28°57′06″E / 41.0292°N 28.9517°E / 41.0292; 28.9517
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως (λατινικά: Patriarchatus Oecumenicus Constantinopolitanus· τουρκικά: Rum Ortodoks Patrikhanesi, İstanbul Ekümenik Patrikhanesi) ή Ορθόδοξο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ή απλώς Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον, που αναφέρεται και ως Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία, είναι η ονομασία της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως. Υφίσταται ως η «πρώτη μεταξύ ίσων» στην τάξη των Ορθοδόξων Εκκλησιών και ιστορικά είναι η μόνη Εκκλησία που αποξένωσε μέρη της δικαιοδοσίας της αποδίδοντας αυτοκεφαλίες, και ως εκ τούτου δημιουργίας τοπικών εκκλησιαστικών διοικήσεων, όπως συνέβη π.χ. με την Εκκλησία της Ελλάδος.
Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως (Τουρκικά: Rum Ortodoks Patrikhanesi, İstanbul Ekümenik Patrikhanesi) | |
---|---|
Ο Πατριαρχικός Ναός Αγίου Γεωργίου, στην έδρα του Πατριαρχείου στο Φανάρι | |
Ιδρυτής | Απόστολος Ανδρέας |
Ανεξαρτησία | 330 μ.Χ. |
Αναγνώριση | Ορθόδοξη Εκκλησία |
Προκαθήμενος | Πατριάρχης Βαρθολομαίος |
Έδρα | Φανάρι, Κωνσταντινούπολη, Τουρκία |
Επικράτεια | Κωνσταντινούπολη, το μεγαλύτερο τμήμα της Τουρκίας, Άγιο Όρος, Κρήτη, Κορέα, τμήμα της βόρειας Ελλάδας (Νέες Χώρες), Δωδεκάνησα, Ελληνικές Ορθόδοξες Εκκλησίες της διασποράς |
Κυριότητες | Εκκλησιαστική Δικαιοδοσία |
Γλώσσα | Ελληνική, Αγγλική, Γαλλική, Κορεατική, Τουρκική |
Πιστοί | ~5.000 στην Τουρκία, ~3.800.000 στην Ελλάδα (Νέες χώρες), ~2.800.000 στη διασπορά |
Δικτυακός τόπος | ec-patr.org |
Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος (της Χαλκηδόνας) στα 451 απέδωσε ίσα πρεσβεία στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως - Νέας Ρώμης με τον Πάπα της πρεσβυτέρας Ρώμης.
Το Άγιο Οικουμενικό Πατριαρχείο ή Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία είναι ένα από τα αρχαιότερα κέντρα της χριστιανικής πατροπαράδοτης εκκλησίας. Ιδρύθηκε ως «επισκοπή Βυζαντίου», κατά την παράδοση από τον Απόστολο Ανδρέα. Πρώτος επίσκοπος τοποθετήθηκε από αυτόν ο Στάχυς, ακολουθούμενος από είκοσι τέσσερις άλλους επισκόπους, με τελευταίο τον Άγιο Μητροφάνη.
Η αρχαία πόλη του Βυζαντίου καταστάθηκε αργότερα (331 μ.Χ.) πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο (306-337 μ.Χ.) με το επίσημο όνομα της Νέας Ρώμης, αλλά έμεινε γνωστή ως Κωνσταντινούπολη. Από το μεγαλείο της θέσης της ως «βασιλίδος των πόλεων» και πρωτεύουσας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας κατέστη μια ιδιαίτερα σημαντική αξία του χριστιανικού κόσμου.
Ο Πατριάρχης του τέταρτου αιώνα Γρηγόριος ο Θεολόγος, παρείχε ανεκτίμητη υπηρεσία στη Χριστιανική Εκκλησία ενάντια στην πρώτη μεγάλη αίρεση, τον Αρειανισμό. Διαδραμάτισε επίσης βασικό ρόλο στην υιοθέτηση από την Εκκλησία του δόγματος της πλήρους θεότητας του Αγίου Πνεύματος και της ομοουσιότητάς του με τον Πατέρα και τον Υιό.
Σημαντική υπήρξε και η πατριαρχεία του Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Με το ασκητικό ήθος που απέκτησε ως μοναχός στην Αντιόχεια άσκησε δριμύ έλεγχο ενάντια στους αιρετικούς και στηλίτευσε τον προκλητικό βίο των ευγενών στην πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας. Δε δίστασε ακόμα να συγκρουστεί και με τη βασιλική εξουσία όταν αυτό χρειάστηκε.
