Το Αθλητικό Διαιτητικό Δικαστήριο (αγγλικά: Court of Arbitration for Sport, CAS, γαλλικά: Tribunal arbitral du sport, TAS) είναι διεθνές ημιδικαστικό σώμα που συστάθηκε για την επίλυση διαφορών που σχετίζονται με τον αθλητισμό.
Εδρεύει στη Λωζάννη, στο καντόνι Βω της Ελβετίας, ενώ παράλληλα έχει δικαστικές έδρες στη Νέα Υόρκη και το Σίδνεϊ. Επίσης, προσωρινές δικαστικές έδρες λειτουργούν στις τρέχουσες Ολυμπιακές πόλεις.
Ίδρυση | 1984 |
---|---|
Ιδρυτής | Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή |
Έδρα | Λωζάνη, Ελβετία |
Περιοχή δράσης | Λωζάνη, Ελβετία |
Ιστότοπος | tas-cas.org |
δεδομένα ( ) |
Με την ανάμειξη του αθλητισμού και της πολιτικής, το σώμα σχεδιάστηκε αρχικά από τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ) και τον Πρόεδρο Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ για την αντιμετώπιση των διαφορών που προκύπτουν κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων. Ιδρύθηκε ως μέρος της ΔΟΕ το 1984.
Το 1994, σχετικά με μια υπόθεση που εκδικάστηκε από το CAS, ασκήθηκε έφεση στο Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Ελβετίας, αμφισβητώντας την αμεροληψία του CAS. Το ελβετικό δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το CAS είναι όντως διαιτητικό δικαστήριο, αλλά επέστησε την προσοχή στις πολυάριθμες διασυνδέσεις μεταξύ του CAS και της ΔΟΕ.
Ως απάντηση, το CAS πραγματοποίησε μεταρρυθμίσεις ούτως ώστε να καταστεί περισσότερο ανεξάρτητο από τη ΔΟΕ, τόσο οργανωτικά όσο και οικονομικά. Η μεγαλύτερη αλλαγή που προέκυψε από τις μεταρρυθμίσεις αυτές, ήταν η δημιουργία ενός "Διεθνούς Συμβουλίου Αθλητικής Διαιτησίας» (CIAS), με σκοπό τη μέριμνα για τη λειτουργία και τη χρηματοδότηση του CAS, αναλαμβάνοντας με αυτόν τον τρόπο, το ρόλο της ΔΟΕ. Από το 2004, οι πιο πρόσφατες περιπτώσεις που εξετάστηκαν από το CAS, αφορούσαν διαφορές μεταγραφών εντός του επαγγελματικού ποδοσφαίρου ή τη χρήση αναβολικών ουσιών.
Σε γενικές γραμμές, μια διαφορά μπορεί να υποβληθεί στο CAS μόνο εάν υπάρχει συμφωνία διαιτησίας μεταξύ των μερών, η οποία καθορίζει την προσφυγή στο CAS. Σύμφωνα με τον κανόνα 61 του Ολυμπιακού Χάρτη, όλες οι διαφορές σε σχέση με τους Ολυμπιακούς Αγώνες μπορούν να υποβληθούν μόνο στο CAS.
Όλες οι Διεθνείς Ολυμπιακές Ομοσπονδίες έχουν αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του CAS, όσον αφορά την επίλυση ορισμένων διαφορών. Μέσω της συμμόρφωσης με τον Παγκόσμιο Κώδικα Αντι-ντόπινγκ το 2009, όλοι οι υπογράφοντες, συμπεριλαμβανομένων όλων των Ολυμπιακών Διεθνών Ομοσπονδιών και των Εθνικών Ολυμπιακών Επιτροπών, έχουν αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του CAS, όσον αφορά τις παραβιάσεις κανόνων αντι-ντόπινγκ.
Στις αποφάσεις του CAS μπορεί να ασκηθεί έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της Ελβετίας. Οι προσφυγές κατά των αποφάσεων του CAS, σπάνια είναι επιτυχείς και γενικά περιορίζονται σε διαδικαστικά θέματα, με μόνες εξαιρέσεις τις προσφυγές με την αιτιολογία ότι «η επιδίκαση είναι ασυμβίβαστη με τη δημόσια τάξη». Το Μάρτιο του 2012, υπήρξαν επτά επιτυχείς προσφυγές. Οι έξι από αυτές τις προσφυγές ήταν διαδικαστικού χαρακτήρα, ενώ επί της ουσίας σε μία μόνο περίπτωση, το Ελβετικό Ομοσπονδιακό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του CAS. Αυτό συνέβη στην περίπτωση του βραζιλιάνου ποδοσφαιριστή Ματουζάλεμ.
