Ο Ρουντ Γκούλιτ (Ruud Gullit, προφορά στα ολλανδικά: Ρούουντ Χούλιτ, γεννήθηκε 1 Σεπτεμβρίου 1962) είναι Ολλανδός πρώην ποδοσφαιριστής και προπονητής ποδοσφαίρου.
Αγωνίστηκε σε πολλές θέσεις κατά τη διάρκεια της καριέρας του, συχνότερα και πιο επιτυχημένα ως επιθετικός μέσος, θεωρούμενος ως ένας από τους κορυφαίους του αθλήματος στη δεκαετία του 1980 και του 1990. Ψηφίστηκε 18ος καλύτερος ποδοσφαιριστής του 20ού αιώνα στις εκλογές της IFFHS.
Το 1988 ήταν πρωταθλητής Ευρώπης | ||||||||||
Προσωπικές πληροφορίες | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ημερ. γέννησης | 1 Σεπτεμβρίου 1962 | |||||||||
Τόπος γέννησης | Άμστερνταμ, Ολλανδία | |||||||||
Ύψος | 1,90 μ. | |||||||||
Θέση | Μέσος | |||||||||
Επαγγελματική καριέρα* | ||||||||||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† | |||||||
1979–1982 | ΧΦΚ Χάαρλεμ | 91 | (32) | |||||||
1982–1985 | Φέγενορντ | 85 | (31) | |||||||
1985–1987 | ΠΣΦ Αϊντχόφεν | 68 | (46) | |||||||
1987–1993 | ΑΚ Μίλαν | 171 | (56) | |||||||
1993–1994 | ΟΚ Σαμπντόρια | 31 | (16) | |||||||
1994–1995 | ΑΚ Μίλαν | 8 | (3) | |||||||
1994–1995 | →ΟΚ Σαμπντόρια | 22 | (9) | |||||||
1995–1998 | Τσέλσι ΦΚ | 32 | (4) | |||||||
Σύνολο | 465 | (175) | ||||||||
Εθνική ομάδα | ||||||||||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† | |||||||
1979 | Ολλανδία U21 | 4 | (1) | |||||||
1981–1994 | Ολλανδία | 66 | (17) | |||||||
Προπονητική καριέρα | ||||||||||
Περίοδος | Ομάδα | |||||||||
1996–1998 | Τσέλσι ΦΚ | |||||||||
1998–1999 | Νιούκασλ Γιουνάιτεντ | |||||||||
2004–2005 | Φέγενορντ | |||||||||
2007–2008 | Λος Άντζελες Γκάλαξι | |||||||||
2011 | Τέρεκ Γκρόζνι | |||||||||
Τίτλοι
| ||||||||||
* Οι συμμετοχές και τα γκολ στις προηγούμενες ομάδες υπολογίζονται μόνο για τα εγχώρια πρωταθλήματα. † Συμμετοχές (Γκολ). |
Γεννήθηκε στο Άμστερνταμ με καταγωγή του πατέρα του από το Σουρινάμ. Ήταν ο αρχηγός της εθνικής ομάδας της Ολλανδίας που ήταν νικήτρια στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου 1988 και ήταν επίσης μέλος της ομάδας που αγωνίστηκε στο Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου 1990. Ονομάστηκε Ευρωπαίος ποδοσφαιριστής της χρονιάς κερδίζοντας τη Χρυσή Μπάλα το 1987. Έγινε παγκόσμια γνωστός στο φίλαθλο κοινό με το προσωνύμιο "μαύρη τουλίπα" ("μαύρη πλεξούδα" και "Σίμπα" συνθέτουν τα τρία πιο χαρακτηριστικά παρατσούκλια του).
Ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα από τη Χάρλεμ όπου έμεινε τρία χρόνια. Στην πρώτη του σεζόν γεύτηκε το πικρό ποτήρι του υποβιβασμού αλλά ο σύλλογος έδειξε εξαιρετικά αντανακλαστικά και ένα χρόνο αργότερα επέστρεψε στα μεγάλα σαλόνια με τον ίδιο να αναδεικνύεται καλύτερος νέος παίκτης. Με το σύλλογο κέρδισε την έξοδό στο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ την αγωνιστική περίοδο 1981–82. Το 1982 οι μεγάλοι σύλλογοι διέκριναν το ταλέντο του, το συνδυασμό του υψηλού αναστήματος με τις εξαιρετικές τεχνικές του ικανότητες και είχαν ήδη αρχίσει να τον προσεγγίζουν. Τελικά βρέθηκε στη Φέγενορντ με ένα σημαντικό ποσό και έπειτα από μεγάλη περιπέτεια. Ο Ολλανδός νεαρός τότε κεντρικός επιθετικός, είχε προταθεί και σε αγγλικές ομάδες. Η Άρσεναλ και η Ίπσουιτς Τάουν ήταν αυτές που έδειχναν να ενδιαφέρονται περισσότερο. αλλά θεώρησαν τις οικονομικές απαιτήσεις υψηλές και έτσι ο νεαρός Γκούλιτ μεταγράφηκε στη Φέγενορντ.
Με τη φανέλα της Φέγενορντ το ξεκίνημα δεν είναι και το καλύτερο δυνατό. Ήταν σχετικά μέτριος και η ομάδα του μένει μακριά από τίτλους. Το 1984 θα κατακτήσει το πρώτο του Ολλανδικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, ενώ την ίδια χρονιά θα κατακτήσει και το Κύπελλο, πετυχαίνοντας το νταμπλ με τη Φέγενορντ. Ο Γκούλιτ ανακηρύχθηκε Ολλανδός ποδοσφαιριστής της χρονιάς. Πλέον αγωνίζεται πιο μπροστά στη μεσαία γραμμή, έχοντας παίξει κατά κύριο λόγο ως λίμπερο στο Χάρλεμ. Λίγο αργότερα έγινε το επίκεντρο της οργής του τότε προπονητή Τάις Λίμπρεχτς να αναφέρεται στον Γκούλιτ ως Blackie και να τον επικρίνει ως τεμπέλη, αν και Λίμπρεχτς υπερασπίστηκε τον ισχυρισμό του λέγοντας ότι ήταν απλώς ένα ψευδώνυμο.
Να πάρει μεταγραφή ένας παίκτης από τη Φέγενορντ στην ΠΣΦ Αϊντχόφεν δεν είναι και ότι πιο συνηθισμένο στην Ολλανδία. Στα 23 του χρόνια, ο Γκούλιτ μετακόμισε στην Αϊντχόφεν που θα πληρώσει ένα πολύ μεγάλο ποσό εκείνη την εποχή, ώστε να τον αποκτήσει από τη Φέγενορντ. Το 1986 θα αναδειχθεί για δεύτερη φορά στην καριέρα του καλύτερος Ολλανδός ποδοσφαιριστής. Κατέκτησε δύο φορές Ολλανδικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, το 1986 και το 1987, ενώ το 1986 πετυχαίνοντας 24 γκολ θα βγει δεύτερος σκόρερ του πρωταθλήματος. Το 1987 ψηφίζεται ως αθλητής της χρονιάς στην Ολλανδία, ενώ επίσης θα κατακτήσει άλλο ένα βραβείο σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, τη Χρυσή Μπάλα.
