Η Ελληνιστική Κοινή, γνωστή και ως Κοινή Ελληνική, κοινή Αττική, Αλεξανδρινή διάλεκτος, Βιβλική Ελληνική ή Ελληνική της Καινής Διαθήκης, ήταν η κοινή μορφή της ελληνικής γλώσσας που μιλήθηκε και γράφτηκε κατά την Ελληνιστική περίοδο, τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και την πρώιμη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Εξελίχθηκε από την εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας μετά τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου τον 4ο αιώνα π.Χ. και χρησίμευσε ως η κοινή γλώσσα μεγάλου μέρους της περιοχής της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής κατά τη διάρκεια των επόμενων αιώνων. Βασίστηκε κυρίως στην αττική διάλεκτο και σε συναφείς ιωνικές μορφές, με διάφορες προσμίξεις που προκλήθηκαν μέσω της ελληνιστικής κοινής με άλλες ποικιλίες.
(δείτε επίσης: Ελληνικό αλφάβητο) | |
Πρωτοελληνική (περ. 3000 π.Χ.) | |
Μυκηναϊκή (περ. 1600–1200 π.Χ.) | |
Ομηρική (περ. 1200–800 π.Χ.) | |
Αρχαία ελληνική (περ. 800–300 π.Χ.) Διάλεκτοι: Αιολική, Αρκαδοκυπριακή, Αττική–Ιωνική, Δωρική, Παμφυλιακή, Ομηρική Μακεδονική | |
Ελληνιστική Κοινή (περ. από 330 π.Χ. ως 700)
| |
Μεσαιωνική ελληνική (περ. 700–1700) | |
Νέα ελληνική γλώσσα (από το 1700) Ιδιώματα: Δημοτική, Καθαρεύουσα, Αττικισμός Διάλεκτοι: Καππαδοκική, Κατωιταλική , Κρητική, Κυπριακή, Ποντιακή, Ρωμανιώτικη, Τσακωνική | |
Άλλες μορφές (από 19ο/20ό αιώνα) Ελληνικός κώδικας Μπράιγ, Ελληνική νοηματική γλώσσα, Κώδικας Μορς | |
Η Κοινή Ελληνική περιελάμβανε τεχνοτροπίες που κυμαίνονταν από συντηρητικές λογοτεχνικές φόρμες μέχρι την ομιλούμενη καθομιλουμένη της εποχής. Ως κυρίαρχη γλώσσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εξελίχθηκε περαιτέρω στη Μεσαιωνική Ελληνική, η οποία στη συνέχεια μετατράπηκε στη Νέα Ελληνική.
Η λογοτεχνική κοινή ήταν το μέσο πολλών μετακλασικών ελληνικών λογοτεχνικών και ακαδημαϊκών συγγραφών, όπως τα έργα του Πλούταρχου και του Πολύβιου. Η Κοινή είναι επίσης η γλώσσα των Εβδομήκοντα (η ελληνική μετάφραση της εβραϊκής Βίβλου του 3ου αιώνα π. Χ.), της χριστιανικής Καινής Διαθήκης και των περισσότερων παλαιοχριστιανικών θεολογικών συγγραμμάτων από τους Πατέρες της Εκκλησίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η Κοινή Ελληνική είναι επίσης γνωστή ως «Βιβλική», «Καινή Διαθήκη», «εκκλησιαστική» ή «πατερική» ελληνική. Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος έγραψε τις προσωπικές του σκέψεις στην Κοινή Ελληνική σε ένα έργο που είναι τώρα γνωστό ως Τα εις εαυτόν. Η Κοινή Ελληνική εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ως λειτουργική γλώσσα των ακολουθιών στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία και σε ορισμένες Ελληνοκαθολικές εκκλησίες.