Σε απάντηση στην ανάγκη για συμφωνία στις δογματικές πεποιθήσεις και λόγω των αυξανόμενων διαφορών σε θέματα εκκλησιαστικής διοίκησης και λειτουργικής πρακτικής, συνεκλήθησαν επτά Οικουμενικές Σύνοδοι από τους Αυτοκράτορες Κωνσταντινουπόλεως. Η προσκόλληση και η απαρέγκλητη αφοσίωση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και των άλλων Πατριαρχών της Ανατολής στις αποφάσεις των Συνόδων έχουν δώσει στην Ορθόδοξη Εκκλησία το προσωνύμιο «Εκκλησία των επτά Οικουμενικών Συνόδων».
Η δεύτερη Οικουμενική Σύνοδος το 381 μ.Χ. (Κανών Γ') αναγνώρισε την έδρα της Κωνσταντινουπόλεως ως Πατριαρχείο και της έδωσε τη δεύτερη θέση στα πρεσβεία, ενώ η τέταρτη Οικουμενική Σύνοδος της Χαλκηδόνας στα 451 μ.Χ. (Κανών ΚΗ') την κατέστησε ως πρωτόθρονη εκκλησία της ανατολής και της έδωσε τα πρωτεία μετά της Ρώμης.
Το έτος 595 ο Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης Ιωάννης ο Νηστευτής χρησιμοποίησε τον όρο «Οικουμενικός Πατριάρχης» και ονομάτισε την έδρα του ως «Οικουμενικό Θρόνο», γεγονός που προκάλεσε αντεγκλήσεις και ανταλλαγή επιστολών με τον Πατριάρχη Ρώμης. Κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου του Πατριαρχείου η δικαιοδοσία του αυξήθηκε βαθμιαία, αν και έμοιαζε μερικές φορές να κηδεμονεύεται από την αυτοκρατορική Αυλή.
Οι Αυτοκράτορες για πολιτικούς λόγους επεδίωξαν περιστασιακά ακόμα και να αλλάξουν τα δόγματα που θεσπίστηκαν από τις Οικουμενικές Συνόδους προκειμένου να εξευμενιστούν πολιτικά επικίνδυνες αιρετικές ομάδες στην ανατολή όπως οι Μονοφυσίτες, οι Νεστοριανοί και οι Μονοθελήτες. Αυτή η τάση των αυτοκρατόρων να επιδιώκουν παρεμβάσεις στην εσωτερική ζωή της Εκκλησίας έφθασε στο αποκορύφωμά της με τη δυναστεία των Ισαύρων, κατά τη διάρκεια της Εικονομαχίας (726 - 843).
Μετά από έναν αιώνα συνεχών αντεγκλήσεων μεταξύ εικονολατρών και εικονοκλαστών, οι εικονολάτρες επεκράτησαν τελικά και οι εικόνες αποκαταστάθηκαν. Η βασική θεολογική στήριξη της εικονολατρικής μερίδας προέρχονταν από δύο κορυφαίους θεολόγους, τον Ιωάννη Δαμασκηνό και τον Θεόδωρο τον Στουδίτη, οι οποίοι διατύπωσαν το επίσημο ορθόδοξο δόγμα για την προσκύνηση των εικόνων. Η αποκατάσταση των εικόνων από την Αυγούστα Θεοδώρα στα 843 τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία την πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ως «Κυριακή της Ορθοδοξίας».
Αποτέλεσμα του θριάμβου των απόψεων των Εικονολατρών ήταν να ενισχυθεί σημαντικά η εξουσία των Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως, που καθοδηγούσαν συνήθως την προσπάθεια ενάντια στους εικονολάτρες.
Ο Φώτιος Α΄ ο Μέγας, που θεωρείται ο μέγιστος όλων των βυζαντινών πατριαρχών, κατέλαβε τον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης το 858. Ήταν εξαίρετος γνώστης και διδάσκαλος της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας καθώς επίσης και της χριστιανικής θεολογίας.