Το καλοκαίρι του 1987 ο Γκούλιτ θα βγει για πρώτη φορά εκτός Ολλανδίας και θα πάρει μεταγραφή στη Μίλαν. Η μεταγραφή του αποτελεί ρεκόρ για την εποχή και ο Ολλανδός γίνεται ένας από τους πιο ακριβοπληρωμένους παίκτες του πλανήτη. Μαζί του φθάνουν στο Μιλάνο και δύο ακόμη σπουδαίοι Ολλανδοί δημιουργώντας ένα από τα καλύτερα τρία στην ιστορία του ποδοσφαίρου: ο Φρανκ Ράικαρτ και ο Μάρκο φαν Μπάστεν, σε μία ομάδα που υπάρχουν ήδη καλοί ποδοσφαιριστές όπως οι Φράνκο Μπαρέζι, Πάολο Μαλντίνι και άλλους ικανούς ποδοσφαιριστές δημιουργώντας ένα πανίσχυρο σύνολο. Ο Αρίγκο Σάκι για να χωρέσει όλους τους παίκτες στην ενδεκάδα, χρησιμοποιεί τον Γκούλιτ στα δεξιά, όμως μετά τον τραυματισμό του Μάρκο φαν Μπάστεν θα βρεθεί και πάλι στην κορυφή της επίθεσης αποτελώντας το κυριότερο επιθετικό όπλο της ομάδας εκείνη τη χρονιά.
Κατά πολλούς η Μίλαν του Αρίγκο Σάκι θύμιζε μία άψογη ορχήστρα με μαέστρο τον Γκούλιτ. Άποψη που είχε μεγάλη βάση αν αναλογιστεί κανείς ότι ο Ολλανδός δεν είχε καμία σχέση με όλους τους άλλους: μπορούσε να καλύψει σχεδόν όλες τις θέσεις στο γήπεδο (εκτός από αυτή του τερματοφύλακα ή των πλάγιων αμυντικών), διέθετε άριστη φυσική κατάσταση, τεχνική κατάρτιση, ιδιαίτερη δύναμη, ταχύτητα και εξυπνάδα, ενώ παράλληλα είχε πολλούς τρόπους να στέλνει τη μπάλα στα δίχτυα: και με τα δύο πόδια, μέσα και έξω από την περιοχή και με μεγάλο του όπλο, τις κεφαλιές-δυναμίτη. Η Μίλαν θα κατακτήσει μετά από εννέα χρόνια το πρωτάθλημα στην Ιταλία. Την επόμενη σεζόν ο Γκούλιτ φτάνει με τη Μίλαν στην κορυφή της Ευρώπης κατακτώντας το Κύπελλο Πρωταθλητριών 1988–89 με τον Γκούλιτ να πετυχαίνει δύο γκολ στον τελικό με αντίπαλο τη Στεάουα Βουκουρεστίου. Και την αμέσως επόμενη χρονιά η Μίλαν επαναλαμβάνει το κατόρθωμα της, κατακτώντας και το Κύπελλο Πρωταθλητριών το 1989–90. Το 1992 και το 1993 κατακτά ξανά το πρωτάθλημα στην Ιταλία με τη Μίλαν, τα οποία έμελλε να είναι και τα τελευταία του. Η Μίλαν φτάνει το 1993 ξανά στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών 1992–93 αλλά χάνει το κύπελλο από την Ολιμπίκ Μαρσέιγ. Ήδη από το 1989 ο Γκούλιτ άρχισε να ταλαιπωρειται από τραυματισμούς και μέχρι το 1992 υποβλήθηκε σε πέντε συνολικά επεμβάσεις στο γόνατο και τη σεζόν 1989–90 έμεινε ουσιαστικά εκτός γηπέδων μετρώντας μόλις δύο παρουσίες. Ο κύκλος στο Μιλάνο είχε αρχίσει να κλείνει και το πιο «πλούσιο» ίσως κομμάτι της καριέρας του, έφθανε στο τέλος του έχοντας σημειώσει 56 τέρματα σε 171 επίσημους αγώνες. Ο Γκούλιτ φεύγει το καλοκαίρι του 1993 από το Μιλάνο.
