1999 Βομβιστικές Επιθέσεις Στη Ρωσία

Τον Σεπτέμβριο του 1999, μια σειρά από βομβιστικές επιθέσεις έπληξαν τέσσερις πολυκατοικίες στις ρωσικές πόλεις Μπουινάκσκ, Μόσχα και Βολγκοντόνσκ, σκοτώνοντας περισσότερους από 300 ανθρώπους και τραυματίζοντας περισσότερους από 1.000, σκορπίζοντας ένα κύμα φόβου σε ολόκληρη τη Ρωσία.

Αυτές οι βομβιστικές επιθέσεις, μαζί με την εισβολή στο Νταγκεστάν, πυροδότησαν τον δεύτερο πόλεμο της Τσετσενίας. Ο χειρισμός της κρίσης από τον Βλαντίμιρ Πούτιν, ο οποίος ήταν πρωθυπουργός εκείνη την εποχή, ενίσχυσε πολύ τη δημοτικότητά του και τον βοήθησε να ανέλθει στην προεδρία μέσα σε λίγους μήνες.

Bομβιστικές επιθέσεις στη Ρωσία
1999 Βομβιστικές Επιθέσεις Στη Ρωσία
Σωστικά συνεργεία στα ερειπεία μιας πολυκατοικίας.
Ημερομηνία4–16 Σεπτεμβρίου 1999
ΤοποθεσίαΜπουινάκσκ, Μόσχα και Βολγκοντόνσκ, Ρωσία
ΤύποςΕκρηκτικοί ωρολογιακοί μηχανισμοί
ΣτόχοςΠολυκατοικίες στη Ρωσία
ΑποτέλεσμαΔεύτερος Πόλεμος της Τσετσενίας
Θάνατοι307
Τραυματισμοί1,000+
Ύποπτοι
  • Ιμντ Αλ-Χατάμπ, Αχμέτ Γκοτσιγιάεφ και οι συνεργοί τους.
  • Συμμετοχή των ρωσικών υπηρεσίων (FSB και GRU)
  • Διάφοροι άλλοι
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Οι εκρήξεις έπληξαν το Μπουινάκσκ στις 4 Σεπτεμβρίου και στη Μόσχα στις 9 και 13 Σεπτεμβρίου. Στις 13 Σεπτεμβρίου, ο πρόεδρος της Ρωσικής Δούμας Γενάντι Σελέζνιοφ έκανε μια ανακοίνωση στη Δούμα ότι έλαβε μια αναφορά ότι μία άλλη βομβιστική επίθεση είχε μόλις συμβεί στην πόλη Βολγκοντόνσκ. Πράγματι μια βομβιστική επίθεση συνέβη στο Βολγκοντόνσκ, αλλά μόνο τρεις ημέρες αργότερα, στις 16 Σεπτεμβρίου. Τσετσένοι μαχητές κατηγορήθηκαν για τις βομβιστικές επιθέσεις, ωστόσο αρνήθηκαν την ευθύνη, μαζί με τον πρόεδρο της Τσετσενίας Άσλαν Μασχάντοφ.

Ένας ύποπτος μηχανισμός που έμοιαζε με αυτούς που χρησιμοποιήθηκαν στις βομβιστικές επίθεσεις βρέθηκε και εξουδετερώθηκε σε πολυκατοικία στη πόλη Ριαζάν στις 22 Σεπτεμβρίου. Στις 23 Σεπτεμβρίου, ο Βλαντιμίρ Πούτιν εξήρε την επαγρύπνηση των κατοίκων του Ριαζάν και διέταξε τον αεροπορικό βομβαρδισμό του Γκρόζνυ, ο οποίος σηματοδότησε την έναρξη του δεύτερου πολέμου της Τσετσενίας. Τρεις πράκτορες της FSB που είχαν τοποθετήσει τους μηχανισμούς στο Ριαζάν συνελήφθησαν από την τοπική αστυνομία. Την επόμενη μέρα, ο διευθυντής της FSB Νικολάι Πατρούσεφ ανακοίνωσε ότι το περιστατικό στο Ριαζάν ήταν στο πλαίσιο μιας μια αντιτρομοκρατικής άσκησης και ο μηχανισμός που βρέθηκε εκεί περιείχε μόνο ζάχαρη.

Η επίσημη έρευνα των Ρωσικών αρχών για τη βομβιστική επίθεση στο Μπουινάκσκ ολοκληρώθηκε το 2001, ενώ η έρευνα για τις βομβιστικές επιθέσεις στη Μόσχα και στο Βολγκοντόνσκ ολοκληρώθηκε το 2002. Το 2000, επτά άτομα καταδικάστηκαν για τη βομβιστική επίθεση στο Μπουινάκσκ. Σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση για τις βομβιστικές επιθέσεις της Μόσχας και του Βολγκοντόνσκ, η οποία ανακοινώθηκε το 2004, οι επιθέσεις οργανώθηκαν και ηγήθηκαν από τον Αχμέζ Γκοτσιγιάεφ, ο οποίος παραμένει ελεύθερος. Όλες οι βομβιστικές επιθέσεις, έκρινε το δικαστήριο, διατάχθηκαν από τους ισλαμιστές πολέμαρχους Ιμντ-αλ Χατάμπ και Αμπού Ομάρ αλ-Σαίφ, οι οποίοι έχουν σκοτωθεί. Άλλοι πέντε ύποπτοι έχουν σκοτωθεί και έξι έχουν καταδικαστεί από ρωσικά δικαστήρια για κατηγορίες που σχετίζονται με την τρομοκρατία. Οι προσπάθειες ωστόσο για ανεξάρτητη έρευνα παρεμποδίστηκαν. Ο βουλευτής της Κρατικής Δούμας Γιούρι Τσεκοτσίχιν υπέβαλε δύο προτάσεις για κοινοβουλευτική έρευνα για τα γεγονότα, αλλά οι προτάσεις απορρίφθηκαν από την Κρατική Δούμα τον Μάρτιο του 2000. Μια ανεξάρτητη δημόσια επιτροπή για τη διερεύνηση των βομβιστικών επιθέσεων προήδρευσε ο βουλευτής της Δούμας Σεργκέι Κοβάλεφ. Η επιτροπή κατέστη αναποτελεσματική λόγω της άρνησης της κυβέρνησης να απαντήσει στις έρευνές της. Δύο βασικά μέλη της Επιτροπής Κοβάλεφ, ο Σεργκέι Γιουσένκοφ και ο Γιούρι Τσεκοτσίχιν, δολοφονήθηκαν. Ο δικηγόρος και ανακριτής της Επιτροπής Μιχαήλ Τρεπάσκιν συνελήφθη και εξέτισε φυλάκιση τεσσάρων ετών για αποκάλυψη κρατικών μυστικών. Ο πρώην πράκτορας της FSB Αλεξάντερ Λιτβινένκο, ο οποίος αυτομόλησε και κατηγόρησε την FSB για τις βομβιστικές επιθέσεις, δηλητηριάστηκε και πέθανε στο Λονδίνο το 2006. Μια βρετανική έρευνα αργότερα διαπίστωσε ότι η δολοφονία του Λιτβινένκο «πιθανότατα» έγινε με την έγκριση του Πούτιν και του Πατρούσεφ.

Οι επιθέσεις αποδίδονταν ευρέως σε Τσετσένους τρομοκράτες, αν και η ενοχή τους δεν αποδείχθηκε ποτέ οριστικά. Ορισμένοι ιστορικοί και δημοσιογράφοι ισχυρίζονται ότι οι βομβιστικές επιθέσεις συντονίστηκαν από τις ρωσικές κρατικές υπηρεσίες ασφαλείας για να βοηθήσουν τον Πούτιν να ανέλθει στην προεδρία της χώρας. Άλλοι διαφωνούν με τέτοιες θεωρίες ή υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για να αποδοθεί η ευθύνη για τις επιθέσεις.

Βομβιστικές επιθέσεις

Επισκόπηση

Πέντε βομβιστικές επιθέσεις σε πολυκατοικίες σημειώθηκαν και τουλάχιστον τρεις απόπειρες βομβιστικών επιθέσεων αποτράπηκαν. Όλες οι επιθέσεις είχαν την ίδια «υπογραφή», με βάση τη φύση και τον όγκο της καταστροφής. Σε κάθε περίπτωση χρησιμοποιήθηκε ένα ισχυρό εκρηκτικό και οι ωρολογιακοί μηχανισμοί ρυθμίστηκαν έτσι ώστε να πυροδοτηθούν τη νύχτα και να προκαλέσουν τον μέγιστο αριθμό ανθρωπίνων απωλειών. Τα εκρηκτικά τοποθετήθηκαν για να καταστρέψουν τα πιο αδύναμα, πιο κρίσιμα στοιχεία των κτιρίων και να τα αναγκάσουν να καταρρεύσουν σαν ένα σπίτι από τραπουλόχαρτα. Τα άτομα πίσω από τις βομβιστικές επιθέσεις μπόρεσαν να αποκτήσουν ή να κατασκευάσουν αρκετούς τόνους ισχυρών εκρηκτικών και να τα παραδώσουν σε πολλούς προορισμούς σε ολόκληρη τη Ρωσία.

Πλατεία Μανέζναγια, Μόσχα

Στις 20:00 τοπική ώρα, στις 31 Αυγούστου 1999, μια βόμβα εξερράγη στη στοά ψυχαγωγίας του εμπορικού συγκροτήματος στην Πλατεία Μανέζναγια της Μόσχας. Τουλάχιστον 29 άτομα τραυματίστηκαν. Σύμφωνα με την FSB, η έκρηξη προκλήθηκε από μια βόμβα περίπου 300 γραμμαρίων εκρηκτικής ύλης.

Στις 2 Σεπτεμβρίου 1999, ένας άγνωστος τηλεφώνησε και ισχυρίστηκε ότι η βομβιστική επίθεση διαπράχθηκε από την ένοπλη οργάνωση «Απελευθερωτικός Στρατός του Νταγκεστάν».

Μπούινανσκ, Νταγκεστάν

Στις 22:00 τοπική ώρα, στις 4 Σεπτεμβρίου 1999, ένα παγιδευμένο αυτοκίνητο εξερράγη έξω από μια πενταώροφη πολυκατοικία στην πόλη Μπούινανσκ του Νταγκεστάν, κοντά στα σύνορα με την Τσετσενία. Στο κτίριο στεγάζονταν Ρώσοι στρατιώτες συνοριοφύλακες μαζί με τις οικογένειές τους. Εξήντα τέσσερα άτομα σκοτώθηκαν και 133 τραυματίστηκαν από την έκρηξη.

Την ίδια μέρα, μια άλλη βόμβα ανακαλύφθηκε λίγο μετά την έκρηξη στο Μπούινανσκ. Η βόμβα που εξουδετερώθηκε βρισκόταν σε ένα αυτοκίνητο που περιείχε 2.706 κιλά εκρηκτικής ύλης. Ανακαλύφθηκε από κατοίκους της περιοχής σε ένα πάρκινγκ που περιβάλλεται από στρατιωτικό νοσοκομείο και συγκρότημα κατοικιών.

Πετσατνίκι, Μόσχα

Στις 9 Σεπτεμβρίου 1999, λίγο μετά τα μεσάνυχτα στις 20:00 τοπική ώρα, μια βόμβα εξερράγη στο ισόγειο μιας πολυκατοικίας επί της οδού Γκουριάνοβα 19 στη νοτιοανατολική Μόσχα. Η εκρηκτική ισχύς ήταν ισοδύναμη με 300–400 κιλά TNT. Το εννιαώροφο κτίριο που καταστράφηκε, σκότωσε 106 άτομα μέσα (με τις πρώτες αναφορές να κάνουν λόγο για 93 νεκρούς) και τραυμάτισε άλλα 249, προκαλώντας ζημιές σε 19 κοντινά κτίρια. ​​Συνολικά 108 διαμερίσματα καταστράφηκαν από την έκρηξη. Ένας εκπρόσωπος της FSB ανακοίνωσε ότι βρέθηκαν ίχνη από RDX και TNT σε αντικείμενα που αφαιρέθηκαν από το σημείο της έκρηξης. Κάτοικοι δήλωσαν λίγα λεπτά πριν από την έκρηξη τέσσερις άνδρες εθεάθησαν να απομακρύνονται με ταχύτητα από το κτίριο με ένα αυτοκίνητο.

Ο Ρώσος Πρόεδρος Μπόρις Γιέλτσιν διέταξε άμεσα έρευνα σε 30.000 κτίρια κατοικιών στη Μόσχα για τοποθέτηση εκρηκτικών. Ανέλαβε προσωπικά τον έλεγχο της έρευνας της έκρηξης. Ο Πρωθυπουργός Βλαντίμιρ Πούτιν κήρυξε την 13η Σεπτεμβρίου ημέρα πένθους για τα θύματα των επιθέσεων.

Αυτοκινητόδρομος Κασιρσκόγιε, Μόσχα

1999 Βομβιστικές Επιθέσεις Στη Ρωσία 
Διασώστες σκάβουν για να βρουν επιζώντες μετά τη βομβιστική επίθεση στο Κασιρσκόγιε.

