2.000 διωκτών τους και τους περικύκλωσε. Οι Σουλιώτες όρμησαν προς την κορυφή του βράχου για να περάσουν στην άλλη πλευρά και να γλυτώσουν. Την κορυφή όμως είχαν καταλάβει ήδη οι εχθροί τους με αποτέλεσμα οι Σουλιώτες να βρεθούν ανάμεσα σε δύο πυρά. Τότε οι τελευταίοι πέταξαν τα παιδιά τους στον γκρεμό και πολέμησαν, άντρες και γυναίκες, με τα σπαθιά τους εναντίον των Αλβανών. Μέσα στη μάχη, άλλοι γκρεμοτσακίστηκαν και άλλοι πήδησαν για να γλυτώσουν ή έστω να σκοτωθούν. Οι περισσότεροι από αυτούς σκοτώθηκαν αλλά μερικοί έπεσαν σε θάμνους και γλύτωσαν. Οι άνδρες του Αλή Πασά καταδίωξαν τους διασωθέντες οι οποίοι έπνιξαν τα παιδιά που φώναζαν, προκειμένου να μη γίνουν αντιληπτοί.
Κατά τον Αλέξη Πολίτη επίσης, το δημοτικό τραγούδι «Έχε γειά καημένε κόσμε», που αναφέρεται στο περιστατικό, δεν είναι βέβαιης γνησιότητας και η πρωιμότερη καταγραφή του είναι από το 1908.
Πρώτος που κατέγραψε το γεγονός αυτό, ήταν ο Πρώσος περιηγητής και διπλωμάτης Ιάκωβος Μπαρτόλντυ, που έτυχε την εποχή εκείνη (1803-1804) να βρίσκεται στα Ιωάννινα. Η έστω και πολύ περιληπτική αναφορά του στο γεγονός κρίνεται περισσότερο αντικειμενική, με δεδομένο ότι δεν ήταν και τόσο ευνοϊκός προς τους Έλληνες, ούτε όμως και με τον Αλή Πασά, που όμως δεν τον εμπόδισε να τονίσει τη γενναιότητα των Σουλιωτών, αλλά και την αγριότητα των τμημάτων του Αλή Πασά. Στην αναφορά του εκείνη στο έργο του Ταξίδιον εις την Ελλάδα 1803 - 1804, (δημοσιεύτηκε στη γερμανική το 1805, και σε γαλλική μετάφραση το 1807), σημειώνει (σε ελεύθερη μετάφραση):
Ο Μπαρτόλντυ δεν διευκρινίζει αν ο θάνατος των γυναικόπαιδων ήταν αποτέλεσμα αυτοκτονίας ή θηριωδίας.
Δεύτερος που κατέγραψε το γεγονός, περισσότερο λεπτομερώς, ήταν ο Άγγλος στρατιωτικός, περιηγητής και αρχαιολόγος, Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ, από πληροφορίες που συνέλεξε το 1805, ως αντιπρόσωπος της Αγγλίας στα Ιωάννινα, τις οποίες συμπεριέλαβε στο σύγγραμμά του Περιήγηση στη Βόρεια Ελλάδα. Στην αναφορά του αυτή σημειώνει:
Στη δεύτερη ιστορικά αυτή αναφορά γίνεται σαφής λόγος για αυτοκτονία και βρεφοκτονία, ενώ προστίθενται 6 άνδρες, ο δε αριθμός των γυναικών περιορίζεται στις 22, χωρίς να γίνεται και εδώ μνεία για χορό. Σημειώνεται όμως ότι το σύγγραμμα αυτό δημοσιεύτηκε 33 χρόνια αργότερα, το 1835, επί βασιλείας του Όθωνα.
Το 1815 ο Χ. Χόλαντ[ασαφές] εκδίδει σύγγραμμα με εντυπώσεις του από την Ελλάδα του 1812-13, κάνοντας επιγραμματικά λόγο μόνο για τη βρεφοκτονία στο σχετικό περιστατικό:
Στη τρίτη αυτή αναφορά του περιστατικού, αναφέρεται μόνο η βρεφοκτονία. Με το όνομα Σαράι φέρεται ένα παλαιό πυργόκαστρο που ύπήρχε στη περιοχή, κοντά στη Μονή του Ζαλόγγου.