Είναι ιδιαίτερα γνωστός για τον ρόλο του στον εκχριστιανισμό των σλαβικών λαών. Το 862 απέστειλε ως ιεραποστόλους στους Μοραβούς, μετά από αίτημά τους, τους Θεσσαλονικείς αδελφούς Κύριλλο και Μεθόδιο γνώστες της σλαβικής γλώσσας. Αυτοί χρησιμοποίησαν ως λειτουργική γλώσσα τη σλαβική και μετέφρασαν την ορθόδοξη λειτουργία. Κατ' αυτό τον τρόπο τους προσκόλλησε στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, αντί της Ρώμης, που επιδίωκε επίσης να τους μεταστρέψει στον Χριστιανισμό αλλά δεν θα επέτρεπε η λειτουργία να μεταφραστεί στη σλαβική, βάσει της αρχής των «Τριών Ιερών Γλωσσών».
Ο Φώτιος ήταν επίσης πρώτιστα αρμόδιος για τη μεταστροφή των Βουλγάρων, οι οποίοι ταλαντεύονταν μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης. Αυτό προκάλεσε ρήξη ανάμεσα στην Ανατολική και Δυτική Εκκλησία λόγω της ανάμιξης της Ρωμαϊκής Εκκλησίας στην οργάνωση της νέας Εκκλησίας της Βουλγαρίας. Ο Πατριάρχης Φώτιος συγκάλεσε Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη το 867 και κατηγόρησε τη Ρωμαϊκή Εκκλησία για δογματικές παρεκκλίσεις σχετικά με την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος.
Θεολογικές και λειτουργικές διαφορές όξυναν ακόμα περισσότερο τη διχογνωμία μεταξύ των δύο Εκκλησιών ιδιαίτερα μετά τη νορμανδική κατάκτηση της νότιας Ιταλίας, στην οποία κυριαρχούσαν ελληνόφωνοι πληθυσμοί προσκολλημένοι στην Ανατολική Εκκλησία. Αυτήν την περίοδο οι Πάπες προσπαθούν να εκλατινίσουν τους ελληνικούς πληθυσμούς της Μεγάλης Ελλάδας, γεγονός που οδήγησε στα γεγονότα του 1054, όταν έλαβε χώρα το Σχίσμα μεταξύ των εκκλησιών Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως. Μετά από το μεγάλο Σχίσμα του 1054 το Οικουμενικό Πατριαρχείο προέκυψε ως παγκόσμιο κέντρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας και ο προκαθήμενός του αναγνωρίστηκε από τους ορθόδοξους ηγέτες ως «πρώτος μεταξύ ίσων».
Οι σχέσεις μεταξύ της λατινικής δύσης και του Βυζαντίου χειροτέρευαν, όχι μόνο εκκλησιαστικά αλλά και πολιτικά. Η εχθρότητα αυτή οδήγησε στην πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τον στρατό των Σταυροφόρων. Η έδρα του Πατριαρχείου μεταφέρθηκε προσωρινά στη μικρασιατική Νίκαια της Βιθυνίας, καθώς εκεί είχε δημιουργηθεί η Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Στην Κωνσταντινούπολη ιδρύθηκε Λατινικό Πατριαρχείο.
Το 1261, μετά από πενήντα επτά έτη λατινικής κατοχής, οι Βυζαντινοί της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας ανέκτησαν την Κωνσταντινούπολη, υπό τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο και η έδρα του Πατριαρχείου επανήλθε στο παραδοσιακό κέντρο του.
Με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς Τούρκους το 1453, η διαδικασία της προσαύξησης της δύναμης του Οικουμενικού Πατριάρχη επιταχύνεται. Ο Σουλτάνος ανέλαβε τον ρόλο του Βυζαντινού Αυτοκράτορα και επένδυσε την εξουσία του με το κύρος του. Από τον Σουλτάνο Μωάμεθ τον Πορθητή ο πρώτος Πατριάρχης μετά την Άλωση Γεννάδιος Σχολάριος κατόρθωσε να εξασφαλίσει σημαντικές παραχωρήσεις για την Εκκλησία. Στον Πατριάρχη δόθηκε εξουσία όχι μόνο θρησκευτική αλλά και πολιτική ως ανώτατη αρχή όλων των ορθόδοξων λαών των υποκείμενων στους Τούρκους, συμπεριλαμβανομένων Σέρβων, Βουλγάρων, Αλβανών και Ελλήνων. Έτσι, η ανασύσταση του Πατριαρχείου ήταν προϊόν της επιθυμίας για ενσωμάτωση των υπόδουλων χριστιανικών πληθυσμών εκ μέρους των Τούρκων.
