Θρησκευτικές ποινές είναι οι περιορισμοί που τίθενται από τις θρησκευτικές κοινότητες όταν ένα μέλος ή μια ομάδα μελών της δεν ανταποκρίνονται σε ουσιώδεις επιταγές της.
Οι καταδίκες και οι κυρώσεις που έπονται μπορεί να περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την απομάκρυνση, τη διακοπή της επικοινωνίας, τη διαπόμπευση ή ακόμη και την θανάτωση του μέλους ανάλογα με την θρησκευτική ομάδα ή κοινότητα και την εποχή. Η πρακτική αυτή αποτελεί θρησκευτική καταδίκη με σκοπό την αποστέρηση ή την παύση της ιδιότητας του μέλους σε μια θρησκευτική κοινότητα.
Θρησκευτικοί όροι όπως αφορισμός, ακοινωνησία, ανάθεμα, επιτίμιο, αποκοπή, "αποκλεισμός από την (επι)κοινωνία" (excommunicatio), "καθιστώ κάποιον αποσυνάγωγο" (χέρεμ), τακφίρ και γιάτι (ή βάρνα) είναι μερικοί μόνο από τους όρους που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν ελαφρύτερους ή σοβαρότερους περιορισμούς που βρίσκονται σε χρήση από ποικίλα θρησκεύματα.
'''Η Βιβλική βάση του αφορισμού ή της αποκοπής από το σώμα της εκκλησίας είναι το ἀνάθεμα'. Οι σχετικές αναφορές βρίσκονται στην Επιστολή Προς Γαλάτας 1:8, ΝΜΒ: «Αλλά κι αν εμείς ή ακόμη κι ένας άγγελος από τον ουρανό σάς κηρύξει ένα ευαγγέλιο διαφορετικό από το ευαγγέλιο που σας κηρύξαμε, αυτός να είναι ανάθεμα!» Επίσης, στην Πρώτη Επιστολή προς Κορινθίους 16:22 αναφέρεται: «Όποιος δεν αγαπάει τον Κύριο Ιησού Χριστό ας είναι χωρισμένος από το σώμα της εκκλησίας». Το τελευταίο μέρος του εδαφίου άλλες μεταφράσεις το αποδίδουν «ας είναι καταραμένος».
Στην πρωτοχριστιανική εκκλησία, το ανάθεμα αποτελούσε μορφή ακραίας θρησκευτικής κύρωσης, πέρα από τον αφορισμό. Το παλαιότερο καταγραμμένο παράδειγμα ήταν το 306. Η Ρωμαιοκαθολική και η Ορθόδοξη εκκλησία χρησιμοποιούν ακόμα αυτή την κύρωση, αν και σπάνια εναντίον ενός ατόμου. Κάποιες σύγχρονες εκκλησίες αναφέρονται σε οποιαδήποτε μορφή αποκλεισμού ως ανάθεμα.
Ο Ιωάννης Καλβίνος στο έργο του Θεσμοί της Χριστιανικής Θρησκείας, έγραψε (4.12.10):
Ορισμένες Μεταρρυθμισμένες Εκκλησίες δε χρησιμοποιούν τον αφορισμό (ή άλλα ελάσσονα μέτρα επιβολής εκκλησιαστικής πειθαρχίας), μολονότι αυτό συχνά απαιτείται από τους καταστατικούς κανονισμούς τους.
Στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, ανάθεμα και αφορισμός ταυτίζονται και αποτελούν βαρύτατη εκκλησιαστική ποινή. Το αποτέλεσμα αυτής της ποινής είναι η αποκοπή από την εκκλησιαστική κοινωνία, η καταδίκη που παραδίδει το αποβληθέν μέλος στον Σατανά, ώστε να μπορέσει δια παιδαγωγικής τιμωρίας να σωθεί. Δηλαδή ο σκοπός του αφορισμού είναι η μετάνοια του αφορισμένου, και όχι η τιμωρία.
Η καθαίρεσις αποτελεί την εσχάτη των ποινών πού επιβάλλεται από τα εκκλησιαστικά δικαστήρια σε κληρικούς των τριών βαθμών. Ο κληρικός που τιμωρείται με την ποινή αυτή επανέρχεται στην τάξη που ανήκε προηγουμένως, είτε ως λαϊκός είτε ως μοναχός.