Τον ίδιο όμως χρόνο, το 1815, δημοσιεύεται και η πρώτη ελληνική αναφορά στο περιστατικό που περιλαμβάνεται στη δεύτερη έκδοση της Ιστορίας του Σουλίου και της Πάργας του Χριστόφορου Περρραιβού που τυπώθηκε στη Βενετία, που αποτελεί και την πρώτη ουσιαστικά ελληνική πηγή του γεγονότος.
Κατ' αυτή, όταν τα στρατεύματα του Αλή απέτυχαν και τη φορά αυτή να αιχμαλωτίσουν τους Σουλιώτες που όδευαν προς την Πάργα, και παρά τις συνομολογήσεις που είχαν κάνει μαζί τους, αφού ξεκουράστηκαν επί τριήμερο, επιτέθηκαν ξαφνικά στο Ζάλογγο όπου διαβιούσαν όσοι Σουλιώτες είχαν συνθηκολογήσει νωρίτερα με τον Αλή Πασά, αναφέροντας σχετικά…
Στην πρώτη αυτή ελληνική καταγραφή του περιστατικού σημειώνεται αφενός ο αριθμός των γυναικών, στο περίπου, «έως 60», και ότι προηγουμένως «εσυμβουλεύθησαν», (με την κυριολεκτική ερμηνεία της λέξης), όπου κατόπιν συμβουλίου αποφάσισαν πλέον συνειδητά τη βρεφοκτονία και τη δική τους στη συνέχεια αυτοκτονία. Και ενώ αναφέρεται εδώ πρώτη φορά ο «χορός», δεν προσδιορίζεται η ημερομηνία. Πάράλληλα γίνεται μνεία περί της προδοσίας που είχε σχετικά σημειωθεί, για την οποία οι προδότες αναγνωρίζουν το σφάλμα τους, πολεμώντας γενναία, πλην όμως αυτό όπως αποδείχθηκε το πλήρωσαν περισσότερο τα γυναικόπαιδα. Στην επόμενη έκδοση του έργου αυτού, το 1857, απαλείφθηκε το περιστατικό της προδοσίας και η λεπτομέρεια του χορού, η δε αναφορά στο γεγονός είναι ψυχρή χωρίς συναισθηματικά στοιχεία.
Το 1820 ο Γάλλος περιηγητής Πουκεβίλ που διέμενε 10 σχεδόν χρόνια στην αυλή του Αλή Πασά, εκδίδει τους 3 πρώτους τόμους του έργου του Ταξίδι στην Ελλάδα. Στο 3ο τόμο περιλαμβάνει το επεισόδιο ως ακολούθως (ελεύθερη απόδοση)
Εδώ γίνεται σαφής αναφορά για θηριωδία και όχι για βρεφοκτονία ούτε και για αυτοκτονία. Τον επόμενο όμως χρόνο που εκδίδονται οι άλλοι τόμοι περιλαμβάνεται το γεγονός με περισσότερη λεπτομέρεια:
Στη νεότερη αυτή αναφορά περιλαμβάνεται πλέον ο χορός 60 γυναικών καθώς και η βρεφοκτονία και αυτοκτονία τους, που ταυτίζεται με την αναφορά του Περραιβού, με επιπλέον μια σημείωση ημερομηνίας στο περιθώριο: 22 Δεκεμβρίου 1803 (π. ημερ.).
Το ίδιο έτος, το περιστατικό δημοσίευσε ο Βρετανός ιερέας T. S.Hughes στο "Travels in Sicily, Greece and Albania".