Πολύ νωρίς πάντως ετέθησαν σε αμφισβήτηση τα προνόμια του Πατριαρχείου-γύρω στα 1470- όταν κλήθηκε ο Γεννάδιος να εξηγήσει αν ο Χριστιανισμός ήταν μονοθεϊστική θρησκεία ή όχι και επομένως αν σε τελική ανάλυση δικαιούνταν οι χριστιανοί να έχουν αυτά τα προνόμια βάσει του μουσουλμανικού δικαίου προς τους λαούς της Βίβλου. Το 1474 το Πατριαρχείο εκδήλωσε την πρωτοβουλία να πληρώνει φόρο στο οθωμανικό δημόσιο, φόρο τον οποίο θα ήταν υποχρεωμένο να εισπράττει. Η τελευταία αυτή πρωτοβουλία ήταν προϊόν επιθυμίας αγκίστρωσης του Πατριαρχείου από το οθωμανικό δημόσιο και καλύτερης κατοχύρωσης της θέσης του έναντι των Οθωμανών. Πάντως προς την κατεύθυνση αυτή είχε αρχίσει να κινείται και ο Γεννάδιος όταν κατέβαλε χρηματικό ποσό στον Τούρκο δυνάστη ως ανταπόδοση για την παραχώρηση σε σε εκείνον ενός αξιώματος.
Το Πατριαρχείο συνέβαλε στη συντήρηση της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς μαζί με την ορθόδοξη λειτουργική και εκκλησιαστική παράδοση. Όταν ξέσπασε τελικά η ελληνική Επανάσταση το 1821 ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε', υπό την απειλή γενικής σφαγής των χριστιανών της Κωνσταντινούπολης, αναγκάστηκε να αφορίσει τους επαναστάτες. Παρά την ενέργειά του αυτή, την ημέρα του Πάσχα του 1821 απαγχονίστηκε στην κεντρική πύλη του Πατριαρχικού Οίκου, η οποία από τότε παραμένει σφραγισμένη.
Κατά τη σύγχρονη (αρχές 21ου αιώνα) ιστορική άποψη, ο Πατριάρχης εθεωρείτο από το Οθωμανικό κράτος ως ιδιοκτήτης μιας φορολογητέας ύλης (iltizam), την οποία αποκτούσε μέσω ενός εγγράφου διορισμού, του βερατίου. Το φορολογικό σύστημα της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν έχει ακόμα πλήρως διερευνηθεί. Μέχρι τα τέλη του 16ου αιώνα φαίνεται ότι ίσχυε το εξής: Ο Πατριάρχης διοριζόταν αφού πλήρωνε τον φόρο τον λεγόμενο peşkeş (πεσκέσι = δώρο). Αυτός ο φόρος φαίνεται ότι καθιερώθηκε γύρω στο 1465 και αρχικά ήταν 5.000 χρυσά (φλουριά). Επίσης ο Πατριάρχης υποσχόταν να πληρώνει ετησίως τον φόρο haraç (χαράτσι). Μετά από αυτά, με σουλτανικό βεράτιο ο Πατριάρχης λάμβανε την άδεια να λειτουργεί ως αξιωματούχος του δημοσίου. Σύμφωνα με ελληνικές πηγές, το χαράτσι καθιερώθηκε το 1474 και αρχικά ήταν 2.000 χρυσά νομίσματα.
Η δημιουργία ανεξαρτήτων εθνικών κρατών στον χώρο της Βαλκανικής είχε ως συνέπεια τη δημιουργία αυτοκεφάλων τοπικών Εκκλησιών. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο παρεχώρησε δια της κανονικής οδού το αυτοκέφαλο στις Εκκλησίες των νέων κρατών της Βαλκανικής.
Η ευρυτάτη δικαιοδοσία της Κωνσταντινουπόλεως άρχισε σταδιακά να μειώνεται με την παραχώρηση της αυτοκεφάλου αξίας στις τοπικές Εκκλησίες: στην Εκκλησία της Ρωσίας (1448), στην Εκκλησία της Ελλάδος (1850), στην Εκκλησία της Σερβίας (1879), στην Εκκλησία της Ρουμανίας (1885), στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας (1937) και στην Εκκλησία της Βουλγαρίας (1945).
Σοβαρότερη ήταν η συρρίκνωση της δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που προέκυψε μετά από τη Μικρασιατική Καταστροφή και την επακόλουθη ανταλλαγή πληθυσμών.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι ένα από τα πιο ενεργά κέντρα της σύγχρονης οικουμενικής κίνησης. Από το 1902, πήρε την πρωτοβουλία πρόσκλησης όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών προκειμένου να υιοθετήσουν ενιαία στάση στην πιθανότητα επανέναρξης του διαλόγου με τους άλλους χριστιανικούς οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένης της Εκκλησίας της Ρώμης, της Αγγλικανικής Εκκλησίας και άλλων προτεσταντικών ομολογιών.