Κάποιοι λόγιοι, όπως ο Απολλώνιος ο Δύσκολος και ο Αίλιος Ηρωδιανός, χρησιμοποίησαν τον όρο κοινή αναφερόμενοι στην πρωτοελληνική γλώσσα, ενώ άλλοι αναφερόμενοι σε οποιαδήποτε καθομιλουμένη μορφή της ελληνικής -δηλαδή για τη γλώσσα που κατά περιόδους διέφερε από τη λόγια γλώσσα. Όταν όμως η ελληνιστική κοινή έγινε και γλώσσα της λογοτεχνίας της εποχής της (δηλαδή γύρω στον 1ο π.Χ. αιώνα), τότε ο διαχωρισμός άλλαξε. Κάποιοι άρχισαν λοιπόν τότε να διαχωρίζουν τη γλώσσα ανάμεσα στην ελληνική (σαν καθαρό απόγονο της κλασικής γλώσσας, ως μετακλασική γλώσσα των λογίων) και στην καθομιλουμένη από διάφορους λαούς, του ελληνικού συμπεριλαμβανομένου. Άλλοι επέλεξαν διαφορετικό διαχωρισμό και ανέφεραν ως κοινή την αλεξανδρινή (την περὶ τῆς Ἀλεξανδρέων διαλέκτου) ή τη διάλεκτο της Αλεξάνδρειας ενώ άλλη την σχεδόν παγκόσμια γλώσσα της εποχής.
Η κοινή ελληνιστική ξεπήδησε ως κοινή διάλεκτος μέσα στα στρατεύματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Υπό την ηγεσία των Μακεδόνων που κατέκτησαν τον γνωστό τότε κόσμο, η νεοσχηματισθείσα κοινή διάλεκτος ομιλούνταν τότε από την Αίγυπτο ως τη λεκάνη της Ινδίας. Αν και τα επιμέρους στοιχεία της κοινής διαμορφώθηκαν κατά την ύστερη Κλασική Εποχή, στην μετακλασική περίοδο μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 323 π.Χ., όταν οι ασιατικοί πολιτισμοί υπό την επιρροή της Ελληνιστικής Περιόδου άρχισαν με την σειρά τους να επηρεάζουν την γλώσσα.
Για την προέλευση της κοινής ελληνικής οι μελετητές διαφωνούν. Οι μεν πιστεύουν ότι πράγματι προερχόταν από τον συγκερασμό των τεσσάρων βασικών διαλέκτων της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (ή εκ των τεσσάρων συνιστώσα), άλλοι ότι αποτελεί ουσιαστικά μια μετεξέλιξη της ιωνικής ή της αττικής διαλέκτου. Οι μεν υποστηρίζουν ότι στην ελληνιστική ήταν πολύ έντονα τα ιωνικά στοιχεία, όπως το σσ αντί του ττ και το σύμπλεγμα ρσ αντί του ρρ (θάλασσα αντί θάλαττα και ἀρσενικός αντί ἀρρενικός) ενώ οι δε θεωρούν ότι παρά τα πολλά στοιχεία από την ιωνική και άλλες διαλέκτους, ο βασικός πυρήνας της ελληνιστικής ήταν η αττική διάλεκτος.
Η ελληνιστική κοινή είχε σε γενικές γραμμές περισσότερα ιωνικά στοιχεία στις περιοχές που κατοικούνταν κυρίως από Ίωνες ενώ αντίθετα στη Λακωνία και στην Κύπρο είχε περισσότερα λακωνικά και αρκαδικά-κυπριακά στοιχεία αντίστοιχα. Επιπλέον η λόγια γλώσσα της περιόδου εκείνης προσομοιάζει τόσο πολύ στην αττική ώστε συχνά αναφέρεται ως κοινή αττική και οι περισσότεροι πλέον αποδέχονται την άποψη ότι η ελληνιστική κοινή είναι παιδί της αττικής, με αρκετές βέβαια επιρροές από άλλες διαλέκτους ή και από τη μητρική γλώσσα άλλων λαών που τη μιλούσαν και που σε μικρό βαθμό επίσης τη διαμόρφωναν.
Το πέρασμα στην επόμενη περίοδο, που είναι γνωστή και ως μεσαιωνική ελληνική, χρονολογείται από την ίδρυση της Πόλης από τον Κωνσταντίνο Α' το 330, ενώ ορισμένοι υποστηρίζουν ότι για ιστορικούς και γλωσσικούς λόγους το πέρασμα στην μεσαιωνική ελληνική γλώσσα χρονολογείται τον 6ο αιώνα. Η μετακλασική περίοδος της ελληνικής αναφέρεται έτσι στην δημιουργία και την εξέλιξη της κοινής διαμέσου της όλης ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου της ιστορίας έως τις αρχές του Μεσαίωνα.
