Το Ελληνικό Πυροβολικό (ΠΒ) είναι Όπλο μάχης και η αποστολή του είναι η υποστήριξη του σε ενα Σύνταγμα ή σε σε έναν Σχηματισμό (Ταξιαρχία, Μεραρχία, Σώμα Στρατού) με πυρά προς το εχθρικό πυροβολικό ή εφοδιασμό πυρών και υποστήριξη του σε μια φίλια Μοίρα Πυροβολικού.
Αποτελείται απο δυο κλάδους: το Πυροβολικό Μάχης και το Αντιαεροπορικό Πυροβολικό.
Πυροβολικό | |
---|---|
Έμβλημα του Π.Β. | |
Χώρα | Ελλάδα |
Υπαγωγή | Ελληνικός Στρατός |
Προστάτης | Αγία Βαρβάρα |
Χρώματα | Μαύρο |
Τα κλιμάκια στο Πυροβολικό, εξαρτώνται απο το προσωπικό που τα περιβάλλουν καθώς και την πλειοψηφία των Στρατιωτών (Αξιωματικοί, Υπαξιωματικοί, Στρατεύσιμοι) που επικρατεί με την άποψη του στρατιωτικού βαθμού. Η ιεραρχία τους (απο το κατώτερο προς το ανώτερο) είναι η παρακάτω:
Κλιμάκιο |
---|
Ομάδα |
Στοιχείο |
Ουλαμός |
Πυροβολαρχία |
Μοίρα |
Σύνταγμα |
Διεύθυνση Πυροβολικού |
Το Πυροβολικό το συγκροτούν Μονάδες, οι οποίες ονομάζονται Μοίρες και χαρακτηρίζονται ανάλογα με τον κύριο εξοπλισμό που έχουν:
Ώς έναρξη του Ελληνικού Πυροβολικού, είναι το 1821 στην Καλαμάτα, όπου ο ιδρυτής του, Δημήτρης Υψηλάντης οργάνωσε το πρώτο κλιμάκιο, αυτό της Πυροβολαρχίας. Οι Πυροβολητές (όπου είναι επίσημος όρος του Ελληνικού Στρατού) φορούσαν εξ αρχής, στρατιωτική στολή με σκούρο μπλέ χρώμα, που φορούσε και ο Γαλλικός Στρατός καθιστώντας την ως την πιο αυστηρή απο τις υπόλοιπες των άλλων Όπλων ή Σωμάτων. Το 1828, σχηματίζεται η πρώτη Μονάδα με τον τότε όρο Τάγμα, ενώ την ίδια χρονιά ακολούθησε και η ίδρυση της Σχολής Πυροβολικού, τότε στο Ναύπλιο. Το 1843 γίνεται η πρώτη διάκριση του Όπλου στην ιστορία του, και οι κλάδοι γίνονται δυο: ο κλάδος του Ορεινού Πυροβολικού και του Πεδινού Πυροβολικού. Επίσης, ο όρος Τάγμα, αντικαθίσταται με τον έως και σήμερα γνωστό όρο Μοίρα και η συγκεκριμένη Μονάδα εφοδιάστηκε με οπλισμό, όπως τα οβουζοβόλα και τα σφαιροβουζοβόλα. Το 1867 οι Πυροβολαρχίες Βολής εξοπλίστηκαν με ρυμουλκούμενα πυροβόλα διαμετρήματος σωλήνα των 75 και 105 χιλιοστών και εν τη συνεχεία το Πεδινό (Τοπομαχικό) Πυροβολικό με πυροβόλα των 87 χιλιοστών, τα οποία θα πρέπει να είναι έξι σε κάθε Πυροβολαρχία Βολής. Πρώτη συμμετοχή, μετά την οργάνωση του Όπλου, έγινε στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 στη Θεσσαλία και στη μάχη της Κρήτης. Το 1874, η Μοίρα Πυροβολικού αναπτύχθηκε σε Σύνταγμα Πυροβολικού, εξοπλισμένο με πυροβόλα εμπροσθογεμή. Το 1910 υπέστη αλλαγές και στους δυο κλάδους, με τη χορήγηση πυροβόλων Σνάιντερ διαμετρήματος 75 χιλ. και Krupp των 105 χιλ., και το Ορεινό Πυροβολικό με λυόμενα πυροβόλα Σνάιντερ των 75 χιλ. Το Πεδινό πυροβόλο των 75 χιλ, ήταν το πρώτο που ήταν δυνατόν να γίνει διαεξαγωγή έμμεσης βολής. Εκείνη την εποχή, το Πυροβολικό συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους το 1912-13 σε περιοχές της Ελλάδας, όπως στο Σαραντάπορο, στα Γιαννιτσά, στη Θεσσαλονίκη, στην Κορυτσά, στη Φλώρινα, στο Μπιζάνι, στο Κιλκίς, στα Κρέσνα, στο Μπέλλε, στο Νευροκόπι και στην Καβάλα.