Στις 13 Σεπτεμβρίου 1999, στις 05:00, μια μεγάλη βόμβα εξερράγη σε υπόγειο πολυκατοικίας στην εθνική οδό Κασιρσκόγιε στη νότια Μόσχα, περίπου 6 χιλιόμετρα από τον τόπο της τελευταίας επίθεσης. Αυτή ήταν η πιο πολύνεκρη έκρηξη στην αλυσίδα των βομβιστικών επιθέσεων (καθώς το κτίριο ήταν χτισμένο με τούβλα), με 119 νεκρούς και 200 ​​τραυματίες. Το οκταώροφο κτίριο ισοπεδώθηκε, γεμίζοντας το δρόμο συντρίμμια και πετώντας μερικά κομμάτια σκυροδέματος εκατοντάδες μέτρα μακριά.

Αποτροπή βομβιστικών επιθέσεων

1999 Βομβιστικές Επιθέσεις Στη Ρωσία 
Πολυκατοικίες στην οδό Μπορισοβσκάγιε Προύντυ στη Μόσχα, όπου μια από τις βόμβες βρέθηκε και εξουδετερώθηκε τον Σεπτέμβριο του 1999.

Στις 13 Σεπτεμβρίου 1999, η αστυνομία βρήκε και εξουδετέρωσε βόμβες σε πολυκατοικία στην οδό Μπορισοβσκάγιε Προύντυ και την Καπότνυα στη Μόσχα.

Σύμφωνα με τους Λιτβινένκο, Φελσχίνσκι και Γκόλντφαρμπ, στις 13 Σεπτεμβρίου 1999, ο Αχμέντ Γκοτσάγιεφ τηλεφώνησε και ανέφερε για βόμβες που είχαν τοποθετηθεί σε διάφορες τοποθεσίες. Ο Γκοτσάγιεφ ισχυρίστηκε ότι τον στρατολόγησε ένας παλιός του γνώριμος και αξιωματικός της FSB που του ζήτησε να νοικιάσει υπόγεια "ως αποθηκευτικούς χώρους" σε τέσσερις τοποθεσίες όπου αργότερα βρέθηκαν οι βόμβες. Μετά τη δεύτερη έκρηξη στον αυτοκινητόδρομο Καρσισκόγιε, ο Γκοτσάγιεφ αναγνώρισε ότι ήταν στημένο, κάλεσε την αστυνομία και τους είπε για τα υπόγεια δύο άλλων κτιρίων στο Μπορισοβσκάγιε Προύντυ και στο Καπότνυα, όπου στην πραγματικότητα βρέθηκαν τα εκρηκτικά και αποφεύχθηκε η έκρηξη. Το 2002 ο Φελσχίνσκι και ο Λιτβινένκο έλαβαν έγγραφη μαρτυρία από τον Γκοτσάγιεφ καθώς και μια εγγραφή βίντεο και αρκετές φωτογραφίες σχετικά με αυτό. Την ίδια δήλωση έλαβε το πρακτορείο ειδήσεων Prima.

Σύμφωνα με τη ρωσική εφημερίδα Kommersant και το κέντρο δημοσίων σχέσεων της FSB, περαιτέρω βομβιστικές επιθέσεις στη Μόσχα αποτράπηκαν με τη βοήθεια ενός κτηματομεσίτη που κάλεσε την αστυνομία μετά τη δεύτερη βομβιστική επίθεση στη Μόσχα και ανέφερε για τον πελάτη του, ο οποίος νοίκιαζε υπόγεια στα δύο κτίρια που ανατινάχτηκαν στη Μόσχα. Ο πελάτης αναγνωρίστηκε ότι ήταν ο Αχμέντ Γκοτσάγιεφ.

Βολγκοντόνσκ, Περιφέρεια του Ρόστοφ

1999 Βομβιστικές Επιθέσεις Στη Ρωσία 
Η βόμβα του Βολγκοντόνσκ κατέστρεψε μερικώς μια πολυκατοικία.

Ένα φορτηγό παγιδευμένο με εκρηκτικά εξερράγη στις 16 Σεπτεμβρίου 1999, έξω από ένα συγκρότημα διαμερισμάτων εννέα ορόφων στη νότια ρωσική πόλη Βολγκοντόνσκ, σκοτώνοντας 17 άτομα και τραυματίζοντας 69. Η βομβιστική επίθεση έλαβε χώρα στις 5:57 π.μ. Τα γύρω κτίρια υπέστησαν επίσης ζημιές. Η έκρηξη σημειώθηκε επίσης 14 χιλιόμετρα από ένα πυρηνικό εργοστάσιο. Ο Πρωθυπουργός Πούτιν υπέγραψε ένα διάταγμα καλώντας τις αρχές επιβολής του νόμου και άλλες υπηρεσίες να αναπτύξουν σχέδια εντός τριών ημερών για την προστασία της βιομηχανίας, των μεταφορών, των επικοινωνιών, των κέντρων επεξεργασίας τροφίμων και των πυρηνικών συγκροτημάτων.

Περιστατικό του Ριαζάν

Στις 20:30 στις 22 Σεπτεμβρίου 1999, ο Αλεξέι Καρτοφέλνικοφ, κάτοικος μιας πολυκατοικίας στην πόλη Ριαζάν παρατήρησε δύο ύποπτους άνδρες που μετέφεραν σάκους στο υπόγειο από ένα αυτοκίνητο. Ενώ η πινακίδα του αυτοκινήτου είχε αριθμό κυκλοφορίας από τη Μόσχα, ένα φύλλο χαρτιού ήταν κολλημένο πάνω από τα δύο τελευταία ψηφία και ο αριθμός που ήταν γραμμένος σε αυτό υπονοούσε ότι το αυτοκίνητο ήταν τοπικό.

Ο Καρτοφέλνικοφ ειδοποίησε την αστυνομία, αλλά όταν οι αρχές έφτασαν στο αυτοκίνητο, οι δύο άνδρες είχαν φύγει. Οι αστυνομικοί βρήκαν τρεις σάκους λευκής σκόνης στο υπόγειο, ο καθένας από τους οποίους ζύγιζε 50 κιλά. Στους σάκους ήταν προσαρτημένος ένας πυροκροτητής και διέθετε συσκευή με χρονόμετρο. Ο πυροκροτητής αναφέρθηκε από μια ρωσική εφημερίδα ότι ήταν ένα κυνηγετικό όπλο γεμάτο με σκόνη. Το χρονόμετρο ρυθμίστηκε για τις 5:30 π.μ.Ο Γιούρι Τκατσένκο, ο επικεφαλής της τοπικής ομάδας πυροτεχνουργών, αποσύνδεσε τον πυροκροτητή και το χρονόμετρο. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Τκατσένκο δοκίμασε τους τρεις σάκους λευκής ουσίας με αναλυτή αερίου "MO-2", ο οποίος ανίχνευσε το στοιχείο RDX.

Οι κάτοικοι της πολυκατοικίας απομακρύνθηκαν. Σύμφωνα με τον Ντέιβιντ Σάτερ, οι κάτοικοι των γειτονικών κτιρίων εγκατέλειψαν τα σπίτια τους τρομαγμένοι, με αποτέλεσμα σχεδόν 30.000 κάτοικοι να περάσουν τη νύχτα στο δρόμο. Αστυνομικά και σωστικά οχήματα συγκεντρώθηκαν από διάφορα σημεία της πόλης. Περίπου 1.200 τοπικοί αστυνομικοί τέθηκαν σε επιφυλακή, οι σιδηροδρομικοί σταθμοί και το αεροδρόμιο αποκλείστηκαν και οδοφράγματα τοποθετήθηκαν σε αυτοκινητόδρομους που είχαν έξοδο από την πόλη.

Στις 01:30 της 23ης Σεπτεμβρίου 1999, πυροτεχνουργοί του Ριάζαν πήραν ένα δείγμα ουσίας από τους ύποπτους σάκους σε ένα πεδίο βολής που βρίσκεται περίπου 1,6 χλμ. μακριά από την πόλη για δοκιμή. Κατά τη διάρκεια των δοκιμών σε εκείνη την περιοχή προσπάθησαν να την πυροδοτήσουν μέσω ενός πυροκροτητή, ο οποίος ήταν επίσης κατασκευασμένος από οβίδα κυνηγετικού όπλου, αλλά η ουσία απέτυχε να εκραγεί.

Στις 05:00, το Radio Rossiya ανέφερε για την απόπειρα έκρηξης, σημειώνοντας ότι η βόμβα είχε ρυθμιστεί για να εκραγεί στις 05:30. Το πρωί, το Ριάζαν έμοιαζε με πόλη υπό πολιορκία. Σκίτσα των τριών ύποπτων τρομοκρατών, δύο ανδρών και μιας γυναίκας, αναρτήθηκαν παντού στην πόλη και προβλήθηκαν στην τηλεόραση. Στις 08:00 η ρωσική τηλεόραση ανέφερε την απόπειρα ανατίναξης του κτιρίου στο Ριαζάν και αναγνώρισε το εκρηκτικό που χρησιμοποιήθηκε στη βόμβα ως RDX. Ο Βλαντίμιρ Ρουσάιλο ανακοίνωσε αργότερα ότι η αστυνομία απέτρεψε μια τρομοκρατική ενέργεια. Ένα ρεπορτάζ στις 16:00 ανέφερε ότι τα εκρηκτικά απέτυχαν να πυροδοτηθούν κατά τη διάρκεια των δοκιμών τους έξω από την πόλη.

Στις 19:00, ο Βλαντιμίρ Πούτιν εξήρε την επαγρύπνηση των κατοίκων του Ριαζάν και ζήτησε τον αεροπορικό βομβαρδισμό της πρωτεύουσας της Τσετσενίας Γκρόζνυ ως απάντηση στις τρομοκρατικές ενέργειες. Ο Πούτιν δήλωσε:

Αν παρατηρήθηκαν οι σάκοι που αποδείχθηκαν ότι περιείχαν εκρηκτικά, αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μια θετική πλευρά, έστω και μόνο το γεγονός ότι το κοινό αντιδρά σωστά στα γεγονότα που συμβαίνουν στη χώρα μας σήμερα. Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον κόσμο... Κανένας πανικός, καμία συμπάθεια για τους τρομοκράτες.

Στις 23 Σεπτεμβρίου, η Ναταλία Γιουχνόβα, υπάλληλος τηλεφωνικής υπηρεσίας στο Ριαζάν, κρυφάκουσε ένα ύποπτο τηλεφώνημα στη Μόσχα και το οποίο ανέφερε την ακόλουθη οδηγία: Φεύγετε μία κάθε φορά, υπάρχουν περιπολίες παντού.Ο καλούμενος αριθμός εντοπίστηκε σε μια μονάδα τηλεφωνικού κέντρου που εξυπηρετούσε γραφεία της FSB. Όταν συνελήφθησαν, οι ύποπτοι προσκόμισαν δελτία ταυτότητας της FSB. Σύντομα αφέθηκαν ελεύθεροι με εντολή της Μόσχας.

Η θέση των ρωσικών αρχών για το περιστατικό στο Ριαζάν άλλαξε σημαντικά με την πάροδο του χρόνου. Αρχικά, χαρακτηρίστηκε από την FSB και την ομοσπονδιακή κυβέρνηση ως πραγματική απειλή. Ωστόσο, μετά τον εντοπισμό των ατόμων που τοποθέτησαν τη βόμβα, η επίσημη εκδοχή άλλαξε σε εκπαίδευση ασφαλείας.

Στις 24 Σεπτεμβρίου, ο διευθυντής της FSB Νικολάι Πατρούσεφ ανακοίνωσε ότι ήταν μια άσκηση που διεξαγόταν για να δοκιμαστούν οι αντιδράσεις μετά τις προηγούμενες εκρήξεις. Το παράρτημα της FSB του Ριαζάν αντέδρασε έντονα και εξέδωσε μια δήλωση αναφέροντας:

Αυτή η ανακοίνωση μας προκάλεσε έκπληξη και εμφανίστηκε τη στιγμή που η FSB είχε εντοπίσει τους τόπους διαμονής στο Ριαζάν όσων εμπλέκονταν στην τοποθέτηση του εκρηκτικού μηχανισμού και ήταν έτοιμη να τους συλλάβει.

Η FSB εξέδωσε επίσης δημόσια συγγνώμη για το περιστατικό. Στην τηλεοπτική εκπομπή με τίτλο "Independent Investigation" στο δίκτυο NTV, ο Έβγκενι Σαβοστιάνοφ, πρώην διευθυντής του περιφερειακού υποκαταστήματος της FSB, επέκρινε την FSB για την εκτέλεση τέτοιας άσκησης σε κτίρια με κατοίκους μέσα και χωρίς να ειδοποιήσει τις τοπικές αρχές.

Σε αποσπάσματα από τη σχεδιαζόμενη επιχείρηση Ριαζάν, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 2002, αναφέρθηκε ότι η άσκηση εποπτευόταν από τον επικεφαλής του Κέντρου Ειδικών Επιχειρήσεων (CSO) της FSB, Υποστράτηγο Αλεξάντερ Τίχονοφ.