Αυτή η τοποθέτηση κατέληξε στην ιστορική Εγκύκλιο του 1920 που εστάλη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε όλες τις Χριστιανικές Εκκλησίες και καλούσε τους ηγέτες τους να καθιερώσουν στενότερη συνεργασία. Σκοπός αυτής της εγκυκλίου ήταν να προωθηθεί ο στόχος της ενότητας των Εκκλησιών με τη δημιουργία ενός οργανισμού αποκαλούμενου Κοινωνία των Εκκλησιών του Χριστού, στα πρότυπα της Κοινωνίας των Εθνών. Γενικά αναγνωρίζεται ότι η Εγκύκλιος του 1920 αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες που οδήγησαν αργότερα στη δημιουργία του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών το 1948.
Ο άγιος Απόστολος Ανδρέας θεωρείται ο ιδρυτής της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως (τότε Βυζαντίου), ενώ ο σημερινός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, είναι ο 270ος στη σειρά διαδοχής. Έδρα του Πατριαρχείου είναι ο Πατριαρχικός Οίκος του Φαναρίου, όπου βρίσκεται και ο Πατριαρχικός ναός του Αγίου Γεωργίου (1599). Το Πατριαρχείο διοικείται από τη δωδεκαμελή Ενδημούσα Ιερά Πατριαρχική Σύνοδο υπό την προεδρία του Πατριάρχη.
Στην Αρχιεπισκοπή Κωνσταντινουπόλεως σήμερα ανήκουν 37 Κοινότητες, 46 Ενοριακοί ναοί (4 από τους οποίους κατέχονται από το λεγόμενο «τουρκορθόδοξο πατριαρχείο»), 5 Κοιμητηριακοί ναοί, 10 Πατριαρχικές και Σταυροπηγιακές Μονές, 6 Προσκυνήματα, 8 Φιλόπτωχες Αδελφότητες, 6 Ιδρύματα (το Νοσοκομείο, το Γηροκομείο και το Ψυχιατρείο στο Βαλουκλή, το Ορφανοτροφείο Πριγκήπου, η Θερινή Στέγη Εργαζομένων νεανίδων και η Παιδόπολις της Ι. Μονής Μεταμορφώσεως Χριστού Πρώτης) και 14 Σύνδεσμοι, μεταξύ των οποίων 3 μορφωτικοί, 2 αθλητικοί και 1 θεατρικός.
Οι υποθέσεις του Πατριαρχείου διενεργούνται από την Ιερά Σύνοδο, υπό την προεδρία του Οικουμενικού Πατριάρχη. Η Σύνοδος υπήρχε από κάποιο χρονικό διάστημα πριν από τον 4ο αιώνα και βοηθά τον πατριάρχη να καθορίζει τις υποθέσεις των περιουσιών που υπάγονται στη δικαιοδοσία του.
Η Σύνοδος αναπτύχθηκε για πρώτη φορά, αποτελούμενη από τον πατριάρχη, τους τοπικούς επισκόπους και όλους τους ορθόδοξους επισκόπους που επισκέπτονταν στην αυτοκρατορική πρωτεύουσα της Κωνσταντινούπολης. Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, η Σύνοδος περιορίστηκε στους επισκόπους του πατριαρχείου.
Αυτή τη στιγμή και μετά την τακτική ανασυγκρότηση της Συνόδου, αυτή αποτελούν για την περίοδο 01.03.2024 έως 31.08.2024, υπό την προεδρία της Α.Θ. Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου, οι Σεβασμιώτατοι Ιεράρχες:
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο εκτός από την Αρχιεπισκοπή της Κωνσταντινούπολης έχει επαρχίες στην Τουρκία, στην Ευρώπη, στην Ασία, στην Αμερική και στην Ωκεανία.
This article uses material from the Wikipedia Ελληνικά article Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, which is released under the Creative Commons Attribution-ShareAlike 3.0 license ("CC BY-SA 3.0"); additional terms may apply (view authors). Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά. Images, videos and audio are available under their respective licenses.
®Wikipedia is a registered trademark of the Wiki Foundation, Inc. Wiki Ελληνικά (DUHOCTRUNGQUOC.VN) is an independent company and has no affiliation with Wiki Foundation.