Την εποχή εκείνη ο Αρχιστράτηγος Παναγιώτης Δαγκλής, συνεργάστηκε με τη γαλλική βιομηχανία Schneider για να κατασκευάσουν ενα λυόμενο πυροβόλο για μια Μοίρα Ορεινού Πυροβολικού, το Schneider-Δαγκλής, και το οποίο χρησιμοποιήθηκε στο Ελληνικό Πυροβολικό, κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική εκστρατεία. Τότε τρία Συντάγματα Πεδινού Πυροβολικού, είχαν εξοπλιστεί με πυροβόλα 75 χιλ. απο τη Σνέιντερ και απο τη Σκόντα, υπήρχε ενα Σύνταγμα Βαρέως Πυροβολικού με πυροβόλα των 120 χιλ., ενα Σύνταγμα των 155 χιλ, και 20 Μοίρες Ορεινού Πυροβολικού με οπλισμό που σώθηκε και χρησιμοποιήθηκε στους Βαλκανικούς Πολέμους.
Την περίοδο του Ελληνοϊταλικού Πολέμου είχε γίνει ο διαχωρισμός σε Πυροβολικό Μάχης και Αντιαεροπορικό Πυροβολικό. Είχε αρκετό οπλισμό, και συμμετείχε στις μάχες της Πίνδου, του Καλαμά, της Κορυτσάς, της Πρεμετής, της Κλεισούρας και της Τρεμπένιτσας. Τον Απρίλιο του 1941, όταν και έγινε η κατάληψη της χώρας απο τους Γερμανούς, για πρώτη φορα ο Ελληνικός Στρατός διαλύεται και παραδόθηκαν όλα τα πυροβόλα. Η δημιουργία νέου Ελληνικού Στρατού, συνέβη στη Μέση Ανατολή, με το Πυροβολικό να αποτελείται απο δυο Συντάγματα Πεδινού Πυροβολικού με οπλισμό που δόθηκε απο τον Βρετανικό Στρατό. Με αυτόν τον οπλισμό, συμμετείχε και στη δεύτερη μάχη του Ελ Αλαμέιν και του Ρίμινι.
Απο το 1951, έχει γίνει εξέλιξη των οπλικών συστημάτων στο Πυροβολικό, με την εμφάνιση των αυτοκινούμενων πυροβόλων, τη δημιουργία πυραύλων και εν συνεχεία με την κατασκευή αντιπυροβολικών συστημάτων και με την απόκτηση πυραυλικών συστημάτων και καθοδηγούμενων πυρομαχικών.
