Ο Γκύντερ Βάλραφ (γερμανικά: Günter Wallraff, 1 Οκτωβρίου 1942) είναι Γερμανός συγγραφέας και μυστικός δημοσιογράφος.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Έγινε διάσημος κυρίως για τις θεαματικές αποκαλύψεις που έκανε σχετικά με τις συνθήκες εργασίας σε διάφορες μεγάλες εταιρείες, όπως τη Thyssen και την εφημερίδα BILD. Για τις έρευνές του εργαζόταν εν μέρει για τις συγκεκριμένες εταιρείες για αρκετούς μήνες ή ακόμη και για έτη χρησιμοποιώντας φανταστική ταυτότητα.
Γκύντερ Βάλραφ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 1 Οκτωβρίου 1942 Μπούρσαϊντ |
Χώρα πολιτογράφησης | Γερμανία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γερμανικά |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | δημοσιογράφος συγγραφέας |
Περίοδος ακμής | 1966 |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | βραβείο Monismanien (1984) Carl-von-Ossietzky-Medaille (1984) Hans-Böckler-Preis der Stadt Köln (30 Απριλίου 2019) Hermann Kesten Prize (2020) Siebenpfeiffer Award (2010) d:Q112031676 (2013) Gerty Spies Literary Award |
Ιστότοπος | |
www | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Βάλραφ γεννήθηκε στις 1 Οκτωβρίου 1942 στο Μπούρσαϊντ, κοντά στην Κολωνία. Ο πατέρας του δούλευε στη Ford στην κοντινή Κολωνία. Αφού πήρε απολυτήριο σπουδών πρώτου κύκλου μέσης εκπαίδευσης (mittlere Reife) άρχισε επαγγελματική εκπαίδευση βιβλιοπώλη, το επάγγελμα του οποίου άσκησε στο εξής. Ήδη τη δεκαετία 1950 άρχισε να γράφει τα πρώτα του ποιήματα, τα οποία δημοσίευσε μερικώς το 1960/61.
Ο Βάλραφ ήταν ένας από τους πρώτους Γερμανούς αντιρρησίες συνείδησης. Εξετάστηκε το 1963 και η αίτηση για απαλλαγή από τη στρατιωτική θητεία στο όπλο απερρίφθη. Λόγω της άρνησής του να πάρει όπλο στο χέρι, κλείστηκε για παρατήρηση στο ψυχιατρικό τμήμα του γερμανικού στρατιωτικού νοσοκομείου της Κόμπλεντς. Για να επιβιώσει σε ένα περιβάλλον που τον περνούσε για τρελό, άρχισε να γράφει ημερολόγιο. Επίσης ήλπιζε οι εμπειρίες του με τον τρόπο αυτό να βρουν το δρόμο τους στη δημοσιότητα.
Ο πρώτος του αυτός, εντούτοις ακόμα ακούσιος ρόλος του αντιρρησία συνειδήσεως και ασθενή ψυχιατρικού τμήματος αποτέλεσε για αυτόν εμπειρία κλειδί και τη βάση για τη μελλοντική του εργασία. Αργότερα κρίθηκε «ακατάλληλος για στρατιωτική θητεία με και χωρίς όπλο» και απολύθηκε από τον γερμανικό στρατό.
Η δραστηριότητα του Βάλραφ φέρει ως κύριο χαρακτηριστικό τις ασυνήθιστες μεθόδους του, οι οποίες είχαν ως συνέπεια και την εντατική κριτική κυρίως των εταιρειών, για τις οποίες έγραφε. Χρησιμοποιώντας κάθε φορά φανταστική ταυτότητα και μεταμφιέζοντας τον εαυτό του (περίπτωση Αλί) δεν γνώριζε κανείς για τη δημοσιογραφική του δραστηριότητα. Τα βιβλία που δημιουργήθηκαν με τον τρόπο αυτό, αποκαλύπτουν θεαματικά κοινωνικές αδικίες και παρουσιάζουν τον τρόπο λειτουργίας της γερμανικής κοινωνίας από διαφορετική οπτική γωνία. Κρητική δέχτηκε κυρίως από τους εργοδότες του, δεδομένου ότι έβλεπαν παραβίαση του δικαιώματος προσωπικότητάς τους ή επίσης σε κίνδυνο τα αποκαλούμενα εμπορικά μυστικά.