Η Σαμπντόρια ζητάει δανεικό τον Γκούλιτ από τη Μίλαν και τον αποκτά καθώς οι θέσεις των ξένων ήταν περιορισμένες (δεν υπήρχε ακόμα τότε ο "νόμος Μπόσμαν") και ο Ολλανδός δεν χωρούσε στο ρόστερ της ομάδας. Με τη Σαμπντόρια ο Γκούλιτ πανηγύρισε την κατάκτηση του Κυπέλλου Ιταλίας την αγωνιστική περίοδο 1993–94 αγωνιζόμενος ως επιθετικός. Επέστρεψε για λίγο στη Μίλαν το 1994 αλλά γρήγορα ξαναπήγε στη Σαμπντόρια όπου έμεινε ως το τέλος της σεζόν.
Τον Ιούλιο του 1995, ο Γκούλιτ υπέγραψε στην Τσέλσι. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε ως λίμπερο από τον προπονητή Γκλεν Χοντλ με ελάχιστη επιτυχία και μεταφέρθηκε ξανά στον πιο οικείο ρόλο του στη μεσαία γραμμή, όπου σημείωσε έξι γκολ. Ένα χρόνο και μερικούς μήνες αργότερα ανέλαβε την τεχνική ηγεσία των «μπλε» συνεχίζοντας παράλληλα με την ιδιότητα του ποδοσφαιριστή. Με τους Λονδρέζους πανηγύρισε ένα Κύπελλο Αγγλίας, το 1997, πριν τερματίσει την ποδοσφαιρική του καριέρα το 1998.
Με την Εθνική ομάδα της Ολλανδίας αγωνίστηκε πρώτη φορά το 1981 σε ηλικία 19 ετών ως αλλαγή σε ένα παιχνίδι με την Ελβετία και από τότε έγινε μόνιμο στέλεχος, ο Γκούλιτ έφθασε μέχρι και την κορυφή της Ευρώπης με τους "Οράνιε". Νωρίτερα είχαν προηγηθεί απογοητεύσεις μεγάλων διοργανώσεων, όπως η αποτυχίες πρόκρισης στα Παγκόσμιο Κύπελλο του 1982 και του 1986, ενώ ανάλογη τύχη υπήρξε και στο ενδιάμεσο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου. Στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου 1988 η Ολλανδία στον τελικό του κερδίζει 2–0 τη Ρωσία και ο Γκούλιτ ήταν ένας από τους μεγάλους πρωταγωνιστές της διοργάνωσης. Ήταν αρχηγός της ομάδας και σημείωσε το πρώτο τέρμα του τελικού με κεφαλιά. Είναι η καλύτερη στιγμή του με την Εθνική Ολλανδίας, με τη φανέλα της οποίας πέτυχε συνολικά 17 γκολ σε 66 αγώνες. Το 1988 κατέλαβε τη δεύτερη θέση σου διαγωνισμό της Χρυσής Μπάλας, μένοντας πίσω από το συμπαίκτη του στη Μίλαν και στην εθνική Ολλανδίας, Μάρκο Φαν Μπάστεν.
Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990 η εθνική Ολλανδίας έφτασε με περιπετειώδη αλλαγή προπονητή στην οποία μεταξύ αυτών που πρωτοστάτησαν ήταν και ο Γκούλιτ, και το γεγονός αυτό χάλασε την ψυχολογία της ομάδας η οποία δεν είχε σημαντικές διαφορές από αυτή που ήταν πρωταθλήτρια Ευρώπης δύο χρόνια νωρίτερα. Μετά από μέτριες εμφανίσεις πέρασε στη δεύτερη φάση, όπου αποκλείστηκε από τη Δυτική Γερμανία.