Το 1951, έγινε η προμήθεια απο τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής με ρυμουλκούμενα πυροβόλα Μ101 των 105 χιλιοστών και των Μ114 των 155 χιλ για το Πυροβολικό Μάχης. Το 1977, τίθονται σε υπηρεσία τα πρώτα αυτοκινούμενα πυροβόλα Μ109Α1Β και δίνονται σε Μοίρες Μέσου Πυροβολικού. Το 1986, παραλαμβάνεται αριθμός τεθωρακισμένων οχημάτων M-992 απο τις Η.Π.Α, με τον ρόλο του Σταθμού Διοικήσεως του Κέντρου Διεύθυνσης Πυρός (ΚΔΠ), για τον προσδιορισμό των βολών ΠΒ. Το 1994, αγοράζονται 150 ελαφρομεταχειρισμένα πυραυλικά συστήματα RM-70 απο τη Γερμανία, εκ των οποίων τα 116 τέθηκαν σε υπηρεσία και τα 34 διαμελίστηκαν για χρήση ανταλλακτικών. Το 1994, γίνεται η αγορά των 18 συστημάτων MLRS, και στις αρχές του 1995, παραδίδονται τα πρώτα 9 στην 193 ΜΠΕΠ στην Ελευθερούπολη. Στα μέσα του 1997, παραδίδονται άλλα 9 στην και το 2001 άλλα 18 στην 194 ΜΠΕΠ, στον Λαγκαδά. To 1998, παραλαμβάνονται οι πρώτοι καθοδηγούμενοι πύραυλοι ATACMS για τη χρήση τους στα MLRS. Το 2001, ο Ελληνικός Στρατός αγοράζει 24 PzH 2000, κατασκευασμένα απο τη Γερμανία και με τη βοήθεια Γερμανών μηχανικών, δέχτηκαν ελαφρά αναβάθμιση τους. Το 2003, οι εργασίες ολοκληρώνονται και παραχωρούνται σε δυο Μοίρες Μέσου Πυροβολικού: στην 156 Α/Κ ΜΜΠ (τέως 156 Α/Κ ΜΒΠ) και στην 163 Α/Κ ΜΜΠ (τέως 163 Α/Κ ΜΒΠ)
Το 1951, άρχισε να προμηθεύεται και το Αντιαεροπορικό Πυροβολικό, απο τη Μεγάλη Βρετανία και τις Η.Π.Α, με την ενίσχυση του με 108 αντιαεροπορικά συστήματα Μ-1 Bofors των 40 χιλ. σε τρία Συντάγματα Πυροβολικού (36 το καθένα). Το 1953, τα Συντάγματα Πυροβολικού, διαμελίστηκαν και έγιναν Μοίρες, όπως και αυτές του Α/Α, μετατρέποντας τις σε Μοίρες Ελαφρού Αντιαεροπορικού Πυροβολικού (ΜΕΑ/ΑΠ). Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, γίνεται προμήθεια αντιαεροπορικών πυραύλων "ΧΩΚ" (HAWK), δημιουργώντας έτσι δύο Μοίρες. Οι εγχώριες ΜΕΑ/ΑΠ, προμηθεύονται ύστερα απο 8 συστήματα Μ-55 των 12,7 χιλ, και τα συστήματα Bofors μεταφέρονται στις παραμεθόριες περιοχές του Αιγαίου. Μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο έγινε η προμήθεια 150 πυροβόλων Rh 202 των 20 mm και έλαβαν χώρα σημαντικές οργανωτικές μεταβολές στην οργάνωση και την κατανομή του υλικού. Στα νησιά του Αιγαίου συγκροτήθηκαν επιπλέον ΜΕΑ/ΑΠ ενώ ταυτόχρονα εισήχθη σε υπηρεσία το φορητό Α/Α Κ/Β FIM-43A Redeye εξοπλίζοντας τόσο τις μονάδες των όπλων ελιγμού( Πεζικό και Τεθωρακισμένα) όσο και το Πυροβολικό.
