Στη γεωλογία ο όρος καρστική πηγή αναφέρεται στην υδάτινη πηγή (εκροή υπογείων υδάτων) που αποτελεί τμήμα καρστικού υδρολογικού συστήματος , του γεωλογικού συστήματος εκείνου δηλαδή που διαμορφώθηκε από τη διάλυση πετρωμάτων, όπως ασβεστόλιθος, δολομίτης και γύψος και χαρακτηρίζεται από καταβόθρες, σπήλαια και υπόγεια αποστραγγιστικά συστήματα .
Το διοξείδιο του άνθρακα (CO2), όταν είναι διαλυμένο στo νερό (π.χ. στο βρόχινο νερό) διαλύει χημικά το ανθρακικό πέτρωμα. Εκεί που δεν υφίσταται επιφανειακή αποστράγγιση, το νερό διαπερνά το έδαφος σχηματίζοντας έτσι την χαρακτηριστική γεωλογική καρστικη μορφολογία του.
Σε ορεινές περιοχές, π.χ. στην Πελοπόννησο, αναπτύχθηκαν Οροπέδια: επιφάνεια χωρίς αποστράγγιση (κλειστές γεωλογικές Λεκάνες). Η έλλειψη νερού για άρδευση καλύφθηκε με πηγάδια και καρστικές πηγές. Σε χρόνια με έντονη βροχόπτωση και σήμερα ακόμα πλημμυρίζουν τα εδάφη ή και καλύπτονται τελείως από τις πρόσκαιρες λίμνες που σχηματίζονται. Παλαιές καταβόθρες και οι υπόγειοι σωλήνες τους αποστραγγίζουν το νερό, εκτός και αν η διαδικασία επιβραδύνεται από συντρίμμια.
Σε ορισμένα σημεία σε μεγάλη απόσταση αναδύεται το νερό ξανά ως καρστική πηγή. Σε μορφολογίες διαφορετικές από τα οροπέδια η ελλιπής διαθεσιμότητα επιφανειακών υδάτων αποτελεί παρόμοιο πρόβλημα.
Τα ανοίγματα στα πετρώματα διευρύνονται και συνδέονται με δίκτυο υδατίνων αγωγών που φτάνουν μέχρι και σε μέγεθος σπηλιάς. Μεγαλύτερες ποσότητες νερού διεισδύουν ταχύτερα σε καρστικο υδροφόρο ορίζοντα. Έτσι o φυσικός καθαρισμός μέσω φιλτραρίσματος μειώνεται δραστικά. Μια πολύ αρνητική ιδιότητα των καρστικών πηγών είναι η δυνητικά προβληματική ποιότητα του νερού τους. Όταν το νερό της βροχής διέρχεται μέσα από τον ασβεστόλιθο, μολύνει πιθανώς το πόσιμο νερό. Το νερό άρδευσης επιβαρύνεται με συστατικά που προκαλούν ευτροφισμό (νιτρικά και φωσφορικά, κυρίως από λιπάσματα και απορρυπαντικά). Η απόδοση νερού σε καρστικές πηγές έχει μεγάλες διακυμάνσεις ανάλογα με την βροχόπτωση.
Στην Ελλάδα ο καρστικές πηγές καλύπτουν περίπου το 30 %. Τα ανθρακικά πετρώματα κυριαρχούν προπαντός στην Πελοπόννησο, τη Μακεδονία, τη Στερεά Ελλάδα και τη Κρήτη. Η κατανομή των καρστικών πηγών στην Ελλάδα έχει ως εξής: 125 στην Πελοπόννησο, 98 στην Στερεά Ελλάδα, 95 στην Μακεδονία, 44 στην Κρήτη.
Στην Ελλάδα το καρστικό νερό είναι σκληρό ή και πολύ σκληρό (βαρύ φορτίο συστατικών και ανθρακικιού ασβεστίου ή ανθρακικού μαγνησίου). Παρά τα φορτία ρύπανσης (δείτε επίσης παρακάτω), η Ελλάδα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό για το πόσιμο νερό από τις καρστικές πηγές. Το 24% ή σε αριθμό 129 πηγές, ήταν ανεκμετάλλευτες την περίοδο 1978 – 1986, εκ των οποίων 62 ανήκουν στο παράκτιο καρστικό σύστημα και αυτές εξακολουθούν να μένουν ανεκμετάλλευτες.“ Το 34% χρησιμοποιείται για άρδευση. Το 41% χρησιμοποιείται για πόσιμο νερό και αρδευση, 10% αποκλειστικά για πόσιμο νερό. Υπάρχουν καρστικές πηγές στην επιφάνεια και ακόμη και σε ποτάμια, σε λίμνες, στην ακτή και στην υφαλοκρηπίδα.
Αυτό το λήμμα σχετικά με τη Γεωλογία χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |
This article uses material from the Wikipedia Ελληνικά article Καρστική πηγή, which is released under the Creative Commons Attribution-ShareAlike 3.0 license ("CC BY-SA 3.0"); additional terms may apply (view authors). Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά. Images, videos and audio are available under their respective licenses.
®Wikipedia is a registered trademark of the Wiki Foundation, Inc. Wiki Ελληνικά (DUHOCTRUNGQUOC.VN) is an independent company and has no affiliation with Wiki Foundation.