Τα ξυλοπόδαρα, σε παλαιότερες μορφές της ελληνικής γλώσσας γνωστά και ως κωλόβαθρα και κωλοβαθριστής αντίστοιχα, είναι πάσσαλοι, δοκοί ή τεχνητές προσθήκες που προσαρμόζονται στα πόδια των ανθρώπων και τους επιτρέπουν να βαδίζουν πιο ψηλά από το έδαφος.
Δεν αποτελούνται απαραίτητα από ξύλο πάντα, αλλά η συστατική λέξη του ξύλου έχει επικρατήσει.
Η χρήση των ξυλοπόδαρων διαπιστώνεται σε διαφορετικές ιστορικές εποχές με διαφορετικές εφαρμογές, και ήταν υπαρκτή ήδη από την αρχαιότητα κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. στην αρχαία Ελλάδα, όπου τα γνωστά ως κωλόβαθρα αποτελούνταν από το κῶλον το οποίο ήταν το άκρο/πόδι και το βάθρον η βάση του άκρου. Στην σύγχρονη εποχή, η λέξη χρησιμοποιείται ως η ετυμολογική ρίζα για την πάθηση της κωλοβαθιστροφοβίας ή κουλροφοβίας (φόβος των κλόουν).
Στο Βέλγιο υπήρχε παράδοση κατά τον Μεσαίωνα ως προς την μάχη επί ξυλοπόδαρων, κάτι που διατηρήθηκε και αργότερα ως παράδοση, ενώ οι πρακτικές χρήσεις των ξυλοπόδαρων χρησίμευαν για την διέλευση βαλτωδών εκτάσεων.
Η πλέον συνήθης σύγχρονη χρήση ξυλοπόδαρων είναι για ψυχαγωγικούς σκοπούς όπως το τσίρκο ή προσωπικό χόμπι, και σπανιότερα για επαγγελματική χρήση κατά την διάρκεια εργατικών εργασιών.
Από ιατρική σκοπιά, παρόμοια χρήση χωρίς όμως να διατυπώνεται ως ξυλοπόδαρα, γίνεται από άτομα τα οποία αντιμετωπίζουν έλλειψη των κάτω άκρων τους και κάνουν χρήση ειδικών προσθηκών για την αναπλήρωση των ποδιών για βιοποριστικούς ή και για αθλητικούς λόγους όπως κατά τον αθλητή του στίβου Όσκαρ Πιστόριους.
This article uses material from the Wikipedia Ελληνικά article Ξυλοπόδαρα, which is released under the Creative Commons Attribution-ShareAlike 3.0 license ("CC BY-SA 3.0"); additional terms may apply (view authors). Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά. Images, videos and audio are available under their respective licenses.
®Wikipedia is a registered trademark of the Wiki Foundation, Inc. Wiki Ελληνικά (DUHOCTRUNGQUOC.VN) is an independent company and has no affiliation with Wiki Foundation.