Το 1823 ο Γάλλος ιστορικός ακαδημαϊκός και φιλέλληνας Κλωντ Φωριέλ συγκεντρώνει τα υπομνήματα των τραγουδιών που θα εκδώσει το επόμενο καλοκαίρι του 1824. Σ' αυτά ο Φωριέλ αναφερόμενος στη 2η μέρα εκείνης της μάχης φαίνεται ν' ακολουθεί πιστά τον Περραιβό προσθέτοντας πολλές παραστατικές λεπτομέρειες:
Η λεπτομερής αυτή περιγραφή του χορού του Ζαλόγγου, με τις εξήντα γυναίκες, προκάλεσε τη συγκίνηση και τον θαυμασμό, προσέδωσε στο περιστατικό διεθνή πλέον εμβέλεια και κυριάρχησε σ' όλες τις μετέπειτα ιστορικές αναφορές.
Ο Γάλλος εξωμότης Ιμπραήμ Μανζούρ εφέντη (Ibrahim Manzour efendi), αξιωματικός του μηχανικού στις υπηρεσίες του Αλή πασά Τεπελενλή, στο έργο του Απομνημονεύματα από την Ελλάδα και την Αλβανία στα χρόνια της διακυβέρνησης του Αλή πασά, που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1827, διασώζει τη μαρτυρία του Σουλεϊμάν αγά, Αλβανού αξιωματικού στις υπηρεσίες του Αλή πασά και αυτόπτη μάρτυρα του ιστορικού γεγονότος στο Ζάλογγο..
Η λεπτομερής αυτή περιγραφή του χορού του Ζαλόγγου δεν έχει γίνει ιδιαίτερα γνωστή, παρά το γεγονός ότι καταγράφει πως οι Σουλιώτισσες προτίμησαν τον θυσιαστικό θάνατο με χορό και τραγούδι από την ατίμωση. Κατά τον Αλέξη Πολίτη, στην πραγματικότητα ο Μανζούρ χρησιμοποίησε την εκδοχή του Πουκεβίλ, τροποποιώντας τη και διανθίζοντάς τη με λυρικές λεπτομέρειες για να γίνει πιο συγκινητική. Ακολουθεί το σχετικό κείμενο σε πιστή φιλολογική μετάφραση:
Στο τέλος της διήγησης ο Ιμπραήμ Μανζούρ μας πληροφορεί, επίσης, για το ποιος ήταν ο εξιστορών το γεγονός:
Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι περί το τέλος του 20ού και αρχές του 21ου αιώνα η αποσύνθεση των εθνικών ταυτοτήτων, μέσω της αποσύνθεσης των εθνικών «αφηγήσεων», έγινε κυρίαρχο πρόταγμα της δυτικής ιστορικής και κοινωνιολογικής σκέψης, ιδιαίτερα σε ότι αφορά τα έθνη της περιφέρειας (Καραμπελιάς 2011, σελ. 10). Γίνεται λόγος για «σχολή» που έχει ως κύριο στόχο σημεία π.χ. της ελληνικής ιστορίας, όπως η περίπτωση των Σουλιωτών, που καταλαμβάνουν κεντρικό ρόλο στην ελληνική ιστορική συνείδηση, και το Ζάλογγο, το Κούγκι, το κρυφό σχολειό, η Αγία Λαύρα κ.ά., καταδεικνύονται ως σημαίνοντα στο υποσυνείδητο των Ελλήνων και ταυτίζονται με μια εθνική αγωνιστική διάθεση. Η άποψη αυτή καταγγέλλει πως για τον λόγο αυτόν επιχειρείται να πληγεί η αληθοφάνεια των γεγονότων αυτών και ο ηρωικός χαρακτήρας των ατόμων που σχετίστηκαν με αυτά.
This article uses material from the Wikipedia Ελληνικά article Χορός του Ζαλόγγου, which is released under the Creative Commons Attribution-ShareAlike 3.0 license ("CC BY-SA 3.0"); additional terms may apply (view authors). Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά. Images, videos and audio are available under their respective licenses.
®Wikipedia is a registered trademark of the Wiki Foundation, Inc. Wiki Ελληνικά (DUHOCTRUNGQUOC.VN) is an independent company and has no affiliation with Wiki Foundation.