Εν αντιθέσει με την πληθώρα πηγών εκ των οποίων αντλούμε πληροφορίες για την αρχαία ελληνική γλώσσα, οι πηγές που έχουμε κατά την περίοδο της ελληνιστικής κοινής είναι περιορισμένες. Οι πρώτοι που μελέτησαν την ελληνιστική κοινή ήταν κλασικιστές (δηλαδή λάτρεις της αττικής διαλέκτου) και ήταν λογικό να μην αποδέχονται τις παρεκτροπές της ελληνιστικής από το πρότυπό τους. Την απαξίωσαν ως "παρηκμασμένη μορφή" της λόγιας αττικής γλώσσας και δεν της έδωσαν ιδιαίτερη σημασία όσο ήταν ακόμα καιρός και διασώζονταν περισσότερα στοιχεία της. Η μεγάλη σημασία της αναγνωρίστηκε μόλις κατά τον 19ο αιώνα και οι πηγές ήταν όσα πρωτότυπα σε επιγραφές και πάπυροι είχαν διασωθεί. Πηγή της επίσης υπήρξε η «Μετάφραση των Εβδομήκοντα», δηλαδή η σχεδόν κατά λέξη μετάφραση στα ελληνικά της Παλαιάς Διαθήκης, καθώς και η Καινή Διαθήκη που συντάχθηκε περίπου 4 αιώνες αργότερα. Αυτά τα κείμενα στόχευαν λογικά στο να γίνουν κατανοητά από το πλατύ κοινό και κατά συνέπεια πρέπει να είχαν συνταχθεί στην καθομιλουμένη της εποχής τους.
Πληροφορίες μπορούν να αντληθούν και από αττικιστές λόγιους της ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου, οι οποίοι προκειμένου να πολεμήσουν ουσιαστικά την εδραίωση της ελληνιστικής κοινής, εξέδιδαν έργα στα οποία συνέκριναν την «ορθή αττική» με την «λανθασμένη κοινή». Παρέθεταν μάλιστα και παραδείγματα και νουθετούσαν τον κόσμο για την κατά την αντίληψή τους σωστή χρήση της γλώσσας. Ένας από αυτούς ήταν και ο Φρύνιχος ο Αράβιος ο οποίος κατά τον 2ο π.Χ. αιώνα έγραφε χαρακτηριστικά τα εξής:
Άλλες πηγές αποτελούν οι ίδιοι οι αττικιστές με τα γλωσσικά τους «σφάλματα» καθώς δεν μπορούσαν να είχαν τέλεια γνώση της αττικής διαλέκτου έβαζαν στο λόγο τους κατά λάθος και στοιχεία της τότε καθομιλουμένης ελληνιστικής κοινής. Επίσης πηγή αποτελούν τα τυχαία ευρήματα σε επιγραφές αγγείων -που τις έγραφαν λαϊκοί καλλιτέχνες ή οι έμποροι μόνοι τους- καθώς και μερικά μεταφραστικά λεξικά ή γλωσσάρια ελληνολατινικών της ρωμαϊκής περιόδου. Στα τελευταία αναφέρονται ελληνικές φράσεις με τη μετάφρασή τους στα λατινικά:
Ιδιαίτερα σημαντικά ως πηγές είναι τα κείμενα των παπύρων. Τα κείμενα των μη φιλολογικών παπύρων τα οποία προέρχονται κυρίως από την Αίγυπτο και αποτελούνται από ιδιωτικές επιστολές, προσκλήσεις και ακόμη από διοικητικά έγγραφα (εγκύκλιοι, απαντήσεις σε αιτήματα, αναφορές) μας δίνουν μία πιο καθαρή εικόνα του καθημερινού προφορικού λόγου. Τα κείμενα από παπύρους καλύπτουν ολόκληρη την περίοδο της ελληνιστικής κοινής, καθώς αρχίζουν από τα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα και φθάνουν ως τον 8ο μ.Χ. αιώνα, ενώ οι γνώσεις μας για τήν γλώσσα συμπληρώνονται από επιγραφές και όστρακα αυτής της χρονικής περιόδου.