Διαμάχη για τον εξοπλισμό ανίχνευσης πυροκροτητών και εκρηκτικών

Τον Φεβρουάριο του 2000, ο δημοσιογράφος της εφημερίδας Νόβαγια Γκαζέτα Πάβελ Βολόσιν δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο "Τι συνέβη στο Ριαζάν: Ζάχαρη ή Εξογόνο (RDX);", που βασίστηκε εν μέρει στη δίωρη συνέντευξή του με τον Γιούρι Τκατσένκο, τον ειδικό της αστυνομίας σε εκρηκτικά που εξουδετέρωσε τη βόμβα στο Ριαζάν. Το άρθρο σημείωσε ότι είναι γνωστό ότι ένας αναλυτής αερίων που δοκιμάστηκε προέρχεται από τους σάκους όπου έδειξε την παρουσία του στοιχείου RDX. Ο Τκατσένκο είπε ότι ήταν απολύτως βέβαιος ότι το όργανο ήταν σε σωστή λειτουργία. Ο αναλυτής αερίων ήταν παγκόσμιας κλάσης και συντηρήθηκε από έναν ειδικό που εργαζόταν με αυστηρό πρόγραμμα, κάνοντας συχνούς προληπτικούς ελέγχους, επειδή η συσκευή περιείχε πηγή ραδιενέργειας. Η σχολαστική φροντίδα στον χειρισμό του αναλυτή αερίων ήταν απαραίτητη, επειδή η ζωή των ειδικών της ομάδας πυροτεχνουργών εξαρτιόταν από την αξιοπιστία του εξοπλισμού τους. Μιλώντας για τον πυροκροτητή, ο Βολόσιν σημείωσε ότι οι άνθρωποι που εξουδετέρωσαν τη συσκευή (ο Τκατσένκο και η ομάδα του) ισχυρίστηκαν ότι ο πυροκροτητής που ήταν προσαρτημένος στους σάκους δεν ήταν ομοίωμα και είχε προετοιμαστεί σε επαγγελματικό επίπεδο. Ο αξιωματικός της αστυνομίας που απάντησε στην αρχική κλήση και ανακάλυψε τη βόμβα επέμεινε ότι δεν υπήρχαν αμφιβολίες ότι επρόκειτο για κρίσιμη κατάσταση.

Τον Μάρτιο του 2000, η ​​εφημερίδα Ryazanskiye Vedomosti δημοσίευσε μια συνέντευξη με τον αντισυνταγματάρχη Γιούρι Μαξίμοφ, τον επικεφαλής του ερευνητικού τμήματος της FSB του Ριαζάν. Ο Μαξίμοφ είπε ότι η ομάδα πυροτεχνουργών του Ριαζάν ήταν εξοπλισμένη με ανιχνευτή εκρηκτικών ατμών "М-02", αλλά στους ειδικούς πυροτεχνουργούς δεν άρεσε και χρησιμοποίησαν το σύστημα "Exprei", το οποίο ήταν πιο ακριβές. Επίσης τον Μάρτιο του 2000, ο επικεφαλής του Ριαζάν της FSB Στρατηγός Σεργκέγιεφ εμφανίστηκε στην τηλεοπτική εκπομπή "Independent Investigation" σχολιάζοντας τη συσκευή που χρησιμοποιήθηκε για την ανίχνευση του RDX. Σύμφωνα με τον Σεργκέγιεφ, ήταν συσκευασμένο σε ένα χαρτοφύλακα και λειτουργούσε. Η προς διερεύνηση ουσία σκουπίστηκε με ένα χαρτί συλλογής, το οποίο στη συνέχεια ψεκάστηκε από ένα μπουκάλι αεροζόλ, όπου ανέδειξε την παρουσία εκρηκτικών. Ο Σεργκέγιεφ εξήγησε το ψευδώς θετικό αποτέλεσμα από προηγούμενη μόλυνση του καπακιού του χαρτοφύλακα, στο οποίο ο Τκατσένκο έριξε λίγη ζάχαρη από τα σακιά για να πραγματοποιήσει τη δοκιμή.

Σε μια συνέντευξη Τύπου με την ευκαιρία της Ημέρας των Εργαζομένων στην Υπηρεσία Ασφαλείας τον Δεκέμβριο του 2001, ο Τκατσένκο ανέφερε ότι δεν είχε χρησιμοποιηθεί αναλυτής αερίου και ότι ο πυροκροτητής ήταν μια οβίδα κυνηγετικού όπλου που δεν μπορούσε να πυροδοτήσει κανένα γνωστό εκρηκτικό.

Τον Φεβρουάριο του 2003, η δημοσιογράφος της Κόμερσαντ, Όλγκα Αλενόβα μελέτησε τον φάκελο ποινικής έρευνας για το περιστατικό του Ριαζάν, τον οποίο απέκτησε το μέλος της Ρωσικής Κρατικής Δούμας Σεγκέι Κοβάλεφ. Σύμφωνα με τη έρευνα, ένας εμπειρογνώμονας πυροτεχνουργός που έφτασε στο σημείο είχε πραγματοποιήσει δύο φορές δοκιμή που δεν έδειξε την παρουσία εκρηκτικών σωματιδίων. Ο επικεφαλής της ομάδας πυροτεχνουργών Τκατσένκο, που έφτασε αμέσως μετά, έκανε μια δοκιμή και εντόπισε το RDX. Ο ερευνητής που ανέκρινε τον Τκατσένκο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ανίχνευση του RDX κατέστη δυνατή λόγω μόλυνσης των χεριών του Τκατσένκο, καθώς ο τελευταίος εργαζόταν με εκρηκτικά που περιείχαν το RDX την προηγούμενη ημέρα του συμβάντος χωρίς να φοράει αποστειρωμένα γάντια. Μια άλλη λεπτομέρεια αφορούσε τον τύπο συσκευής που χρησιμοποιήθηκε για τον εντοπισμό των εκρηκτικών. Η έκθεση που υποβλήθηκε από την FSB ισχυρίστηκε ότι χρησιμοποιήθηκε ο αναλυτής αερίου "M-02". Ωστόσο, κατά την ανάκριση του Τκατσένκο αποκαλύφθηκε ότι είχε χρησιμοποιήσει τη συσκευή "Exprel" για την ανάλυση. Η έρευνα έλυσε την αντίφαση με τον εξής τρόπο: Η ομάδα πυροτεχνουργών στο Ριαζάν είναι εξοπλισμένη με τον αναλυτή αερίου "М-02", αλλά αυτός έχει ορισμένους περιορισμούς. Η συσκευή έχει υψηλό βαθμό ανακρίβειας και η ανάλυση διαρκεί πολύ. Έτσι, η ομάδα πυροτεχνουργών χρησιμοποίησε τη συσκευή "Exprel", η οποία είναι πιο ακριβής και εύκολη στη χρήση. Όμως, δεδομένου ότι δεν επισήμως υποτίθεται ότι κατείχαν αυτή τη συσκευή, η ομάδα πυροτεχνουργών υπέβαλε τα έγγραφα που έδειχναν ότι είχε χρησιμοποιηθεί ο αναλυτής αερίων "M-02".

Περίπτωση του στρατιώτη Αλεξέι Πινιάεφ

Τον Μάρτιο του 2000, ο δημοσιογράφος της Νόβαγια Γκαζέτα, Πάβελ Βολόσιν ανέφερε τη συζήτηση που είχε με τον στρατιώτη Αλεξέι Π. (αργότερα αναγνωρίστηκε ως Πινιάεφ) του 137ου Συντάγματος. Ο Πινιάεφ φύλαγε μια αποθήκη με όπλα και πυρομαχικά κοντά στην πόλη Ριαζάν. Μαζί με έναν φίλο του μπήκε στην αποθήκη για να δει τα όπλα. Οι φίλοι έμειναν έκπληκτοι όταν είδαν ότι η αποθήκη περιείχε σακιά με τη λέξη «ζάχαρη». Ο Πινιάεφ και ο φίλος του αποθαρρύνθηκαν, αλλά δεν ήθελαν να φύγουν από την αποθήκη με άδεια χέρια. Οι δύο αλεξιπτωτιστές έκαναν μια τρύπα σε μια από τις σακούλες και έβαλαν λίγη ζάχαρη σε μια πλαστική σακούλα. Στη συνέχεια έφτιαξαν τσάι με τη ζάχαρη, αλλά η γεύση του τσαγιού ήταν άσχημη. Τρόμαξαν γιατί η ουσία μπορεί να αποδειχτεί ότι ήταν άλατι και έφεραν την πλαστική σακούλα σε έναν διοικητή διμοιρίας,

Σύμφωνα με τους Φελσντίνσκι και Πριβιλόβσκι, μετά το ρεπορτάζ της εφημερίδας, οι αξιωματικοί της FSB κατέβηκαν στη μονάδα του Πινιάεφ, τους κατηγόρησαν ότι αποκάλυψαν ένα κρατικό μυστικό και τους είπαν: «Παιδιά δεν μπορείτε καν να φανταστείτε σε τι σοβαρή δουλειά έχετε μπλέξει». Το σύνταγμα αργότερα μήνυσε τους εκδότες της Novaya Gazeta για προσβολή της τιμής του ρωσικού στρατού, καθώς δεν υπήρχε κάποιος στρατιώτης με το όνομα Αλεξέι Πινιάεφ στο σύνταγμα, σύμφωνα με δήλωσή τους.

Ένα ρεπορτάζ που μεταδόθηκε από το ORT τον Μάρτιο του 2000 από τον δημοσιογράφο Λεονίντ Γκρόζιν και τον συντάκτη Ντμίτρι Βίσνεβοϊ κατηγόρησε τη Νόβαγια Γκαζέτα για έλεγαν ψέματα. Σύμφωνα με τους Γκρόζιν καιΒίσνεβοϊ, δεν υπάρχει αποθήκη στο πεδίο δοκιμών του 137ου Συντάγματος. Ο Αλεξέι Πινιάεφ παραδέχτηκε ότι συναντήθηκε με τον Πάβελ Βολόσιν, αλλά ισχυρίστηκε ότι του ζητήθηκε απλώς να επιβεβαιώσει μια προσχεδιασμένη ιστορία.

Σε μια συνέντευξη Τύπου της FSB το 2001, ο στρατιώτης Πινιάεφ δήλωσε ότι δεν υπήρχε RDX στο 137ο Αερομεταφερόμενο Σύνταγμα και ότι νοσηλεύτηκε τον Δεκέμβριο του 1999 και δεν επισκέφτηκε πλέον το πεδίο δοκιμών.

Εκρηκτικά στις βομβιστικές επιθέσεις

Μετά τη βομβιστική επίθεση στην οδό Γκουριάνοβα στις 9 Σεπτεμβρίου, η FSB της Μόσχας ανέφερε ότι αντικείμενα που αφαιρέθηκαν από τη σκηνή έδειχναν ίχνη TNT και RDX (ή «εξογόνο»).

Αργότερα η FSB δήλωσε ότι το εκρηκτικό που χρησιμοποιήθηκε στις βομβιστικές επιθέσεις ήταν ένα μείγμα σκόνης αλουμινίου, νιτρικής αμμωνίας, TNT και ζάχαρης που παρασκευάστηκε από τους δράστες σε ένα εργοστάσιο λιπασμάτων στο Ούρους-Μάρταν της Τσετσενίας. Επίσης, κάθε βόμβα περιείχε κάποιο πλαστικό εκρηκτικό που χρησιμοποιήθηκε ως ενισχυτικό εκρηκτικών.

Το RDX παράγεται μόνο σε ένα εργοστάσιο στη Ρωσία, στην πόλη του Περμ. Σύμφωνα με τον Ντέιβιντ Σάτερ, η FSB άλλαξε την ιστορία σχετικά με τον τύπο της εκρηκτικής ύλης, καθώς ήταν δύσκολο να εξηγηθεί πώς εξαφανίστηκαν τεράστιες ποσότητες του RDX από τις αυστηρά φυλασσόμενες εγκαταστάσεις του Περμ.Σύμφωνα με τον αντιστράτηγο της FSB Ιβάν Μίρονοφ, η ακριβής σύνθεση του εκρηκτικού μείγματος ήταν δύσκολο να προσδιοριστεί, επειδή δεν παραμένουν ορατά ίχνη της σκόνης αλουμινίου μετά από μια έκρηξη.

Σχετιζόμενα γεγονότα

Πόλεμος του Νταγκεστάν

Κύριο λήμμα: Πόλεμος του Νταγκεστάν

Στις 7 Αυγούστου 1999, μια ισλαμιστική ομάδα, με επικεφαλής τον Σαμίλ Μπασάγιεφ και τον Ιμπντ αλ-Χατάμπ, εισέβαλε στη ρωσική δημοκρατία του Νταγκεστάν.

Σύμφωνα με τον ιστορικό Ρενέ Ντε Λα Πεντράγια, ο πόλεμος στην Τσετσενία σχεδιάστηκε εκ των προτέρων από το Υπουργείο Εσωτερικών, αμέσως μετά την απαγωγή του Γεννάντι Σιπίγκουν. Το υπουργείο ανέπτυξε ένα σχέδιο για μια περιορισμένη στρατιωτική εκστρατεία για την κατάληψη του βόρειου τρίτου της Τσετσενίας μέχρι την κοιλάδα του ποταμού Τέρεκ. Ο Πούτιν υποστήριξε σθεναρά το αρχικό σχέδιο για την κατάληψη μόνο του βόρειου τρίτου της Τσετσενίας. Η εισβολή μαχητών στο Νταγκεστάν επιτάχυνε το χρονοδιάγραμμα για μια τέτοια εκστρατεία. Ωστόσο, μετά τις βομβιστικές επιθέσεις σε διαμερίσματα, ο συνήθως ψύχραιμος και προσεκτικός Πούτιν παρασύρθηκε από τη λαϊκή οργή και αποφάσισε να εγκρίνει μια πολύ πιο φιλόδοξη εκστρατεία για να υποτάξει όλη την Τσετσενία. Ο ρωσικός στρατός δεν ήταν έτοιμος να συνεχίσει την εκτεταμένη εκστρατεία, η οποία κατέληξε σε παρατεταμένη σύγκρουση.

