Το νεόπλασμα (από την αρχαία ελληνική λέξη νέο + πλάσμα, δημιούργημα) είναι μια ανώμαλη μάζα ιστού που είναι αποτέλεσμα της νεοπλασίας.
Η νεοπλασία χαρακτηρίζεται από τον ανώμαλο πολλαπλασιασμό των κυττάρων. Πριν τη νεοπλασία, τα κύτταρα υφίστανται συχνά ένα ανώμαλο επίπεδο ανάπτυξης, όπως μεταπλασία ή δυσπλασία. Εντούτοις, η μεταπλασία ή η δυσπλασία, δεν οδηγούν πάντα σε νεοπλασία. Η ανάπτυξη των νεοπλασματικών κυττάρων ξεπερνά, και δεν συντονίζεται, με την ανάπτυξη των κυττάρων των φυσιολογικών ιστών γύρω από αυτό. Η ανάπτυξη συνεχίζεται κατά τον ίδιο υπερβολικό τρόπο ακόμη και μετά την παύση των ερεθισμάτων. Προκαλεί συνήθως τη δημιουργία μιας μάζας ή ενός όγκου. Τα νεοπλάσματα μπορεί να είναι καλοήθη, προ-κακοήθη (καρκίνωμα in situ) ή κακοήθη (καρκινικά).
Νεόπλασμα | |
---|---|
Ειδικότητα | ανατομία |
Ταξινόμηση | |
ICD-10 | C00-D48 |
ICD-9 | 140-239.99 |
DiseasesDB | 28841 |
MedlinePlus | 001310. |
MeSH | D009369 |
Στη σύγχρονη ιατρική, με τον όρο "όγκος" εννοούμε το νεόπλασμα που έχει διαμορφώσει μία μάζα. Στο παρελθόν ο όρος "όγκος" χρησιμοποιούνταν διαφορετικά. Μερικά νεοπλάσματα δε δημιουργούν μάζες.
Ένα νεόπλασμα μπορεί να είναι καλόηθες, δυνητικά κακόηθες, ή κακόηθες.
Επειδή η νεοπλασία περιλαμβάνει πολύ διαφορετικές ασθένειες, είναι δύσκολο να βρεθεί ένας σφαιρικός ορισμός. Ο ορισμός του Βρετανού ογκολόγου R.A. Willis είναι ευρέως αποδεκτός: "Νεόπλασμα είναι μια ανώμαλη μάζα ιστού, η αύξηση της οποίας υπερβαίνει και είναι ασυντόνιστη με αυτή των φυσιολογικών ιστών, και παραμένει σε αυτό το βαθμό ακόμη και μετά τη διακοπή του ερεθίσματος που προκάλεσε την αλλαγή." Ο ορισμός υφίσταται έντονη κριτική επειδή μερικά νεοπλάσματα, όπως οι σπίλοι, δεν είναι αυξητικά.
Οι νεοπλασματικοί όγκοι συχνά περιέχουν περισσότερους από έναν τύπους κυττάρων, αλλά η κίνηση τους και η συνεχής τους ανάπτυξη εξαρτάται συνήθως από έναν μονάχα τύπο νεοπλασματικών κυττάρων. Αυτά τα κύτταρα θεωρείται ότι είναι μονοκλωνικά - δηλαδή, ότι είναι απόγονοι από ένα μόνο προγονικό κύτταρο.
Μερικές φορές, τα νεοπλασματικά κύτταρα φέρουν όλα την ίδια γενετική ή επιγενετική ανωμαλία, πράγμα που αποτελεί απόδειξη μονοκλωνικότητας. Για λεμφοειδή νεοπλάσματα, π.χ λεμφώματος και λευχαιμίας, η μονοκλωνικότητα αποδεικνύεται από την ενίσχυση μιας απλής αναδιάταξης του γονιδίου της ανοσοσφαιρίνης τους (για βλάβες Β κύτταρων) ή του γονιδίου του υποδοχέα Τ-κυττάρου (για Τ αλλοιώσεις κυττάρων). Η επίδειξη της μονοκλωνικότητας θεωρείται τώρα ότι είναι αναγκαίο για το χαρακτηρισμό ενός λεμφοειδούς κυτταρικού πολλαπλασιασμού ως νεοπλασματικό.
Είναι δελεαστικό να οριστούν τα νεοπλάσματα ως μονοκλωνικοί κυτταρικοί πολλαπλασιασμοί, αλλά η επίδειξη της μονοκλωνικότητας δεν είναι πάντα δυνατή. Συνεπώς, η μονοκλωνικότητα δεν απαιτείται στον ορισμό της νεοπλασίας.
Όγκος (στα Λατινικά οίδημα, ένα από τα καρδινάλια συμπτώματα της φλεγμονής) σήμαινε αρχικά κάθε μορφής διόγκωσης, νεοπλασματικής ή όχι. Στα σύγχρονα αγγλικά, ωστόσο, τόσο στην ιατρική ορολογία όσο και στην καθημερινή, χρησιμοποιείται ο όγκος ως συνώνυμο του νεοπλάσματος.
Κάποια νεοπλάσματα δε σχηματίζουν όγκο. Σε αυτά περιλαμβάνονται η λευχαιμία και κάποιες μορφές καρκινώματος in situ.
| Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Neoplasm της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες). |
This article uses material from the Wikipedia Ελληνικά article Νεόπλασμα, which is released under the Creative Commons Attribution-ShareAlike 3.0 license ("CC BY-SA 3.0"); additional terms may apply (view authors). Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά. Images, videos and audio are available under their respective licenses.
®Wikipedia is a registered trademark of the Wiki Foundation, Inc. Wiki Ελληνικά (DUHOCTRUNGQUOC.VN) is an independent company and has no affiliation with Wiki Foundation.