Σπουδαία πηγή τέλος αποτελεί αυτή καθαυτή η νεοελληνική και οι διάλεκτοί της, όπως η ποντιακή διάλεκτος και η καππαδοκική, που έχουν κρατήσει κάποια γλωσσολογικά στοιχεία τα οποία έχουν χαθεί από τη νεοελληνική. Αυτές έχουν π.χ. κρατήσει την αρχαία προφορά του η ως ε (γράφουν νύφε, τίμεσον) ενώ στην Τσακωνική έχουν κρατήσει το παρτεταμένο α αντί του η (αμέρα, αστραπά, λίμνα). Στις νότιες νησιωτικές περιοχές (στα Δωδεκάνησα) και στην Κύπρο έχει διατηρηθεί η έντονη, διπλή προφορά των διπλών όμοιων συμφώνων σε λεξεις όπως Ελλάδα, θάλασσα κ.α. Φαινόμενα σαν αυτά υποδηλώνουν ότι οι προφορές και άλλα χαρακτηριστικά επιβίωσαν μέσα από την ελληνιστική κοινή παρά την ποικιλότητα της τελευταίας στον αχανή τότε ελληνόφωνο κόσμο.
Η ελληνιστική κοινή παρουσίαζε ποικιλία κατά τόπους, αλλά και ανάλογα με τη χρήση της. Ένας τύπος ελληνιστικής κοινής είναι η γλώσσα της Βίβλου. Η Μετάφραση των Εβδομήκοντα της Παλαιάς Διαθήκης που έγινε γύρω στο 280 π.Χ. από λόγιους Ιουδαίους οι οποίοι μιλούσαν τα ελληνικά, δείχνει την ελληνιστική κοινή της εποχής και της περιοχής τους. Η μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης έχει πολλά στοιχεία της ελληνιστικής της περιοχής και είναι επηρεασμένη από τα αραμαϊκά και τα εβραϊκά, οπότε δεν είναι βέβαιο ότι αντικατοπτρίζει την καθομιλουμένη ελληνιστική κοινή και λείπουν για παράδειγμα «μεν» και «δε» ενώ αφθονεί ο ρηματικός «ἐγένετο» (με τη σημερινή έννοια «έγινε»). Εντούτοις η μετάφραση αυτή εισήγαγε στοιχεία στην ελληνιστική κοινή και ακόμα κι αν εξαρχής δεν ταυτιζόταν με την καθομιλουμένη, κατέληξε να επηρεάσει την τελευταία πολύ βαθιά.
Τα κείμενα της Νέας ή Καινής Διαθήκης που συντάχθηκαν τα περισσότερα εξαρχής στα ελληνικά, δίνουν στοιχεία για την ελληνιστική κοινή της δικής τους εποχής (1ος αιώνας μ.Χ.) Η γλώσσα είναι αρκετά διαφορετική από της Παλαιάς Διαθήκης γιατί τα ελληνικά της Καινής Διαθήκης είναι πιο καθαρά ελληνιστικά - δεν αποτελούσαν έργο μετάφρασης αλλά συντάχθηκαν εξαρχής στην ελληνική.
Τα ελληνικά των Πατέρων της Εκκλησίας αποτελούν ένα τρίτο τύπο της ελληνιστικής κοινής που είναι και πιο κοντά στην καθομιλουμένη της εποχής τους.
Οι έξι αιώνες που καλύπτει ουσιαστικά η ελληνιστική κοινή δεν μπορεί να μην επηρέασαν τη γλώσσα τόσο στην απαρχή της όσο και στην εξέλιξή της. Οι διαφορές αφορούν στην γραμματική και στη σύνταξη, στη μορφολογία, στο λεξιλόγιο αλλά ασφαλώς και στη φωνολογία - την προφορά που πλέον είχε αλλάξει δραματικά. Αναμφίβολα όμως η ελληνιστική κοινή είναι πολύ πιο κατανοητή σε έναν γνώστη της νεοελληνικής σε σύγκριση με τα αρχαία ελληνικά.
