Ομάτ

Τ'ομάτ (αρχαία ελλενικά: ὤψ) εν τ'όργανον με το οποίον ελέπνε οι αθρώπ' και τα χαϊβάνεα.

Οι αθρώπ' έχνε δυο ομάτεα σο κηφάλν'ατουν.

Ομάτ
Ατός τερεί μας μ'έναν ομάτ.
Σα Κοινά εσ υλικόν σχετικόν με

Tags:

Ελλενικόν λαλίαν

🔥 Trending searches on Wiki Ποντιακά:

ΚαλομηνάςΠρωτεύουσαΒοστώνηΒοσνία και ΕρζεγοβίνηΑρχικόν σελίδαΜολδαβίαΦρίντριχ ΣίλερΠοντιακοί χοροίΜαρίνα Μπεκ-ΡόμαντσουκΆι ΜαρίνοςΠοντιακή διάλεκτοςΒικιπαίδεια/Βοήθεια23 ΧριστουγενναρίΙαπωνίαΣάββανΦιλοσοφία7 ΜαρτίΧαβίτς2 ΣταυρίΗλίας ΤσιρκινίδηςΟρθόδοξον ΕγκλεσίαΜορφολογίαΞενοφώνΑγία Πετρούπολη3 ΚαλανταρίΤσάρλι Τσάπλιν6 Καλανταρί4 ΑπρίλτΙσραήλΔανίαΕγκυκλοπαίδειαΒικιπαίδεια/Δικαιώματα πνευματίΩκεανίανΕυρώπην7 ΤρυγομηνάΜιχάλης Καλιοντζίδης15 ΚαλανταρίΠοντιακόν λαλίανΟμάτ13 ΚαλανταρίΠόντιοιΛιθουανίαΠολωνίαΙρλανδίαΑλβανίαΓιώργος Νταλάρας23 Καλανταρί19 ΚαλομηνάΤσιριχτά7 ΚαλανταρίΜυτίνΘεσσαλονίκηΛίβανοςΣλοβακίαΦινλανδίαΣταυρίτεςΓραμματικήνΒικιπαίδεια/ΑγοράΠαραλίμνι16 ΣταυρίΚράτος🡆 More