Προσδιορίζονται 76 παραπτώματα τα οποία τιμωρούνται με καθαίρεση, τα κυριότερα από τα οποία είναι τα εξής: αίρεση, γάμος μετά τη χειροτονία, διγαμία, εισπήδηση σε ξένη μητρόπολη, εγκατάλειψη της ενορίας ή της επισκοπής, επιορκία, ιεροσυλία, κοσμικά αξιώματα, μέθη, μοιχεία, πορνεία, σιμωνία, και φόνος. Κατά τον 17ο αιώνα προβλεπόταν καθαίρεση βάσει συνοδικών αποφάσεων και οθωμανικών διαταγμάτων για όσους κληρικούς καθυστερούσαν ή αρνούνταν να εκπληρώσουν τις οικονομικές υποχρεώσεις τους προς το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης.
Ως αφορισμός ορίζεται η εκκλησιαστική ποινή με την οποία ένα μέλος της Ορθόδοξης ή Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας αποκλείεται εντελώς από τη χριστιανική κοινότητα, ως τιμωρία για τα πολύ σοβαρά αμαρτήματα στα οποία περιέπεσε. Διακρίνεται σε μικρό και μεγάλο αφορισμό, με τον μεγάλο να θέτει το πρόσωπο μονίμως εκτός εκκλησίας και τον μικρό να καθιστά δυνατή την επανένταξή του στους κόλπους της εκκλησίας.
Μάλιστα, για τους Ρωμαιοκαθολικούς υφίσταται ο αυτόματος αφορισμός (Latæ Sententiæ) όταν διαπραχθούν ορισμένες παραβάσεις όπως οι εξής:
Εάν η τέλεση της παράβασης δε διαπιστωθεί από τοπικό ιεράρχη ή εκκλησιαστικό δικαστήριο, η υποχρέωση τήρησης του αφορισμού εναπόκειται στον ίδιο τον αφοριζόμενο (Κανών 1331 §1). Έτσι, μολονότι ένας αφορισμένος απαγορεύεται να κατέχει εκκλησιαστικά αξιώματα, ο αφορισμένος διατηρεί τα αξιώματά του και όλες οι σχετικές πράξεις του είναι νομικά έγκυρες, εφόσον δεν έχει υπάρξει δίκη και διαπίστωση της πράξης του. Άπαξ και συμβεί αυτό, κάθε επακόλουθη πράξη του προσώπου αυτού είναι άκυρη και το ίδιο εκπίπτει του αξιώματός του (Κανών 1331 §2).
Το δικαίωμα άρσης του αφορισμού που επισύρουν οι παραβάσεις 4 και 8 διατηρεί μόνη η Αγία Έδρα, είτε από τον Πάπα προσωπικά είτε διά του αποστολικού επιτετραμμένου για τους μετανοούντες.
Κάποιες εκκλησιαστικές παραβάσεις επισύρουν αυτόματη Απαγόρευση, η οποία για ένα λαϊκό ισοδυναμεί ουσιαστικά με αφορισμό. Για λεπτομέρειες δείτε το σχετικό άρθρο.
Ο ραβίνος Μαϊμονίδης αναφέρει: «Οι ακόλουθοι τύποι ανθρώπων δεν θα συμμετάσχουν στον Ερχόμενο Κόσμο, και αποκόπτονται, καταστρέφονται και απομακρύνονται για πάντα εξαιτίας των πολύ μεγάλων αμαρτιών τους και της πονηρίας τους: Ο ασεβής· ο αιρετικός· εκείνος που αρνείται την Τορά· εκείνος που αρνείται την Ανάσταση· εκείνος που αρνείται την Απολύτρωση· εκείνος που μεταστρέφεται από τον Ιουδαϊσμό· εκείνος που κάνει πολλούς ανθρώπους να αμαρτάνουν· εκείνος που απομακρύνεται από τους τρόπους της κοινότητας· εκείνος που δημόσια αμαρτάνει με υποτιμητικό τρόπο όπως ο Ιωακείμ· ο πληροφοριοδότης [εναντίον Ιουδαίων]· εκείνος που εμπνέει φόβο στην εκκλησία αλλά όχι στο Όνομα του Θεού· ο δολοφόνος· εκείνος που σχετίζεται με λόσαν χόρα· και εκείνος που αποτραβάει την ακροβυστία του [για να καλύψει την μπριτ μιλά του]». (Χιλκότ Τεσουβά [Μετάνοια], Κεφ. 3, εδώ στην αγγλική)
This article uses material from the Wikipedia Ελληνικά article Θρησκευτικές ποινές, which is released under the Creative Commons Attribution-ShareAlike 3.0 license ("CC BY-SA 3.0"); additional terms may apply (view authors). Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά. Images, videos and audio are available under their respective licenses.
®Wikipedia is a registered trademark of the Wiki Foundation, Inc. Wiki Ελληνικά (DUHOCTRUNGQUOC.VN) is an independent company and has no affiliation with Wiki Foundation.