Η προπονητική του καριέρα ξεκίνησε το 1996 όταν ανέλαβε την τεχνική ηγεσία της Τσέλσι ΦΚ παράλληλα με την ιδιότητα του ποδοσφαιριστή. Με την Τσέλσι πανηγύρισε ένα Κύπελλο Αγγλίας, το 1997. Ο Γκούλιτ έγινε έτσι ο πρώτος προπονητής εκτός Βρετανίας που κατέκτησε ένα κορυφαίο τίτλο στο Αγγλικό ποδόσφαιρο. Η ομάδα επίσης τελείωσε στην έκτη θέση στην Πρέμιερ Λιγκ. Tην επόμενη σεζόν, με την Τσέλσι τερματίζει στη δεύτερη θέση στην Πρέμιερ Λιγκ και προχωρώντας στους προημιτελικούς στο κύπελλο, απολύθηκε, για διαφωνία του με το διοικητικό συμβούλιο του συλλόγου.
Το 1998 ανέλαβε τη Νιουκάστλ Γιουνάιτεντ μετά από μια καλή σεζόν που η Νιουκάστλ έφτασε ως τον τελικό στο Κύπελλο Αγγλίας. Την επόμενη σεζόν, οι οπαδοί άρχισαν να στρέφονται εναντίον του, μετά από μια κακή σειρά αποτελεσμάτων και αρκετά κακές σχέσεις του με το μεγάλο αστέρι την ομάδας Άλαν Σίρερ και το αρχηγό Ρόμπερτ Λη αλλά και η ήττα στο τοπικό ντέρμπι με τη Σάντερλαντ τον οδήγησαν στην παραίτηση μετά από μόλις 5 αγώνες τη σεζόν 1999-2000.
Πριν από την έναρξη της σεζόν 2004-2005 ανέλαβε την τεχνική ηγεσία της Φέγενορντ, παραιτήθηκε στο τέλος της σεζόν χωρίς να κερδίσει οποιαδήποτε τρόπαιο με την ομάδα να καταλαμβάνει κατέλαβε την τέταρτη θέση στο Ολλανδικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, πίσω από τον ΑΦΚ Άγιαξ, την ΠΣΦ Αϊντχόφεν και την ΑΖ Άλκμααρ.
Στις 8 Νοεμβρίου 2007, ανέλαβε την ομάδα των Η.Π.Α. Λος Άντζελες Γκάλαξι, υπογράφοντας τριετές συμβόλαιο. Τα 2.000.000 δολάρια μισθός ανά έτος ήταν η υψηλότερη που έχει ποτέ δοθεί σε έναν προπονητή ομάδας στην MLS. Ο Γκούλιτ ήρθε στην ομάδα που απέτυχε να μπει στα πλέι-οφ το 2007. Τον Αυγούστου του 2008, παραιτήθηκε από προπονητής επικαλούμενος προσωπικούς λόγους.
Στις 18 Ιανουαρίου του 2011 ανέλαβε την τσετσενική ομάδα που αγωνιζόταν στο Πρωτάθλημα Ρωσίας, την Τέρεκ Γκρόζνι. Στις πρώτες του δηλώσεις είπε :"Θα ήθελα να πιστεύω ότι μπορεί να φέρει χαρά στη ζωή του λαού της Τσετσενίας μέσω του ποδοσφαίρου. Φυσικά, εγώ δεν θα αρνηθώ ότι παίρνω πολλά χρήματα από την Τέρεκ". Απολύθηκε από τον σύλλογο στις 14 Ιουνίου 2011, έχοντας προπονήσει σε τρία μόλις παιχνίδια την ομάδα.
Φέγενορντ
Αϊντχόφεν
Μίλαν
Σαμπντόρια
Ολλανδία
This article uses material from the Wikipedia Ελληνικά article Ρουντ Γκούλιτ, which is released under the Creative Commons Attribution-ShareAlike 3.0 license ("CC BY-SA 3.0"); additional terms may apply (view authors). Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά. Images, videos and audio are available under their respective licenses.
®Wikipedia is a registered trademark of the Wiki Foundation, Inc. Wiki Ελληνικά (DUHOCTRUNGQUOC.VN) is an independent company and has no affiliation with Wiki Foundation.