Το 1975 αναβαθμίστηκαν τα συστήματα HAWK σε επίπεδο Improved HAWK με παράλληλη συμπλήρωση του αριθμού τους(18 εκτοξευτές ανά μοίρα) ενώ το 1981 παρελήφθησαν από τις ΗΠΑ και τη Γερμανία 101 Α/Κ συστήματα πυροβολικού M-42A1 Duster η πλειοψηφία των οποίων διατέθηκε στις ΜΕΑ/ΑΠ των νήσων εξοπλίζοντας μια Πυροβολαρχία Ελαφρού Α/Α Πυροβολικού με 12 στοιχεία έκαστη. Παρά την πρόθεση του Ε.Σ σε κάποια φάση να εκσυγχρονίσει το σύστημα αυτό δεν κατέστη εφικτό και το σύστημα αποσύρθηκε χωρίς αντικαταστάτη αρχές δεκαετίας του 2000. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 άρχισε η αντικατάσταση του φορητού(MANPADS) συστήματος FIM-43 Redeye από το πιο σύγχρονο FIM-92 Stinger. Συνολικά παραγγέλθησαν 476 εκτοξευτές και 1000 βλήματα FIM-92B POST από ΗΠΑ και 1150 βλήματα FIM-92C RMP από την ευρωπαϊκή κοινοπραξία κατασκευής του συστήματος.
Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 είχε γίνει εμφανής η ανάπτυξη της Τουρκικής αεροπορίας μέσω της μαζικής απόκτησης αεροσκαφών F-104 σε ρόλους κρούσης. Αποφασίστηκε έτσι η ενίσχυση του Α/Α πυροβολικού μέσω της υιοθέτησης ενός εγχώριου προγράμματος ανάπτυξης ενός Α/Α συστήματος πυροβόλων, το γνωστό Άρτεμις 30. Παρά τις ελπιδοφόρες προοπτικές του προγράμματος το όλο πρόγραμμα κατέληξε σε φιάσκο λόγω της απειρίας των ελληνικών εταιριών που ανέλαβαν την υλοποίηση του αλλά και απροθυμίας μεταξύ τους συνεργασίας εκ μέρους των συμβαλλόμενων εταιρειών. Προσπάθειες που κατά καιρούς έγιναν για τη νεκρανάσταση και το εμπλουτισμό του προγράμματος(υιοθέτηση τετραπλού εκτοξευτή βλημάτων Crotale που θα οδηγούσε στο σύστημα Απόλλων, τοποθέτηση διπλών εκτοξευτών βλημάτων Stinger, πιστοποίηση του ΣΕΠ Skyguard και ατομικού Η/Ο ΣΕΠ) δεν είχαν αίσια έκβαση και το σύστημα κατασκευάστηκε μόνο σε μορφή Μονάδος Πυρός(δίδυμο πυροβόλο Mauser των 30 mm) σε 60 μόλις μονάδες(εκ των οποίων 17 κατέληξαν στον Ε.Σ και χρησιμοποιούταν για την εγγύς Α/Α άμυνα των HAWK) ενώ πρόσφατα αποφασίστηκε η απόσυρση του..
Το 1829, ως η προστάτιδα του Πυροβολικού, καθορίστηκε η Αγία Βαρβάρα, και γι'αυτό εορτάζεται στις 4 Δεκεμβρίου του κάθε έτους. Το έμβλημα του Πυροβολικού, είναι ασπιδοειδές, με τα χαρακτηριστικά χρώματα του μαύρου και του κίτρινου απο το 1914, απεικονίζοντας δυο κανόνια παλαιάς τεχνολογίας, συμβολίζοντας το Πυροβολικό Μάχης, και στη μέση εναν αντιαεροπορικό πύραυλο, δείχνοντας την ύπαρξη του Αντιαεροπορικού Πυροβολικού. Ως γνωμικό του Πυροβολικού είναι το Ισχύς δια της γνώσεως, όπου σημαίνει στη σύγχρονη Ελληνική γλώσσα απο τη γνώση εξαρτάται η ισχύς.
This article uses material from the Wikipedia Ελληνικά article Πυροβολικό (Ελλάδα), which is released under the Creative Commons Attribution-ShareAlike 3.0 license ("CC BY-SA 3.0"); additional terms may apply (view authors). Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά. Images, videos and audio are available under their respective licenses.
®Wikipedia is a registered trademark of the Wiki Foundation, Inc. Wiki Ελληνικά (DUHOCTRUNGQUOC.VN) is an independent company and has no affiliation with Wiki Foundation.