Εκ των προτέρων προειδοποιήσεις για τους επικείμενες βομβιστικές επιθέσεις

Τον Ιούλιο του 1999, ο Ρώσος δημοσιογράφος Αλεξάνταρ Ζίλιν, γράφοντας στη Moskovskaya Pravda, προειδοποίησε ότι θα υπάρξουν τρομοκρατικές επιθέσεις στη Μόσχα που θα οργανωθούν από την κυβέρνηση. Χρησιμοποιώντας ένα έγγραφο του Κρεμλίνου που διέρρευσε ως αποδεικτικό στοιχείο, πρόσθεσε ότι το κίνητρο ήταν για να υπονομεύσει τους αντιπάλους του Ρώσου Προέδρου Μπόρις Γέλτσιν. Μεταξύ αυτών ήταν ο δήμαρχος της Μόσχας Γιούρι Λουζκόφ και ο πρώην πρωθυπουργός Γεβγκένι Πριμακόφ. Ωστόσο, αυτή η προειδοποίηση αγνοήθηκε.

Σύμφωνα με την Έιμι Νάιτ, ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι σε έναν σεβαστό και ισχυρό βουλευτή της Δούμας, τον Κονσταντίν Μποροβόι, ανέφεραν στις 9 Σεπτεμβρίου, την ημέρα της πρώτης βομβιστικής επίθεσης σε πολυκατοικία στη Μόσχα, ότι επρόκειτο να γίνει τρομοκρατική επίθεση στην πόλη. Η πηγή του ήταν ένας αξιωματικός της ρωσικής στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών (GRU). Ο Μποροβόι μετέδωσε αυτές τις πληροφορίες σε αξιωματούχους της FSB που υπηρετούσαν στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Γέλτσιν, αλλά αγνοήθηκε.

Ανακοίνωση για επικείμενες βομβιστικές επιθέσεις στο Βολγκοντόνσκ στη Ρωσική Δούμα

Στις 13 Σεπτεμβρίου, λίγες ώρες μετά τη δεύτερη έκρηξη στη Μόσχα, ο πρόεδρος της Ρωσικής Δούμας Γενάντι Σελεζνιόφ του Κομμουνιστικού Κόμματος έκανε μια ανακοίνωση: Μόλις έλαβα μια αναφορά. Σύμφωνα με πληροφορίες από το Ρόστοφ ον Ντον, μια πολυκατοικία στην πόλη του Βολγκοντόνσκ ανατινάχτηκε χθες το βράδυ.

Όταν η βομβιστική επίθεση στο Βολγκοντόνσκ συνέβη στις 16 Σεπτεμβρίου, ο Βλαντιμίρ Ζιρινόφσκι ζήτησε εξηγήσεις στη Δούμα την επόμενη μέρα, αλλά ο Σελεζνιόφ έκλεισε το μικρόφωνό του. Ο Βλαντιμίρ Ζιρινόφσκι δήλωσε στη ρωσική Δούμα: "Θυμηθείτε, Γεννάντι Νικολαέβιτς, πώς μας είπατε ότι μια πολυκατοικία ανατινάχθηκε στο Βολγκοντόνσκ, τρεις ημέρες πριν από την έκρηξη; Πώς πρέπει να το ερμηνεύσουμε αυτό; Η Κρατική Δούμα γνωρίζει ότι η πολυκατοικία καταστράφηκε τη Δευτέρα, και όντως ανατινάχτηκε την Πέμπτη [την ίδια εβδομάδα]...

Ο Αλεξάντερ Λιτβινένκο πίστευε ότι κάποιος είχε ανακατέψει τη σειρά των εκρήξεων, με το συνηθισμένο χάλι. Σύμφωνα με τον Λιτβινένκο, η Μόσχα ήταν στις 13 Σεπτεμβρίου και το Βολγκοντόνσκ στις 16, αλλά το ανέφεραν στον ομιλητή αντίστροφα. Ο ερευνητής Μιχαήλ Τρεπάσκιν επιβεβαίωσε ότι ο άνδρας που έδωσε στον Σελέζνιοφ το σημείωμα ήταν πράγματι αξιωματικός της FSB. Αργότερα ο Σελεζνιόφ δήλωσε σε ρωσική εφημερίδα ότι στην πραγματικότητα αναφέρθηκε σε μια έκρηξη που οργανώθηκε από εγκληματικές συμμορίες, η οποία έλαβε χώρα στο Βολγκοντόνσκ και δεν προκάλεσε θανάτους. Σε μια συνέντευξη τον Αύγουστο του 2017 στον Γιούρι Νταντ, ο Βλαντιμίρ Ζιρινόφσκι ρωτήθηκε για το περιστατικό στην Κρατική Δούμα και ισχυρίστηκε ότι υπήρξε παρεξήγηση.

Σφράγιση όλων των υλικών από τη Ρωσική Δούμα

Η ρωσική Δούμα απέρριψε δύο προτάσεις για κοινοβουλευτική έρευνα για το περιστατικό στο Ριαζάν. Στη Δούμα το κόμμα Ενότητα που είναι προσκείμενο στο Κρεμλίνο, ψήφισε να σφραγίσει όλα τα υλικά που σχετίζονται με το περιστατικό του Ριαζάν για τα επόμενα 75 χρόνια και απαγόρευσε την έρευνα για το τι συνέβη.

Αξιώσεις και άρνηση ευθυνών για τις εκρήξεις

Στις 9 Σεπτεμβρίου, ένας ανώνυμος άνδρας, μιλώντας με καυκάσια προφορά, τηλεφώνησε στο πρακτορείο ειδήσεων Interfax, λέγοντας ότι οι εκρήξεις στη Μόσχα και το Μπουινάκσκ ήταν η απάντησή μας στους βομβαρδισμούς αμάχων στα χωριά της Τσετσενίας και του Νταγκεστάν.

Στις 13 Σεπτεμβρίου 1999, η Νόβαγια Γκαζέτα δημοσίευσε μια αναφορά του συνταξιούχου ταγματάρχη Βιατσεσλάβ Ιζμαΐλοφ, η οποία ανέφερε ότι η συντακτική ομάδα της Νόβαγια Γκαζέτα είχε λάβει πληροφορίες σχετικά με τις προγραμματισμένες τρομοκρατικές επιθέσεις από τις πηγές της στην Τσετσενία. Σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 1999, ο Ιζμαΐλοφ αποκάλυψε ότι η εφημερίδα είχε λάβει τις πληροφορίες στις 8 Σεπτεμβρίου, δώδεκα ώρες πριν από την βομβιστική επίθεση επί της οδού Γκουριάνοβα στη Μόσχα, και τις μετέφερε αμέσως στην Γενική Διεύθυνση Καταπολέμηση Οργανωμένου Εγκλήματος (GUBOP) του Υπουργείου Εσωτερικών. Το άρθρο έχει επίσης αναγνωρίσει την πηγή ως τον Αλεξάντερ Καπανάντζε, έναν υπαξιωματικό του ρωσικού στρατού που πιάστηκε αιχμάλωτος από Τσετσένους το 1995. Σύμφωνα με τον Ιζμαΐλοφ, είχαν προγραμματιστεί έως και 10 τρομοκρατικές επιθέσεις. Σε ένα ντοκιμαντέρ του Αλεξέι Πιβοβάροφ, ο αρχισυντάκτης της Νόβαγια Γκαζέτα, Ντμίτρι Μουράτοφ σχολίασε ότι ο Καπανάντζε εξαφανίστηκε αμέσως μετά τη συνάντησή του με την GUBOP και από τότε τα ίχνη του έχουν χαθεί.

Στις 15 Σεπτεμβρίου, ένας άγνωστος άνδρας, μιλώντας πάλι με καυκάσια προφορά, τηλεφώνησε στο πρακτορείο ειδήσεων ITAR-TASS, ισχυριζόμενος ότι εκπροσωπούσε μια ομάδα που ονομάζεται "Απελευθερωτικός Στρατός του Νταγκεστάν". Είπε ότι οι εκρήξεις στο Μπουινάκσκ και τη Μόσχα πραγματοποιήθηκαν από την οργάνωσή του. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι επιθέσεις ήταν αντίποινα στους θανάτους μουσουλμάνων γυναικών και παιδιών κατά τη διάρκεια ρωσικών αεροπορικών επιδρομών στο Νταγκεστάν. Θα απαντήσουμε στον θάνατο με θάνατο, είπε ο άγνωστος άνδρας. Ρώσοι αξιωματούχοι τόσο από το Υπουργείο Εσωτερικών όσο και από την FSB , εκείνη την εποχή, εξέφρασαν σκεπτικισμό σχετικά με τους ισχυρισμούς και είπαν ότι δεν υπάρχει τέτοια οργάνωση. Στις 15 Σεπτεμβρίου 1999, ένας αξιωματούχος του Νταγκεστάν αρνήθηκε επίσης την ύπαρξη του "Απελευθερωτικού Στρατού του Νταγκεστάν".

Σε μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στο Lidove Noviny στις 9 Σεπτεμβρίου, ο Σαμίλ Μπασάγιεφ αρνήθηκε την ευθύνη για τις βομβιστικές επιθέσεις και δήλωσε ότι ήταν έργο ανταρτών του Νταγκεστάν. Σύμφωνα με τον Μπασάγιεφ, οι βομβιστικές επιθέσεις ήταν αντίποινα για τη στρατιωτική επιχείρηση του ρωσικού στρατού εναντίον «τριών μικρών χωριών» στο Νταγκεστάν. Σε επόμενες συνεντεύξεις, ο Μπασάγιεφ δήλωσε ότι δεν ήξερε ποιος διέπραξε τις βομβιστικές επιθέσεις.

Σε μια συνέντευξη στις 12 Σεπτεμβρίου στο Associated Press, ο Ιμπντ αλ-Χατάμπ δήλωσε ότι "Από εδώ και στο εξής θα έχουν τις βόμβες μας παντού! Αφήστε τη Ρωσία να περιμένει τις εκρήξεις μας στις πόλεις της! Ορκίζομαι ότι θα το κάνουμε!" Ωστόσο, σε μια επόμενη συνέντευξη στις 14 Σεπτεμβρίου στο πρακτορείο Interfax στο Γκρόζνι, ο αλ-Χατάμπ αρνήθηκε την ευθύνη για τις βομβιστικές επιθέσεις.

Το Υπουργείο Εξωτερικών της Τσετσενίας εξέδωσε επίσημη δήλωση στις 14 Σεπτεμβρίου καταδικάζοντας τις εκρήξεις στη Μόσχα και επιβεβαιώνοντας ότι "η Ιτσκερία στέκεται σταθερά ενάντια στην τρομοκρατία σε οποιαδήποτε εκδήλωση".

Εσωτερικές έρευνες

Ποινική έρευνα και δικαστική απόφαση

Το 2000, η ​​έρευνα για την επίθεση στο Μπουινάκσκ ολοκληρώθηκε και επτά άτομα καταδικάστηκαν για τη βομβιστική επίθεση.

Η προανάκριση της Ρωσίας για τις βομβιστικές επιθέσεις της Μόσχας και του Βολγκοντόνσκ ολοκληρώθηκε το 2002. Σύμφωνα με τη ρωσική εισαγγελία, όλες οι βομβιστικές επιθέσεις εκτελέστηκαν υπό τη διοίκηση του Αχεμέζ Γκοτσίγιεφ και σχεδιάστηκαν από τους Ιμπντ αλ-Χατάμπ και Αμπού Ομάρ αλ-Σαίφ, Άραβες μαχητές που πολεμούσαν στην Τσετσενία στο πλευρό των Τσετσένων ανταρτών. Ο αλ-Χατάμπ και ο αλ-Σαίφ σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Πολέμου της Τσετσενίας. Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα εκρηκτικά παρασκευάστηκαν σε εργοστάσιο λιπασμάτων στο Ούρους-Μάρταν της Τσετσενίας, με «ανάμειξη σκόνης αλουμινίου, νατρίου και ζάχαρης». ή βάζοντας επίσης RDX και TNT.Από εκεί στάλθηκαν σε μια εγκατάσταση αποθήκευσης τροφίμων στο Κισλόβοντσκ, την οποία διαχειριζόταν ένας θείος ενός από τους τρομοκράτες, ο Γιούσουφ Κριμσαχάλοφ. Ένας άλλος συνωμότης, ο Ρούσλαν Μαγκαγιάεφ, μίσθωσε ένα φορτηγό στο οποίο φυλάσσονταν οι σάκοι για δύο μήνες. Αφού σχεδιάστηκαν όλα, οι συμμετέχοντες οργανώθηκαν σε διάφορες ομάδες οι οποίες στη συνέχεια μετέφεραν τα εκρηκτικά σε διάφορες πόλεις. Σύμφωνα με τους ερευνητές, η έκρηξη στο εμπορικό κέντρο της Μόσχας στις 31 Αυγούστου διαπράχθηκε από έναν άλλο άνδρα, τον Μαγκόμεντ-Ζαγκίζ Γκαρτζίκαεφ κατόπιν εντολής του Σαμίλ Μπασάγιεφ, σύμφωνα με την FSB.

Οι ακροάσεις του δικαστηρίου για τις επιθέσεις στη Μόσχα και στο Βολγκοντόνσκ διεξήχθησαν κεκλεισμένων των θυρών και ολοκληρώθηκαν το 2004. Η διαδικασία έχει δημιουργήσει 90 τόμους εγγράφων, 5 από τους οποίους είναι απόρρητοι.