Τον Νοέμβριο του 2009, το CAS αποφάσισε τη χρήση αθλητικού βιολογικού διαβατηρίου, όταν έκανε δεκτή τη διετή αναστολή της σκέιτερ Κλαούντια Πέσταϊν. Τον Μάρτιο του 2011, το δικαστήριο έκανε δεκτή τη διετή αναστολή για δύο Ιταλούς ποδηλάτες, τον Φράνκο Πλιτσότι και τον Πιέτρο Καουκιόλι, με βάση τα στοιχεία των αιματολογικών εξετάσεων.
Τον Οκτώβριο του 2011, σε μια υπόθεση που επηρέασε τους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 2012, το δικαστήριο έκρινε ότι ένα μέρος του Ολυμπιακού Χάρτη παραβίαζε τον Παγκόσμιο Κώδικα Αντι-ντόπινγκ. Ο κανόνας της Οσάκα εμπόδιζε τους αθλητές να πάρουν αναστολή για τουλάχιστον έξι μήνες, για παραβάσεις κανόνων αντι-ντόπινγκ από τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, ακυρώνοντας την ισχύ της. Το δικαστήριο αργότερα επαναβεβαίωσε την απόφαση αυτή, όταν μπλόκαρε την απόφαση της Βρετανικής Ολυμπιακής Επιτροπής να επιλέξει αθλητές τιμωρημένους λόγο ντόπινγκ. Τόσο η ΔΟΕ όσο και η BOA ανταποκρίθηκαν με εκστρατεία για την προσθήκη μιας παρόμοιας απόφασης κατά την επόμενη επικαιροποίηση του Κώδικα, η οποία θα είναι σε ισχύ από τους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 2016.
Το δικαστήριο είναι απρόθυμο να ανατρέψει το πλαίσιο των αποφάσεων του παιχνιδιού, αν και μπορεί να το πράξει σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι τα όργανα της διαιτησίας ενήργησαν με κακή πίστη.
Το δικαστήριο αποφάνθηκε το 2006 ότι το Γιβραλτάρ έχει βάσιμους λόγους για ώστε να ενταχθεί στην UEFA, αναγκάζοντας την οργάνωση να δεχτεί την προσωρινή του υπαγωγή σε αυτήν. Στο επόμενο συνέδριο της UEFA, ωστόσο, το Γιβραλτάρ απορρίφθηκε συντριπτικά στην ψηφοφορία, λόγω πιέσεων από την Ισπανία, αψηφώντας την απόφαση του CAS.
Το 2010, η Ιρλανδική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία (IFA, υπεύθυνη για το ποδόσφαιρο στη Βόρεια Ιρλανδία), προσέφυγε στο CAS μετά την αποτυχημένη προσπάθεια της FIFA να αποτρέψει την Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της Ιρλανδίας (FAI, υπεύθυνη για το ποδόσφαιρο στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας), από την επιλογή παiκτών γεννημένων στη Βόρεια Ιρλανδία, που δεν είχαν καμία εξ αίματος σχέση με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας. Το CAS αποφάνθηκε υπέρ της FAI και της FIFA, επιβεβαιώνοντας ότι ήταν σωστή η εφαρμογή των κανονισμών.
Αυτό το λήμμα σχετικά με τον αθλητισμό χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |
This article uses material from the Wikipedia Ελληνικά article Αθλητικό Διαιτητικό Δικαστήριο, which is released under the Creative Commons Attribution-ShareAlike 3.0 license ("CC BY-SA 3.0"); additional terms may apply (view authors). Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά. Images, videos and audio are available under their respective licenses.
®Wikipedia is a registered trademark of the Wiki Foundation, Inc. Wiki Ελληνικά (DUHOCTRUNGQUOC.VN) is an independent company and has no affiliation with Wiki Foundation.