Το άρωμα είναι μίγμα ουσιών το οποίο διαθέτει ευχάριστη μυρωδιά.
Αποτελούνται από τις αρωματικές ουσίες, μαζί με σταθεροποιητές και διαλύτες, συνήθως αλκοόλες. Αρχαία κείμενα και αρχαιολογικές ανασκαφές δείχνουν ότι τα αρώματα χρησιμοποιούνται από την αρχαιότητα. Τα αρώματα αυτά προέρχονταν από αιθέρια έλαια, βάλσαμα κ.ά. και άλλες φυσικές ουσίες. Η ανάπτυξη της σύγχρονης αρωματοποιίας άρχισε τον 19ο αιώνα, με την ανάπτυξη συνθετικών αρωμάτων, όπως η κουμαρίνη και η βανιλλίνη.
Μια αρωματοποιός, γνωστή ως Ταπούτι, αναφέρεται σε μια επιγραφή με σφηνοειδή γραφή από τη Μεσοποταμία η οποία χρονολογείται από τη 2η χιλιετία π.Χ. Απέσταζε άνθη, έλαια και καλάμια, τα οποία φίλτραρε και τοποθετούσε ξανά στο αποστακτήριο αρκετές φορές. Στην Ινδία, η αρωματοποιία υπήρχε στον πολιτισμό του Ινδού. Η παρασκευή του αιθέριου ελαίου ιττάρ αναφέρεται στα ινδουιστικά αγιουρβεδικά κείμενα Τσαράκα Σαμχίτα και Σουσχρούτα Σαμχίτα.
Το 2003, Ιταλοί αρχαιολόγοι ανέσκαψαν στην περιοχή Μαυροράχη, κοντά στον Πύργο της Κύπρου, τα υπολείμματα αρχαίας βιοτεχνίας αρωμάτων εμβαδού 300 τετραγωνικών μέτρων, η οποία καταστράφηκε από σεισμό το 1.850 π.Χ. Στο χώρο βρέθηκαν δοχεία αρωμάτων, δοχεία ανάμειξης και αποστακτήρια. Αποτελούν τα παλαιότερα γνωστά αρώματα.
Τον 9ο αιώνα, ο Άραβας χημικός Αλ-Κίντι έγραψε το βιβλίο της Χημείας Αρωμάτων και Απόσταξης, το οποίο περιλαμβάνει περισσότερες από εκατό συνταγές αιθέριων ελαίων, αρωματικών νερών και υποκατάστατα ή απομιμήσεις ακριβών φαρμάκων. Το βιβλίο επίσης περιγράφει επίσης μεθόδους και εξοπλισμό ο οποίος χρησιμοποιείται για την παρασκευή αρωμάτων, όπως ο άμβυκας, τον οποίο είχε επίσης περιγράψει ο Συνέσιος τον 4ο αιώνα. Ο Πέρσης χημικός Αβικέννας εισήγαγε τη διεργασία με την οποία εξάγονται τα ελαία από τα άνθη με τη μέθοδο της απόσταξης, διαδικασία η οποία χρησιμοποιείται ακόμη. Άρχισε πειραματιζόμενος σε τριαντάφυλλα, τα οποία έκτοτε, λόγω της πιο λεπτής οσμής τους έγιναν πολύ δημοφιλή.
Η τέχνη της αρωματοποιίας εξαπλώθηκε και στην Ευρώπη. Τον 16ο και τον 17ο αιώνα, τα αρώματα χρησιμοποιούνταν κυρίως από πλούσιους ώστε να καλύψουν την οσμή του σώματος, αποτέλεσμα της έλλειψης συχνής προσωπικής υγιεινής. Το 1693, ο Ιταλός κουρέας Τζοβάνι Πάολο Φέμινις δημιούργησε ένα άρωμα το οποίο ονόμασε Aqua Admirabilis, το οποίο σήμερα είναι γνωστό ως κολόνια. Ο ανιψιός του Γιόχαν Μαρία Φαρίνα ανέλαβε την επιχείρηση το 1732.
Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, με την ανάπτυξη της σύνθεσης οργανικών ουσιών, εμφανίστηκαν συνθετικά αρώματα, όπως η κουμαρίνη (1866), η σαλικυλική αλδεΰδη (1876), η βανιλλίνη (1876), η φαινυλακεταλδεΰδη (1883), η πιπερονάλη (1890) και η β-ιονόνη (1893). Μέσω των συνθετικών ουσιών έγινε εφικτή η παραγωγή όχι μόνο ουσιών οι οποίες είναι όμοιες με τις αντίστοιχες φυσικές πρώτες ύλες σε υψηλή ποιότητα και χαμηλές τιμές, αλλά και η δημιουργία ουσιών με νέες χαρακτηριστικές οσμές, όπως η μεθυλοϊονόνη (1893) και η αιθυλοβανιλλίνη (1894). Τα δύο τελευταία χρησιμοποιήθηκαν επιτυχώς στο άρωμα «Shalimar», το 1925.
This article uses material from the Wikipedia Ελληνικά article Άρωμα, which is released under the Creative Commons Attribution-ShareAlike 3.0 license ("CC BY-SA 3.0"); additional terms may apply (view authors). Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά. Images, videos and audio are available under their respective licenses.
®Wikipedia is a registered trademark of the Wiki Foundation, Inc. Wiki Ελληνικά (DUHOCTRUNGQUOC.VN) is an independent company and has no affiliation with Wiki Foundation.