Δικαστικές αποφάσεις

Σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου, ο Ιμπντ αλ-Χατάμπ πλήρωσε στον Γκοτσίγιεφ 500.000 δολάρια για να πραγματοποιήσει τις επιθέσεις στην οδό Γκουριάνοβα, την εθνική οδό Κασιρσκόγιε και το Μπορισοβσκάγιε Προύντυ και στη συνέχεια βοήθησε να κρυφτεί ο Γκοτσίγιεφ και οι συνεργοί του στην Τσετσενία. Στις αρχές Σεπτεμβρίου 1999, οι Μαγκαγάγιεφ, Κριμσαμχάλοβ, Μπατσάγιεφ και Ντεκούσεφ φόρτωσαν ξανά το φορτίο σε ένα ρυμουλκούμενο φορτηγό Mercedes-Benz και το παρέδωσαν στη Μόσχα. Καθ' οδόν, προστατεύτηκαν από πιθανές επιπλοκές από έναν συνεργό, τον Χακίμ Αμπάγιεφ, που συνόδευε το τρέιλερ σε άλλο αυτοκίνητο. Στη Μόσχα τους συνάντησε ο Γκοτσίγιεφ, ο οποίος ήταν εγγεγραμμένος στο ξενοδοχείο Altai με το ψεύτικο όνομα Λαϊπάνοφ, και ο Ντένις Σαιτάκοφ. Τα εκρηκτικά αφέθηκαν σε μια αποθήκη στην οδό Κρασνοντονσκάγια, την οποία είχε μισθώσει ο Γκοτσίγιεφ. Την επόμενη μέρα, τα εκρηκτικά παραδόθηκαν με φορτηγά σε τρεις διευθύνσεις—Γκουριάνοβα, Κασιρσκόγιε και Μπορισοβσκάγιε Προύντυ, όπου ο Λαϊπάνοφ μίσθωσε αποθήκες. Ο Γκοτσίγιεφ επέβλεπε την τοποθέτηση των βομβών στα ενοικιαζόμενες αποθήκες. Ακολούθησαν οι εκρήξεις στις δύο πρώτες διευθύνσεις. Η έκρηξη στο Μπορισοβσκάγιε Προύντυ αποτράπηκε.

Σύμφωνα με το δικαστήριο, η βομβιστική επίθεση στο Μπουινάκσκ στις 4 Σεπτεμβρίου διατάχθηκε από την Ιμπντ αλ-Χατάμπ. Σύμφωνα με πληροφορίες, δεδομένου ότι οι δράστες κατάφεραν να ανατινάξουν μόνο ένα παγιδεύμενο φορτηγό αντί για τα δύο, ο αλ-Χατάμπ την αποκάλεσε "κακή δουλειά" και πλήρωσε 300.000 δολάρια για αυτό, που ήταν μέρος του ποσού που αρχικά είχε υποσχεθεί. Ένας από τους υπόπτους ομολόγησε ότι φόρτωσε τα φορτηγά με σάκους στο Μπουινάκσκ, αλλά ισχυρίστηκε ότι δεν ήξερε για ποιο σκοπό προορίζονταν.

Η έκρηξη στο εμπορικό κέντρο στην πλατεία Μανέζναγια αποτέλεσε αντικείμενο ξεχωριστής δικαστικής διαδικασίας που διεξήχθη στη Μόσχα το 2009. Το δικαστήριο κατηγόρησε τον Χαλίντ Χουγκουγιέφ και τον Μαγκουμαντζίρ Γκαντζικάγιεφ για την οργάνωση και την εκτέλεση των εκρήξεων στο εμπορικό κέντρο της πλατείας Μανέζναγια και στο ξενοδοχείο Intourist και τους καταδίκασε σε 25 χρόνια και 15 χρόνια κάθειρξη, αντίστοιχα.

Ετυμηγορίες

Ο Άνταμ Ντεκούσεφ και ο Γιούσουφ Κριμσαχάλοφ καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη σε αποικία ειδικού καθεστώτος. Και οι δύο κατηγορούμενοι παραδέχθηκαν ένοχοι μόνο για ορισμένες από τις κατηγορίες. Για παράδειγμα, ο Ντεκούσεφ αναγνώρισε ότι γνώριζε ότι τα εκρηκτικά που μετέφερε επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν για τρομοκρατική ενέργεια. Ο Ντεκούσεφ επιβεβαίωσε επίσης τον ρόλο του Γκοτσίγιεφ στις επιθέσεις. Ο Ντεκούσεφ εκδόθηκε στη Ρωσία στις 14 Απριλίου 2002 για να δικαστεί. Ο Κριμσαχάλοφ συνελήφθη και εκδόθηκε στη Μόσχα. Ο Αχεμέζ Γκοτσίγιεφ, ο επικεφαλής της ομάδας που πραγματοποίησε τις επιθέσεις φέρεται ως κύριος οργανωτής, παραμένει φυγάς, και βρίσκεται υπό διεθνές ένταλμα έρευνας.

Σε δήλωση που κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 2004, η FSB ανέφερε: μέχρι να συλλάβουμε τον Γκοτσίγιεφ, η υπόθεση [των βομβιστικών επιθέσεων το 1999] δεν θα κλείσει. Σε μια συνέντευξη με τον Ντμίτρι Γκόρντον που δημοσιεύτηκε στις 18 Μαΐου 2020, ο πρώην αξιωματικός της GRU, Ιγκόρ Στρέλκοφ, δήλωσε ότι κατά το αρχικό στάδιο του δεύτερου πολέμου της Τσετσενίας, ήταν μέρος μιας ομάδας που προσπάθησε να συλλάβει τον Αχεμέζ Γκοτσιγιέφ.

Ύποπτοι και κατηγορούμενοι

Τον Σεπτέμβριο του 1999, εκατοντάδες Τσετσένοι υπήκοοι (όπου περισσότεροι από 100.000 που ζούσαν μόνιμα στη Μόσχα) συνελήφθησαν και ανακρίθηκαν στη Μόσχα, καθώς ένα κύμα αντιτσετσενικών συναισθημάτων σάρωσε την πόλη. Ωστόσο, κανένας Τσετσένος δεν δικάστηκε για τις επιθέσεις στο Μπουινάκσκ, τη Μόσχα ή το Βολγκοντόνσκ. θεωρείται ότι ήταν οι Ουαχάμπι του Νταγκεστάν στην περίπτωση της βομβιστικής επίθεσης στο Μπουινάκσκ και οι Καρατσάι Ουαχάμπι στην περίπτωση των επιθέσεων της Μόσχας και του Βολγκοντόνσκ.

Σύμφωνα με την επίσημη έρευνα, τα ακόλουθα άτομα είτε παρέδωσαν εκρηκτικά, τα αποθήκευσαν είτε φιλοξενούσαν άλλους υπόπτους:

  • Βομβιστική επίθεση στη Μόσχα
    • Ιμπντ αλ-Χατάμπ (Μουτζαχεντίν γεννημένος στη Σαουδική Αραβία), ο οποίος δηλητηριάστηκε από την FSB το 2002.
    • Αχεμέζ Γκοτσιγιέφ (Καρατσάι, που δεν έχει συλληφθεί και είναι ακόμα ελεύθερος).
    • Ντένις Σαιτάκοφ (Τατάρος από το Ουζμπεκιστάν), σκοτώθηκε στη Γεωργία το 1999–2000.
    • Χακίμ Αμπάγιεφ (Καρατσάι), σκοτώθηκε από τις ειδικές δυνάμεις της FSB τον Μάιο του 2004 στην Ινγκουσετία.
    • Ραβίλ Αχμαμυάροφ (Ρώσος υπήκοος), Το επώνυμο υποδηλώνει έναν εθνοτικό Τατάρο, που σκοτώθηκε στην Τσετσενία το 1999–2000.
    • Γιούσουφ Κριμσάχαλοφ (Καρατσάι και κάτοικος του Κισλοβόντσκ), συνελήφθη στη Γεωργία τον Δεκέμβριο του 2002, εκδόθηκε στη Ρωσία και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη τον Ιανουάριο του 2004, μετά από δύο μήνες μυστικής δίκης που διεξήχθη χωρίς επιτροπή ενόρκων.
    • Στανίσλαβ Λιουμπίτσεφ (επιθεωρητής της τροχαίας), που βοήθησε το φορτηγό με εκρηκτικά να περάσει από το σημείο ελέγχου, καταδικάστηκε σε τέσσερα χρόνια τον Μάιο του 2003.
  • Βομβιστική επίθεση στο Βολγκοντόνσκ
    • Τιμούρ Μπατσάγιεφ (Καρατσάι),σκοτώθηκε στη Γεωργία μετά από σύγκρουση με την αστυνομία κατά την οποία συνελήφθη ο Κριμσάχαλοφ.
    • Ζαούρ Μπατσάγιεφ (Καρατσάι) σκοτώθηκε στην Τσετσενία το 1999–2000.
    • Άνταμ Ντεκούσεφ (Καρατσάι), συνελήφθη στη Γεωργία, καθώς είχε πετάξει μια χειροβομβίδα στην αστυνομία κατά τη σύλληψη του, εκδόθηκε στη Ρωσία και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη τον Ιανουάριο του 2004, μετά από δύο μήνες μυστικής δίκης που διεξήχθη χωρίς επιτροπή ενόρκων.
  • Βομβιστική επίθεση στο Μπουινάκσκ
    • Ίσα Ζαϊνουτντίνοφ (Αβάρος ) με καταγωγή από το Νταγκεστάν,καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη τον Μάρτιο του 2001.
    • Αλισούλταν Σαλίκοφ (Αβάρος) με καταγωγή από το Νταγκεστάν, καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη τον Μάρτιο του 2001.
    • Μαγκόμεντ Σαλίκοφ (Άβαρος) και κάτοικος του Νταγκεστάν, συνελήφθη στο Αζερμπαϊτζάν τον Νοέμβριο του 2004, εκδόθηκε στη Ρωσία, όπου κρίθηκε αθώος για την κατηγορία της τρομοκρατίας από το δικαστήριο στις 24 Ιανουαρίου 2006. Επιπλέον κρίθηκε ένοχος για συμμετοχή σε ένοπλες δυνάμεις και παράνομη διέλευση των εθνικών συνόρων, δικάστηκε ξανά με τις ίδιες κατηγορίες στις 13 Νοεμβρίου 2006 και πάλι αθωόθηκε, αυτή τη φορά για όλες τις κατηγορίες, συμπεριλαμβανομένων αυτών που κρίθηκε ένοχος στην πρώτη δίκη. Σύμφωνα με την Kommersant, ο Σαλίκοφ παραδέχτηκε ότι έκανε μια παράδοση χρωμάτων στο Νταγκεστάν για τον αλ-Χατάμπ, αν και δεν ήταν σίγουρος τι πραγματικά παρέδωσε.
    • Ζιγιάντιν Ζιγιαντίνοφ, με καταγωγή από το Νταγκεστάν, συνελήφθη στο Καζακστάν, εκδόθηκε στη Ρωσία, καταδικάστηκε σε 24 χρόνια τον Απρίλιο του 2002.
    • Αμπντουλκάντρ Αμπντουλκάροφ (Αβάρος) με καταγωγή από το Νταγκεστάν, καταδικάστηκε σε 9 χρόνια τον Μάρτιο του 2001.
    • Μαγκομέντ Μαγκομέντοφ, καταδικάστηκε σε 9 χρόνια τον Μάρτιο του 2001.
    • Ζαϊνουντίν Ζαϊνουντινόφ (Αβάρος) με καταγωγή από το Νταγκεστάν), καταδικάστηκε σε 3 χρόνια τον Μάρτιο του 2001 και αφέθηκε αμέσως ελεύθερος με αμνηστία.
    • Μάκας Αμπντουλσαμέντοφ, καταγωγή από το Νταγκεστάν, καταδικάστηκε σε 3 χρόνια τον Μάρτιο του 2001 και αφέθηκε αμέσως ελεύθερος με αμνηστία).

Προσπάθειες για ανεξάρτητη έρευνα

Η ρωσική Δούμα απέρριψε δύο προτάσεις να υπάρξει κοινοβουλευτική έρευνα για το περιστατικό στο Ριαζάν.

Μια ανεξάρτητη δημόσια επιτροπή για τη διερεύνηση των βομβιστικών επιθέσεων προήδρευσε ο βουλευτής της Δούμας Σεργκέι Κοβαλιόφ. Η επιτροπή ξεκίνησε τις εργασίες της τον Φεβρουάριο του 2002. Στις 5 Μαρτίου ο Σεργκέι Γιουσένκοφ και το μέλος της Δούμας Γιούλι Ριμπάκοφ πήγαν στο Λονδίνο όπου συνάντησαν τον Αλεξάντερ Λιτβινένκο και τον Μιχαήλ Τρεπάσκιν. Μετά από αυτή τη συνάντηση, ο Τρεπάσκιν άρχισε να συνεργάζεται με την επιτροπή.

Ωστόσο, η δημόσια επιτροπή κατέστη αναποτελεσματική λόγω της άρνησης της κυβέρνησης να απαντήσει στις έρευνές της. Δύο βασικά μέλη της Επιτροπής, ο Σεργκέι Γιουσένκοφ και ο Γιούρι Σετσοκοτσίνιν, αμφότεροι μέλη της Δούμας, δολοφονήθηκαν τον Απρίλιο του 2003 και τον Ιούλιο του 2003, αντίστοιχα. Ένα άλλο μέλος της επιτροπής, ο Όττο Λάσις, δέχτηκε επίθεση τον Νοέμβριο του 2003 και δύο χρόνια αργότερα, στις 3 Νοεμβρίου 2005, πέθανε σε νοσοκομείο μετά από αυτοκινητιστικό ατύχημα.