Οι διαφορές της από την αττική διάλεκτο είναι αρκετές, αλλά οι ομοιότητές της πολύ περισσότερες. Οι περισσότερες διαφορές αφορούν σε απλοποιήσεις. Πιο συγκεκριμένα:
Σε φωνολογικό επίπεδο:
Σε μορφολογικό επίπεδο:
Ἀλεξάνδρου τοῦ Ἀλεξάνδρου βασιλεύοντος ἔτει ἑβδόμῳ Πτολεμαίου σατραπεύοντος ἔτει τεσσαρεσκαιδεκάτῳ μηνὸς Δίου. Συγγραφὴ συνοικισίας Ἡρακλείδου καὶ Δημητρίας. Λαμβάνει Ἡρακλείδης Δημητρίαν Κώιαν γυναῖκα γνησίαν παρὰ τοῦ πατρὸς Λεπτίνου Κώιου καὶ τῆς μητρὸς Φιλωτίδος, ἐλεύθερος ἐλευθέραν, προσφερομένην εἱματισμὸν καὶ κόσμον. Παρεχέτω δὲ Ἡρακλείδης Δημητρίᾳ ὅσα προσήκει γυναικὶ ἐλευθέραι πάντα, εἶναι δὲ ἡμᾶς κατὰ ταὐτὸ ὅπου ἂν δοκῇ ἄριστον εἶναι βουλευομένοις κοινῇ βουλῇ Λεπτίνῃ καὶ Ἡρακλείδῃ. Εἰὰν δέ τι κακοτεχνοῦσα ἁλίσκηται ἐπὶ αἰσχύνῃ τοῦ ἀνδρὸς Ἡρακλείδου Δημητρία στερέσθω ὧν προσηνέγκατο πάντων. ἐπιδειξάτω δὲ Ἡρακλείδης, ὅτι ἂν ἐγκαλῇ Δημητρίᾳ , ἐναντίον ἀνδρῶν τριῶν, οὕς ἂν δοκιμάζωσιν ἀμφότεροι. Μὴ ἐξέστω δὲ Ἡρακλείδῃ γυναῖκα ἄλλην ἐπεισάγεσθαι ἐφ' ὕβρει Δημητρίας μηδὲ τεκνοποιεῖσθαι ἐξ ἄλλης γυναικὸς μηδὲ κακοτεχνεῖν μηδὲν παρευρέσει μηδεμιᾷ Ἡρακλείδην εἰς Δημητρίαν. εἰὰν δὲ τι ποῶν τούτων ἁλίσκηται Ἡρακλείδης καὶ επιδείξῃ Δημητρία ἐναντίον ἀνδρῶν τριῶν, οὕς ἂν δοκιμάζωσιν ἀμφότεροι, ἀποδότω Ἡρακλείδης Δημητρίᾳ τὴν φερνὴν, ἥν προσηνέγκατο. καὶ προσαποτεισάτω ἀργυρίου Ἀλεξανδρείου.
Κυρίᾳ μου καὶ ἐπιπόθητῃ θείᾳ Τάρη θυγάτηρ ἀδελφῆς σου Ἀλλοῦτος ἐν θ(ε)ῶ χαίρειν.
Πρὸ παντὸς ἔυχομαι τῷ Θ(ε)ῶ ὑγιένουσάν σε καὶ εὐθυμοῦσαν ἀπολαβῖν τὰ παρ' ἐμοῦ γράμματα. αὕτη γάρ μού ἐστιν εὐχή. Γείνωσκε δέ, κυρία μου, ὅτι ἀπὸ τῶν Πάσχω(ν) ἡ μήτηρ μου, ἡ ἀδελφή σου, ἐτελε[ύτη]σεν. Ὅτε δὲ τὴν μητέρα μου εἶχα μεθ' [ἑ]αυτῆς, ὅλον τὸ γένος μου αὕτη ἦν. ἀφ' οὗ δ[ὲ] ἐτελεύτησεν, ἔμινα ἔρημος, μ[η]δένα ἔχουσα ἐπὶ ξένοις τόποις. Μνημόνευε οὖν, θεία, ὡς ζώσης τῆς μητρὸς μου, εἵνα εἴ τινα εὑρίσκις πέμπε πρὸς ἐμέ. Προσαγόρευε πᾶσαν τὴν συγγένιαν ἡμῶν.
Ἐρωμένην σε ὁ κ(ύριος) διαφυλάττοι μακροῖς καὶ εἰρηνικοῖς χρόνοις, κυρία μου. Verso: Ἀπό]δος τὴν ἐπιστολὴν
Ὡρείνᾳ, ἀδελφῇ Ἀπολλωνίου, Κοπτιτίσᾳ, παρὰ Τάρης, θυγατρὸς ἀδελφῆς αὐτῆς, ἀπὸ Ἀπαμίας.
This article uses material from the Wikipedia Ελληνικά article Ελληνιστική Κοινή, which is released under the Creative Commons Attribution-ShareAlike 3.0 license ("CC BY-SA 3.0"); additional terms may apply (view authors). Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά. Images, videos and audio are available under their respective licenses.
®Wikipedia is a registered trademark of the Wiki Foundation, Inc. Wiki Ελληνικά (DUHOCTRUNGQUOC.VN) is an independent company and has no affiliation with Wiki Foundation.