Στη σουηδική γλώσσα χρησιμοποιείται το ρήμα «wallraffa» για το δημοσιογραφικό στιλ του Βάλραφ. Το ρήμα αυτό πέρασε μάλιστα στον κατάλογο λέξεων της Σουηδικής Ακαδημίας.
Το 1969 δημοσίευσε τα «13 βιομηχανικά ρεπορτάζ» (13 unerwünschte Reportagen) όπου περιέγραψε απαράδεκτες συνθήκες εργασίας σε δεκατρία επαγγέλματα, στα οποία ο ίδιος εργάστηκε αγνώριστος για αρκετούς μήνες στα τέλη της δεκαετίας 1960. Παρά τις διώξεις από τους εργοδότες παρουσίασε στο βιβλίο του την εκμετάλλευση των «απλών εργαζομένων» που βίωσε και ο ίδιος εκεί.
Τον Μάιο του 1974, κατά τη διάρκεια της Χούντας των Συνταγματαρχών, συνελήφθη στην Αθήνα αφού πριν είχε δεθεί με αλυσίδες στην πλατεία Συντάγματος και μοίρασε φέιγ βολάν σε περαστικούς, δηλώνοντας έτσι την αλληλεγγύη προς τους Έλληνες πολιτικούς κρατουμένους. Κατόπιν βασανισμού καταδικάστηκε σε δεκατετράμηνη φυλάκιση. Απολύθηκε τελικά με την πτώση της χούντας. Το 1975 δημοσίευσε τις εμπειρίες του στο βιβλίο «Ο φασισμός δίπλα μας. Η Ελλάδα του χθες - Ένα δίδαγμα για το αύριο» (Unser Faschismus nebenan. Griechenland gestern - ein Lehrstück für morgen).
Το 1977 εργάστηκε για τέσσερις μήνες ως δημοσιογράφος στο ταμπλόιντ «Bild-Zeitung» (ένα από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης) χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Χανς Έσερ. Το ίδιο έτος δημοσίευσε στο βιβλίο «Der Aufmacher - Der Mann, der bei "BILD" Hans Esser war» τις διαστρεβλώσεις και τα ψέματα που παρήγε τότε με συστηματικό τρόπο η εφημερίδα αυτή. Το βιβλίο αυτό, σύμφωνα με τον ίδιο τον Βάλραφ, εξηγεί την «παράνοια» με την οποία στη συνέχεια τον καταδίωξε ο όμιλος Axel Springer AG, μεταξύ άλλων εκδοτικός οίκος της εφημερίδας.
Το 1981 το ανώτατο ομοσπονδιακό δικαστήριο Bundesgerichtshof πιστοποίησε το δικαίωμα του Βάλραφ να δημοσιεύσει τις εμπειρίες του που απέκτησε σαν δημοσιογράφος της Bild, αφού στο βιβλίο του παρουσιάζονται «σοβαρές ελλείψεις» και «λάθος εξελίξεις της δημοσιογραφίας» η συζήτηση των οποίων θα ενδιέφερε τη δημοσιότητα σε «ιδιαίτερο βαθμό».
Το Μάρτιο του 1983 αποφάσισε να ερευνήσει «εκ των έσω» τη βάρβαρη μεταχείριση των μεταναστών εργατών στη Γερμανία. Μεταμφιέστηκε στον τούρκο ανειδίκευτο εργάτη Αλί και εργάστηκε στον ρόλο αυτό για δυο χρόνια κατά το πλείστον σε σε υπεργολάβο της Thyssen αλλα και σε άλλες βιομηχανίες.
Το βιβλίο «Ganz unten» ("Στον πάτο"), που δημοσίευσε το 1985, πωλήθηκε πάνω από 3 εκατομμύρια φορές και μεταφράστηκε σε περισσότερο από 30 γλώσσες, μέσα από αυτές και στα Ελληνικά.
This article uses material from the Wikipedia Ελληνικά article Γκύντερ Βάλραφ, which is released under the Creative Commons Attribution-ShareAlike 3.0 license ("CC BY-SA 3.0"); additional terms may apply (view authors). Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά. Images, videos and audio are available under their respective licenses.
®Wikipedia is a registered trademark of the Wiki Foundation, Inc. Wiki Ελληνικά (DUHOCTRUNGQUOC.VN) is an independent company and has no affiliation with Wiki Foundation.