Η επιτροπή ζήτησε από τον δικηγόρο Μιχαήλ Τρεπάσκιν να ερευνήσει την υπόθεση. Ο Τρεπάσκιν ανέφερε ότι ανακάλυψε ότι το υπόγειο ενός από τα βομβαρδισμένα κτίρια είχε νοικιαστεί από τον αξιωματικό της FSB Βλαντιμίρ Ρομάνοβιτς και ότι το τελευταίο παρακολούθησαν πολλά άτομα. Ο Τρεπάσκιν ερεύνησε επίσης μια επιστολή που αποδίδεται στον Αχεμέζ Γκοτσιγιέφ και διαπίστωσε ότι ο υποτιθέμενος βοηθός του Γκοτσιγιέφ που κανόνισε την παράδοση των σάκων μπορεί να ήταν ο αντιπρόεδρος Αλεξάντερ Καρμίσιν, κάτοικος Βιάζμα.

Ωστόσο ο Τρεπάσκιν δεν μπόρεσε να προσκομίσει τα υποτιθέμενα στοιχεία στο δικαστήριο επειδή συνελήφθη τον Οκτώβριο του 2003 (με την κατηγορία της παράνομης κατοχής όπλων) και φυλακίστηκε, λίγες μόλις ημέρες πριν δημοσιοποιήσει τα ευρήματά του. Καταδικάστηκε από στρατιωτικό δικαστήριο της Μόσχας σε τέσσερα χρόνια φυλάκιση με την κατηγορία της αποκάλυψης κρατικών μυστικών. Η Διεθνής Αμνηστία εξέδωσε μια δήλωση ότι υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύεται ότι ο Μιχαήλ Τρεπάσκιν συνελήφθη και καταδικάστηκε με ψευδείς ποινικές κατηγορίες που μπορεί να έχουν πολιτικά κίνητρα, προκειμένου να τον εμποδίσουν να συνεχίσει το ερευνητικό και νομικό του έργο σχετικά με τις βομβιστικές επιθέσεις του 1999 στη Μόσχα και σε άλλες πόλεις.

Σε μια επιστολή προς την Όλγα Κόνσκαγια, ο Τρεπάσκιν έγραψε ότι λίγο καιρό πριν από τις βομβιστικές επιθέσεις, η Περιφερειακή Διεύθυνση κατά των Οργανωμένων Εγκλημάτων (RUOP GUVD) της Μόσχας συνέλαβε πολλά άτομα για την πώληση του εκρηκτικού RDX. Μετά από αυτό, η Διεύθυνση αξιωματικών της FSB του Νικολάι Πατρούσεφ ήρθε στα κεντρικά γραφεία της GUVD, συνέλαβε στοιχεία και διέταξε την απόλυση των ερευνητών. Ο Τρεπάσκιν έγραψε ότι έμαθε για την ιστορία σε μια συνάντηση με αρκετούς αξιωματικούς της RUOP GUVD το έτος 2000. Ισχυρίστηκαν ότι οι συνάδελφοί τους μπορούσαν να παρουσιάσουν μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων σε ένα δικαστήριο. Προσέφεραν μια βιντεοκασέτα με στοιχεία εναντίον των αντιπροσώπων του RDX. Ο Τρεπάσκιν δεν δημοσιοποίησε τη συνάντηση φοβούμενος για τη ζωή των μαρτύρων και των οικογενειών τους. Σύμφωνα με τον Τρεπάσκιν, οι προϊστάμενοί του και οι άνθρωποι της FSB υποσχέθηκαν να μην τον συλλάβουν εάν έφευγε από την επιτροπή Κοβάλιεφ και άρχιζε να συνεργάζεται με την FSB κατά του Αλεξάντερ Λιτβινένκο.

Στις 24 Μαρτίου 2000, δύο ημέρες πριν από τις προεδρικές εκλογές, το τηλεοπτικό δίκτυο NTV παρουσίασε τα γεγονότα του Ριαζάν στην εκπομπή μιας ανεξάρτητης έρευνας. Η συζήτηση με τους κατοίκους της πολυκατοικίας Ριαζάν μαζί με τον διευθυντή δημοσίων σχέσεων της FSB Αλεξάντερ Ζντανόβιτς και τον επικεφαλής του υποκαταστήματος του Ριαζάν Αλεξάντερ Σεργκέγιεφ γυρίστηκε λίγες μέρες νωρίτερα. Στις 26 Μαρτίου, ο Μπορίς Νεμτσόφ εξέφρασε την ανησυχία του για το πιθανό κλείσιμο του NTV λόγω της μετάδοσης της εκπομπής. Επτά μήνες αργότερα, ο γενικός διευθυντής του NTV, Ιγκόρ Μαλασένκο ανέφερε στη Σχολή Διακυβέρνησης του JFK ότι ο υπουργός Πληροφοριών Μιχαήλ Λέσιν τον προειδοποίησε πολλές φορές. Η ανάμνηση της προειδοποίησης του Λέσιν από τον Μαλασένκο ήταν ότι με την προβολή της επίμαχης εκπομπής το NTV "ξεπέρασε τα όρια" και ότι οι διευθυντές του NTV ήταν "παράνομοι" στα μάτια του Κρεμλίνου. Σύμφωνα με τον Αλεξάντερ Γκόλντφαρμπ, ο Μαλασένκο του είπε ότι ο Βαλεντίν Γιουμάσεφ έφερε μια προειδοποίηση από το Κρεμλίνο, μια μέρα πριν από την προβολή της εκπομπής, υποσχόμενος χωρίς αβεβαιότητα ότι οι διευθυντές του NTV θα έπρεπε να θεωρούν τους εαυτούς τους τελειωμένους εάν προχωρούσαν με την μετάδοση της εκπομπής.

Ο Αρτύομ Μπόροβικ ήταν μεταξύ των ανθρώπων που ερεύνησαν τις βομβιστικές επιθέσεις. Δέχτηκε πολλές απειλές για τη ζωή του και πέθανε σε ένα ύποπτο αεροπορικό δυστύχημα τον Μάρτιο του 2000 που θεωρήθηκε από τους Φελσίνσκι και Πριμπολόβσκι ως πιθανή δολοφονία.

Η δημοσιογράφος Άννα Πολιτοφσκάγια και το πρώην μέλος της υπηρεσίας ασφαλείας Αλεξάντερ Λιτβινένκο, που ερεύνησε τις βομβιστικές επιθέσεις, δολοφονήθηκαν το 2006.

Τα επιζώντα θύματα της βομβιστικής επίθεσης στην οδό Γκουριάνοβα ζήτησαν από τον Πρόεδρο Ντμίτρι Μεντβέντεφ να συνεχίσει την επίσημη έρευνα το 2008, ωστόσο αυτή δεν συνεχίστηκε.

Σε μια συζήτηση το 2017 στο RFE/RL ο Σεργκέι Κοβάλιοφ δήλωσε: Νομίζω ότι το θέμα της Τσετσενίας κατασκευάστηκε επιδέξια. Κανείς από τους ανθρώπους που οργάνωσαν τις βομβιστικές επιθέσεις δεν βρέθηκε και κανείς δεν τους έψαχνε πραγματικά. Στη συνέχεια ρωτήθηκε από τον δημοσιογράφο Βλαντιμίρ Κάρα-Μούρζα εάν πιστεύει ότι πολλά βασικά μέλη της επιτροπής του, ακόμη και οι Μπόρις Μπερεζόφσκι και Μπόρις Νεμτσόφ που ήξεραν αρκετά πράγματα για τις βομβιστικές επιθέσεις πέθαναν για να αποτραπεί η ανεξάρτητη έρευνα. Ο Κοβάλιοφ απάντησε: Δεν μπορώ να δηλώσω με πλήρη σιγουριά ότι οι εκρήξεις οργανώθηκαν από τις αρχές. Αν και είναι σαφές ότι οι εκρήξεις ήταν χρήσιμες γι' αυτές, γιατί μόλις είχε υποσχεθεί ότι θα εξαλείψει (όπως είπε) όλους όσους είχαν οποιαδήποτε σχέση με την τρομοκρατία. Ήταν πολιτικά ωφέλιμο για αυτόν να τρομοκρατεί τους ανθρώπους. Αυτό δεν αποδεικνύεται. Αυτό όμως που μπορεί να ειπωθεί με απόλυτη σιγουριά είναι ότι: η έρευνα τόσο για τις εκρήξεις στη Μόσχα όσο και για τις λεγόμενες «ασκήσεις» στο Ριαζάν είναι πλαστή. Μπορεί να υπάρχουν διάφορες δυνατότητες. Μου φαίνεται ότι στο Ριαζάν έπρεπε να ήταν η επόμενη έκρηξη, αλλά δεν μπορώ να το αποδείξω.

Θεωρία εμπλοκής της ρωσικής κυβέρνησης

1999 Βομβιστικές Επιθέσεις Στη Ρωσία 
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν υπήρξε πρωθυπουργός την περίοδο των βομβιστικών επίθεσεων.

Σύμφωνα με τους Ντέιβιντ Σάτερ, Γιούρι Φελστίνσκι, Αλεξάντερ Λιτβινένκο, Βλαντίμιρ Πριμπολόφσκι και Μπόρις Καγκαρλίτσκι, οι βομβιστικές επιθέσεις ήταν μια επιτυχημένη επιχείρηση προβοκάτσιας που συντονίστηκε από τις ρωσικές κρατικές υπηρεσίες ασφαλείας για να κερδίσει τη δημόσια υποστήριξη για έναν νέο πόλεμο μεγάλης κλίμακας στην Τσετσενία και να φέρει τον Πούτιν στην εξουσία. Μερικοί από αυτούς περιέγραψαν τις βομβιστικές επιθέσεις ως τυπικά «ενεργά μέτρα» που εφάρμοζε η KGB στο παρελθόν. Ο πόλεμος στην Τσετσενία ενίσχυσε τη δημοτικότητα του πρωθυπουργού και πρώην διευθυντή της FSB, Βλαντιμίρ Πούτιν και έφερε το Κόμμα Ενότητας στη Κρατική Δούμα και τον Πούτιν στην προεδρία μέσα σε λίγους μήνες.

Τον Φεβρουάριο του 2000, η ​​υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μαντλίν Όλμπραιτ δήλωσε ότι δεν έχουν δει κανένα στοιχείο που να συνδέει τις βομβιστικές επιθέσεις με την Τσετσενία. Κατά τη διάρκεια της κατάθεσης του Ντέιβιντ Σάτερ στη Βουλή των Αντιπροσώπων των Ηνωμένων Πολιτειών, δήλωσε ότι:

Ωστόσο, με τον Γέλτσιν και την οικογένειά του να αντιμετωπίζουν πιθανή ποινική δίωξη, τέθηκε σε εφαρμογή ένα σχέδιο για τη θέσπιση ενός διαδόχου που θα εγγυάται ότι ο Γιέλτσιν και η οικογένειά του θα είναι ασφαλείς από τη ποινική δίωξη και ότι δεν θα υπόκειται σε έλεγχο της περιουσίας τους στη χώρα. Για να πετύχει όμως η «Επιχείρηση Διάδοχος» χρειαζόταν μια μαζική πρόκληση. Κατά την άποψή μου, αυτή η πρόκληση ήταν στις βομβιστικές επιθέσεις σε πολυκατοικίες στη Μόσχα, το Μπουινάκσκ και το Βολγκοντόνσκ τον Σεπτέμβριο του 1999. Στον απόηχο αυτών των επιθέσεων, που στοίχισαν 300 ζωές, ένας νέος πόλεμος ξεκίνησε κατά της Τσετσενίας. Ο Πούτιν, πρόσφατα διορισμένος πρωθυπουργός, τέθηκε επικεφαλής αυτού του πολέμου και πέτυχε μεγάλη δημοτικότητα μέσα σε μια νύχτα. Ο Γέλτσιν παραιτήθηκε νωρίς.

Σύμφωνα με μια ανασύνθεση των γεγονότων από τους Φελστίνσκι και Πριμπολόφσκι:

  • Οι βομβιστικές επιθέσεις στο Μπουινάκσκ πραγματοποιήθηκαν από μια ομάδα δώδεκα αξιωματικών της GRU που στάλθηκαν στο Νταγκεστάν, υπό την επίβλεψη του επικεφαλής της 14ης Γενικής Διεύθυνσης Νικολάι Κοστέχκο. Αυτή η εκδοχή βασίστηκε εν μέρει σε μια μαρτυρία του Αλέξει Γκάλκιν. Η βομβιστική επίθεση στο Μπουινάκσκ διεξήχθη από την GRU για να αποφευχθεί μια διυπηρεσιακή σύγκρουση μεταξύ της FSB και του Υπουργείου Άμυνας.
  • Στη Μόσχα, το Βολγκοντόνσκ και το Ριαζάν, οι επιθέσεις οργανώθηκαν από την FSB μέσω ανώτατων αξιωματούχων που περιλάμβανε τον διευθυντή του αντιτρομοκρατικού τμήματος Στρατηγό Γερμανό Ουγκριούμοφ , τους πράκτορες της FSB Μαξίμ Λαζόφσκι, Βλαντιμίρ Ρομάνοβιτς, Ραμαζάν Ντισέκοφ και άλλους. Οι Αχεμέζ Γκοτσίγιεφ, Τατιάνα Κορολύεβα και Αλεξάντερ Καρμίσιν νοίκιασαν αποθήκες που λάμβαναν αποστολές εκρηκτικών καμουφλαρισμένες σε ζάχαρη και δεν γνώριζαν ότι τα εκρηκτικά παραδόθηκαν.
  • Οι Ντεκούσεφ, Κριμσαχάλοφ και Τιμούρ Μπατσάγιεφ στρατολογήθηκαν από πράκτορες της FSB που παρουσιάστηκαν ως «Τσετσένοι αυτονομιστές» για να παραδώσουν εκρηκτικά στο Βολγκοντόνσκ και τη Μόσχα.
  • Τα ονόματα και η τύχη των πρακτόρων της FSB που τοποθέτησαν τη βόμβα στο Ριαζάν παραμένουν άγνωστα.

Υποστήριξη

Ιστορικοί, δημοσιογράφοι και πολιτικοί

Η άποψη σχετικά με τις βομβιστικές επιθέσεις που οργανώθηκαν και διαπράχθηκαν από τις ρωσικές κρατικές υπηρεσίες ασφαλείας προτάθηκε αρχικά από τον δημοσιογράφο Ντέιβιντ Σάτερ και τους ιστορικούς Γιούρι Φελστίνσκι και Βλαντιμίρ Πριμπολόφσκι, σε συνεργασία με τον Αλεξάντερ Λιτβινένκο. Αργότερα υποστηρίχθηκε από αρκετούς ιστορικούς. Η Έιμι Νάιτ, ιστορικός της KGB, έγραψε ότι ήταν «πολύ ξεκάθαρο» ότι η FSB ήταν υπεύθυνη για τη διεξαγωγή των επιθέσεων και ότι η ενοχή του Βλαντιμίρ Πούτιν φαίνεται ξεκάθαρη, καθώς ήταν αδιανόητο ότι η FSB θα το είχε κάνει χωρίς την έγκριση του Πούτιν, πρώην διευθυντή της FSB και τότε πρωθυπουργού της Ρωσίας. Στο βιβλίο της "Κλεπτοκρατία του Πούτιν", η ιστορικός Κάρεν Νταβίσα συνόψισε τα στοιχεία που σχετίζονται με τις βομβιστικές επιθέσειςκαι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το να ανατινάξεις τους δικούς σου αθώους ανθρώπους στην πρωτεύουσά σου είναι μια ενέργεια σχεδόν αδιανόητη. Μια βόμβα στο Ριαζάν επίσης είναι αδιαμφισβήτητη. Σύμφωνα με τον Τίμοθι Σνάιντερ, φαινόταν πιθανό ότι οι δράστες των βομβιστικών επιθέσεων ήταν αξιωματικοί της FSB. Ο Ντέιβιντ Σάτερ θεώρησε τις βομβιστικές επιθέσεις ως πολιτική πρόκληση από τις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες που ήταν παρόμοια με την πυρκαγιά του Ράιχσταγκ.

Αυτή η άποψη έχει υποστηριχθεί και από ερευνητές δημοσιογράφους. Το 2008, ο Βρετανός δημοσιογράφος Έντουαρντ Λούκας κατέληξε στο συμπέρασμα στο βιβλίο του "Ο Νέος Ψυχρός Πόλεμος: Η Ρωσία του Πούτιν" ότι Το βάρος των αποδεικτικών στοιχείων μέχρι στιγμής υποστηρίζει την πιο ζοφερή ερμηνεία: ότι οι επιθέσεις ήταν ένα αδίστακτα σχεδιασμένο κόλπο για τη δημιουργία κλίματος πανικού και φόβου στον οποίο ο Πούτιν θα γινόταν γρήγορα ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της χώρας, όπως και έγινε. Στο τεύχος Σεπτεμβρίου 2009 του περιοδικού GQ, ο βετεράνος πολεμικός ανταποκριτής Σκότ Άντερσον έγραψε για τον ρόλο του Πούτιν στις βομβιστικές επιθέσεις, βασισμένος εν μέρει στις συνεντεύξεις του με τον Μιχαήλ Τρεπάσκιν.

Ο πρώην επικεφαλής του Ρωσικού Συμβουλίου Κρατικής Ασφάλειας, Αλεξάντρ Λέμπεντ, στη συνέντευξή του στις 29 Σεπτεμβρίου 1999 στη Γαλλική εφημερίδα Le Figaro δήλωσε ότι ήταν σχεδόν πεπεισμένος ότι η κυβέρνηση οργάνωσε τις τρομοκρατικές ενέργειες. Ο Αντρέι Ιλαριόνοφ, πρώην βασικός οικονομικός σύμβουλος του Ρώσου προέδρου, δήλωσε ότι η εμπλοκή της FSB "δεν είναι μια θεωρία, είναι γεγονός. Δεν υπάρχει άλλο στοιχείο που θα μπορούσε να είχε οργανώσει τις βομβιστικές επιθέσεις εκτός από την FSB. Αργότερα, οι συνεργάτες δημοσίων σχέσεων του Λεμπέντ ισχυρίστηκαν ότι αναφέρθηκε εκτός του πλαισίου.

Ο Ρώσος στρατιωτικός αναλυτής Πάβελ Φελγκενχάουερ σημείωσε ότι Η FSB κατηγόρησε τον αλ-Χατάμπ και τον Γκοτσιγιέφ, αλλά παραδόξως δεν έδειξαν το δάχτυλο στο καθεστώς του προέδρου της Τσετσενίας Ασλάν Μασκάντοφ, εναντίον του οποίου ξεκίνησε ο πόλεμος.

Ορισμένοι πολιτικοί των ΗΠΑ σχολίασαν ότι θεωρούν αξιόπιστους τους ισχυρισμούς σχετικά με τις ρωσικές κρατικές υπηρεσίες ασφαλείας ως πραγματικούς διοργανωτές των βομβιστικών επιθέσεων. Το 2003, ο αμερικανός γερουσιαστής Τζον Μακέιν δήλωσε ότι κατά τη διάρκεια της θητείας του Πούτιν ως πρωθυπουργού το 1999 ξεκίνησε ο Δεύτερος Πόλεμος της Τσετσενίας μετά τις βομβιστικές επιθέσεις στη Μόσχα. Παραμένουν αξιόπιστοι ισχυρισμοί ότι η FSB είχε ρόλο στη διεξαγωγή αυτών των επιθέσεων. Ο Πούτιν ανέβηκε στην προεδρία το 2000 δείχνοντας το δάχτυλο στους Τσετσένους για τη διάπραξη αυτών των εγκλημάτων, ξεκινώντας μια νέα στρατιωτική εκστρατεία στην Τσετσενία και ανεβάζοντας την οργή του λαού.

Στις 11 Ιανουαρίου 2017, ο γερουσιαστής Μάρκο Ρούμπιο έθεσε το ζήτημα των βομβιστικών επιθέσεων του 1999 κατά τη διάρκεια των ακροάσεων έγκρισης διορισμού του Ρεξ Τίλερσον. Σύμφωνα με τον γερουσιαστή Ρούμπιο, "υπάρχει [ένας] απίστευτος όγκος αναφορών και άλλα, ότι αυτό ήταν όλο αυτό μέρος μιας επιχείρησης προβοκάτσιας από την πλευρά της FSB." Στις 10 Ιανουαρίου 2018, ο γερουσιαστής Μπεν Κάρντιν της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας των Ηνωμένων Πολιτειών δημοσίευσε μια έκθεση με τίτλο "Η ασύμμετρη επίθεση του Πούτιν στη Δημοκρατία στη Ρωσία και την Ευρώπη: Επιπτώσεις για την Εθνική Ασφάλεια των ΗΠΑ". Σύμφωνα με την έκθεση, δεν έχουν προσκομιστεί αξιόπιστα στοιχεία από τις ρωσικές αρχές που να συνδέουν τους Τσετσένους τρομοκράτες, ή οποιονδήποτε άλλον, με τις βομβιστικές επιθέσεις στη Μόσχα.

Σύμφωνα με τον Σάτερ, και οι τέσσερις βομβιστικές επιθέσεις που σημειώθηκαν είχαν παρόμοιες «υπογραφές» που έδειχνε ότι τα εκρηκτικά είχαν προετοιμαστεί προσεκτικά από μια ομάδα ειδικευμένων ειδικών. Δεν υπάρχει επίσης καμία εξήγηση για το πώς οι τρομοκράτες μπόρεσαν να αποκτήσουν τόνους εκρηκτικής ύλης και να τις μεταφέρουν σε διάφορες τοποθεσίες στη Ρωσία. Το RDX παράγεται σε ένα εργοστάσιο στην Περιφέρεια Περμ για το οποίο η FSB είναι υπεύθυνη για την ασφάλεια. Οι ένοχοι θα έπρεπε επίσης να οργανώσουν εννέα εκρήξεις (οι τέσσερις που σημειώθηκαν και οι πέντε απόπειρες βομβιστικών επιθέσεων που αναφέρθηκαν από τις αρχές) σε διαφορετικές πόλεις σε διάστημα δύο εβδομάδων. Η εκτίμηση του Σάτερ για το χρόνο που απαιτείται για την ανάπτυξη του σχεδίου, τις επισκέψεις στο χώρο, την προετοιμασία εκρηκτικών, την ενοικίαση χώρων στις τοποθεσίες και τη μεταφορά εκρηκτικών στις τοποθεσίες ήταν τέσσερις έως τεσσεράμισι μήνες.

Σε μια ομιλία στην Ένωση της Οξφόρδης στις 12 Μαρτίου 2022, ο πρώην αξιωματικός της MI6 Κρίστοφερ Στιλ εξέφρασε την άποψη ότι οι βομβιστικές επιθέσεις ήταν πιθανόν μια επιχείρηση προβοκάτσιας που διεξήχθη από τις ρωσικές υπηρεσίες ασφαλείας προκειμένου να δικαιολογηθεί ο πόλεμος στην Τσετσενία.

Κριτική

Τον Μάρτιο του 2000, ο Πούτιν απέρριψε τους ισχυρισμούς για εμπλοκή της FSB στις βομβιστικές επιθέσεις ως παραληρηματική ανοησία. Δεν υπάρχουν άνθρωποι στις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες που να είναι ικανοί να κάνουν τέτοιο έγκλημα εναντίον του λαού τους. Ο ίδιος ο ισχυρισμός είναι ανήθικος, είπε ο Πούτιν. Ένας εκπρόσωπος της FSB δήλωσε ότι τα στοιχεία του Λιτβινένκο δεν μπορούν να ληφθούν σοβαρά υπόψη από εκείνους που ερευνούν τις βομβιστικές επιθέσεις.Σύμφωνα με τον Στροντ Τάλμποτ, ο οποίος διατέλεσε αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών κατά τη διάρκεια των γεγονότων, δεν υπήρχαν στοιχεία που να υποστηρίζουν τη θεωρία συνωμοσίας, αν και η ρωσική κοινή γνώμη πράγματι εδραιώθηκε πίσω από τον Πούτιν στην αποφασιστικότητά του να πραγματοποιήσει μια γρήγορη, αποφασιστική αντεπίθεση.

Σύμφωνα με τον Ρώσο ερευνητή δημοσιογράφο Αντρέι Σολντάτοφ, Από την αρχή, φαινόταν ότι το Κρεμλίνο ήταν αποφασισμένο να καταπνίξει κάθε συζήτηση... Όταν ο Αλεξάντερ Προντραμπίνεκ, ένας Ρώσος ακτιβιστής για τα ανθρώπινα δικαιώματα, προσπάθησε να εισαγάγει αντίγραφα του βιβλίου "Blowing up Russia" των Λιτβινένκο και Φελστίνσκι το 2003, αυτά κατασχέθηκαν από την FSB. Ο ίδιος ο Τρεπάσκιν, ενεργώντας ως δικηγόρος δύο συγγενών των θυμάτων της έκρηξης, δεν μπόρεσε να λάβει πληροφορίες που ζήτησε και είχε δικαίωμα να τις δει από το νόμο. Ωστόσο, ο Σολντάτοφ πίστευε ότι η παρεμπόδιση μπορεί να αντικατοπτρίζει παράνοια και όχι ενοχή εκ μέρους των αρχών. Κατά συνέπεια, ο Σολντάτοφ υποστήριξε, ότι η παράνοια έχει δημιουργήσει τις ίδιες τις θεωρίες συνωμοσίας που η ρωσική κυβέρνηση σκόπευε να εξαλείψει.Στο βιβλίο τους "The New Nobility", ο Αντρέι Σολντάτοφ και η Ίρινα Μπόρογκαν πιστεύουν ότι το περιστατικό στο Ριαζάν ήταν στην πραγματικότητα μια άσκηση. Σύμφωνα με τους συγγραφείς, τέτοιες ασκήσεις είναι χαρακτηριστικές για τις μονάδες της FSB των οποίων η αποστολή είναι να επαληθεύει την αποτελεσματικότητα των αντιτρομοκρατικών μέτρων σε τοποθεσίες όπως οι πυρηνικοί σταθμοί. Κατά τη γνώμη των συγγραφέων το βιβλίο των Λιτβινένκο και Φελστίνσκι δεν περιείχε νέα στοιχεία κατά της FSB και οι ισχυρισμοί του Τρεπάσκιν ήταν εξαιρετικά αμφίβολοι. Οι Σολντάτοφ και Μπόρογκαν σημείωσαν ότι το κύριο σημείο των ισχυρισμών εναντίον της FSB ήταν ότι ο Αχεμέζ Γκοτσίγιεφ ήταν ένας αθώος επιχειρηματίας, που έγινε αποδιοπομπαίος τράγος από την FSB και κατηγορήθηκε ψευδώς ότι διέπραξε τις βομβιστικές επιθέσεις. Ωστόσο, σύμφωνα με τους Σολντάτοφ και Μπόρογκαν, ο Γκοτσίγιεφ ήταν ηγέτης μιας τοπικής ισλαμιστικής ομάδας από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και ο Ντεκούσεφ και ο Κριμσαχλάλοφ ήταν μέλη της ίδιας ομάδας που ονομαζόταν «Μουσουλμανική Κοινωνία Νο. 3». Σύμφωνα με τις ρωσικές κρατικές υπηρεσίες ασφαλείας, αυτή η ομάδα ιδρύθηκε το 1995, η οποία αριθμούσε περισσότερα από 500 μέλη μέχρι το 2001 και ήταν υπεύθυνη για μια σειρά τρομοκρατικών επιθέσεων τη δεκαετία του 2000. Οι Σολντάτοφ και Μπόρογκαν έχουν επίσης σημειώσει μια μερική παραδοχή ενοχής από τους Ντεκούσεφ και Κριμσαχάλοφ κατά τη διάρκεια μιας δίκης το 2003.

Σύμφωνα με τον Ρόμπερτ Μπρους Γουέιρ, η απλούστερη εξήγηση για τις βομβιστικές επιθέσεις στις Ρωσικές πολυκατοικίες είναι ότι τις διέπραξαν ισλαμιστές εξτρεμιστές από τον Βόρειο Καύκασο που επεδίωξαν αντίποινα για τις επιθέσεις των Ομοσπονδιακών δυνάμεων εναντίον του ισλαμικού θύλακα στο κεντρικό Νταγκεστάν. Ο Γουέιρ επισημαίνει ότι αυτό θα εξηγούσε το χρονοδιάγραμμα των επιθέσεων και γιατί δεν υπήρξαν επιθέσεις μετά την ημερομηνία κατά την οποία οι αντάρτες εκδιώχθηκαν από το Νταγκεστάν. Θα εξηγούσε επίσης γιατί κανένας Τσετσένος δεν ανέλαβε την ευθύνη. Επίσης, θα εξηγούσε την αναφορά του Μπασάγιεφ για την ανάληψη ευθύνης και θα ήταν συνεπής με τον αρχικό όρκο του Χατάμπ να πυροδοτήσει τις βόμβες στις ρωσικές πόλεις. Ο Γουέιρ επικρίνει επίσης ένα επιχείρημα που χρησιμοποιούν οι Ντέιβιντ Σάτερ και Ράτζαν Μένον για να υποστηρίξουν την άποψη της ευθύνης των ρωσικών υπηρεσιών ασφαλείας για τις βομβιστικές επιθέσεις - ότι οι εκρήξεις πολυκατοικιών περιελάμβαναν εξογόνο, το οποίο είναι μια εξαιρετικά ελεγχόμενη ουσία στη Ρωσία και είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποκτηθεί. Σύμφωνα με τον Γουέιρ, αυτό δεν συμβαίνει, καθώς μεγάλες ποσότητες εξογόνου (καθώς και άλλα όπλα) ήταν άμεσα διαθέσιμα στο Νταγκεστάν. Ως απόδειξη, ο Γουέιρ επικαλείται τις αστυνομικές αναφορές για οικειοθελή παράδοση όπλων στο Νταγκεστάν, το οποίο διήρκεσε για μερικούς μήνες το 2003 και αποκάλυψε μεγάλες ποσότητες εξογόνου και αμμωνίας.

Ο Γιούρι Λουζκόφ, δήμαρχος της Μόσχας την εποχή εκείνη, πίστευε ότι οι βομβιστικές επιθέσεις στη Ρωσία διευκολύνθηκαν από το νέο νομοσχέδιοπου καθιέρωσε την Ελευθερία κυκλοφορίας εντός της χώρας — η οποία περιοριζόταν πριν από το 1993. Σύμφωνα με τον Λουζκόφ, ο νόμος επέτρεψε στους Τσετσένους τρομοκράτες να φέρουν όπλα στη Μόσχα και να τα αποθηκεύσουν εκεί, καθώς και να αγοράσουν αυτοκίνητα και να παρέχουν στέγη σε δεκάδες ληστές που είχαν φτάσει στη Μόσχα. Σύμφωνα με τον Λουζκόφ, για τρεις μήνες, αφού έφτασε στη Μόσχα, ένας τρομοκράτης μπορούσε να ζήσει όπου ήθελε και να μείνει με οποιονδήποτε, χωρίς να ειδοποιήσει την αστυνομία, η οποία επέτρεψε στους εγκληματίες να προετοιμάσουν τις βομβιστικές επιθέσεις.

Απόκρυψη πληροφοριών από την κυβέρνηση των ΗΠΑ

Στις 14 Ιουλίου 2016, ο Ντέιβιντ Σάτερ υπέβαλε αιτήματα βάσει του Νόμου για την Ελευθερία της Πληροφορίας (FOIA) στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, τη CIA και το FBI, ζητώντας να του δωθούν έγγραφα σχετικά με τις βομβιστικές επιθέσεις στις πολυκατοικίες, το περιστατικό στο Ριαζάν καθώς και άτομα που προσπάθησαν να ερευνήσουν τις βομβιστικές επιθέσεις και πέθαναν. Οι Αμερικανικές υπηρεσίες επιβεβαίωσαν τη λήψη των αιτημάτων, αλλά ο Σάτερ δεν έλαβε καμιά απάντηση εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας. Στις 29 Αυγούστου 2016, ο Σάτερ κατέθεσε μήνυση κατά του Υπουργείου Δικαιοσύνης και άλλων εμπλεκόμενων υπηρεσιών. Ωστόσο, η CIA αρνήθηκε ακόμη και να αναγνωρίσει την ύπαρξη οποιωνδήποτε σχετικών αρχείων, διότι κάτι τέτοιο θα αποκάλυπτε πολύ συγκεκριμένες πτυχές του ενδιαφέροντος των πληροφοριών της Υπηρεσίας, ή την έλλειψή τους, στις ρωσικές βομβιστικές επιθέσεις.

Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ απάντησε με ένα διορθωμένο αντίγραφο ενός τηλεγραφήματος από την πρεσβεία των ΗΠΑ στη Μόσχα. Σύμφωνα με το τηλεγράφημα, στις 24 Μαρτίου 2000, ένα πρώην μέλος των ρωσικών υπηρεσιών πληροφοριών ανέφερε σε Αμερικανό διπλωμάτη ότι η πραγματική ιστορία για το περιστατικό στο Ριαζάν δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει γνωστή γιατί θα κατέστρεφε τη χώρα. Ο πληροφοριοδότης ανέφερε ότι η FSB διέθετε μια ειδικά εκπαιδευμένη ομάδα ανδρών της οποίας η αποστολή ήταν να διεξαγάγει αυτού του είδους τον αστικό πόλεμο. Ο πληροφοριοδότης ανέφερε επίσης ότι ο Βίκτορ Τσερκέσοφ, πρώτος αναπληρωτής διευθυντής της FSB και ανακριτής των πρώην Σοβιετικών αντιφρονούντων ήταν ακριβώς το κατάλληλο άτομο για να διατάξει και να πραγματοποιήσει τέτοιες ενέργειες.

Ο Ντέιβιντ Σάτερ υπέβαλε ανανεωμένο αίτημα στις αμερικανικές αρχές και στις 22 Μαρτίου 2017, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ απάντησε ότι τα έγγραφα σχετικά με την αξιολόγηση των βομβιστικών επιθέσεων των ΗΠΑ θα παραμείνουν μυστικά. Ένα έγγραφο που χρησιμοποιείται από τις υπηρεσίες για να δικαιολογήσει τις παρακρατήσεις σε υποθέσεις FOIA, ανέφερε ότι η δημοσιοποίηση αυτών των πληροφοριών είχε την πιθανότητα να προκαλέσει τριβή ή να προκαλέσει σοβαρή ζημιά στις διμερείς σχέσεις με τη ρωσική κυβέρνηση που ήταν ζωτικής σημασίας για την ασφάλεια των υπηκόων των Η.Π.Α.

Στις 16 Μαρτίου 2018, η δικαστική υπόθεση Σάτερ κατά Υπουργείου Δικαιοσύνης έκλεισε.

Επιπτώσεις στους επιζώντες

Πολλοί επιζώντες των βομβιστικών επιθέσεων έχουν υποστεί αναπηρίες, με πολλούς από αυτούς να έχουν διαγνωστεί με διαταραχή μετατραυματικού στρες. Το 2006 η Ιρίνα Χάλαι, επιζών της βομβιστικής επίθεσης στο Βολγκοντόνσκ, ίδρυσε τη ΜΚΟ "Volga-Don", η οποία προωθεί τη νομοθεσία για τη νομική αναγνώριση των θυμάτων τρομοκρατικών επιθέσεων.

Παραπομπές

Βιβλιογραφία

  • Stavitsky, Vasily (2000), Krovavyj terror, TsOS FSB Rossii, Olma-Press, ISBN 978-5224014125
  • Klebnikov, Paul (2000), Godfather of the Kremlin: Boris Berezovsky and the looting of Russia, Harcourt, ISBN 978-0-15-100621-2 
  • Reddaway, Peter; Glinski, Dmitri (2001), The Tragedy of Russia's Reforms: Market Bolshevism Against Democracy, United States Institute of Peace Press, ISBN 1-929223-06-4 
  • Talbott, Strobe (2002), The Russia Hand: A Memoir of Presidential Diplomacy, Random House, ISBN 978-0-375-50714-4 
  • Litvinenko, Alexander (2002), LPG: Lubianskaia Prestupnaia Gruppirovka: Ofitser FSB Daet Pokazaniia, Grani, σελ. 255, ISBN 978-0-9723878-0-4 
  • Hoffman, David (2002), The Oligarchs: Wealth & Power in the New Russia, PublicAffairs, ISBN 978-1-58648-001-1 
  • Satter, David (2003), Darkness at Dawn: The Rise of the Russian Criminal State, Yale University Press, ISBN 0-300-09892-8 
  • Evangelista, Matthew (2004), The Chechen Wars: Will Russia Go the Way of the Soviet Union?, Brookings Institution Press, ISBN 978-0-8157-2497-1 
  • Murphy, Paul (2004), The Wolves of Islam: Russia and the Faces of Chechen Terror, Potomac Books Inc., ISBN 978-1-57488-830-0
  • Jack, Andrew (2005), Inside Putin's Russia: Can There Be Reform Without Democracy?, Oxford University Press, ISBN 978-0-19-518909-4 
  • Goldfarb, Alexander; Litvinenko, Marina (2007), Death of a Dissident, Simon & Schuster, ISBN 978-1-4165-5165-2 
  • Felshtinsky, Yuri; Litvinenko, Alexander (2007), Blowing up Russia: Terror from within (2nd έκδοση), Gibson Square Books, ISBN 978-1-903933-95-4
  • Ware, Robert Bruce; Kisriev, Enver (2009), Dagestan: Russian Hegemony and Islamic Resistance in the North Caucasus, Routledge, ISBN 978-0765620286 
  • Akhmadov, Ilyas; Lanskoy, Miriam; Brzezinski, Zbigniew (2010), The Chechen Struggle: Independence Won and Lost, Palgrave Macmillan, ISBN 978-0-230-10534-8 
  • Soldatov, Andrei; Borogan, Irina (2010), The New Nobility: The Restoration of Russia's Security State and the Enduring Legacy of the KGB, PublicAffairs, ISBN 978-1-58648-802-4 
  • Dunlop, John (2012), The Moscow Bombings of September 1999: Examinations of Russian Terrorist Attacks at the Onset of Vladimir Putin's Rule, Stuttgart: Ibidem, ISBN 978-3-8382-0388-1
  • Williams, Brian Glyn (2015), Inferno in Chechnya: The Russian-Chechen Wars, the Al Qaeda Myth, and the Boston Marathon Bombings, ForeEdge, ISBN 978-1-61168-737-8 
  • Pokalova, Elena (2015), Chechnya's Terrorist Network: The Evolution of Terrorism in Russia's North Caucasus, Greenwood Publishing Group, ISBN 978-1-44083-154-6
  • Satter, David (2016), The Less You Know, the Better You Sleep: Russia's Road to Terror and Dictatorship under Yeltsin and Putin, Yale University Press, ISBN 978-0-30021-142-9
  • De La Pedraja, René (2018), The Russian Military Resurgence: Post-Soviet Decline and Rebuilding, 1992-2018, McFarland & Company, ISBN 978-1-47666-991-5 

Tags:

1999 Βομβιστικές Επιθέσεις Στη Ρωσία Βομβιστικές επιθέσεις1999 Βομβιστικές Επιθέσεις Στη Ρωσία Σχετιζόμενα γεγονότα1999 Βομβιστικές Επιθέσεις Στη Ρωσία Εσωτερικές έρευνες1999 Βομβιστικές Επιθέσεις Στη Ρωσία Θεωρία εμπλοκής της ρωσικής κυβέρνησης1999 Βομβιστικές Επιθέσεις Στη Ρωσία Απόκρυψη πληροφοριών από την κυβέρνηση των ΗΠΑ1999 Βομβιστικές Επιθέσεις Στη Ρωσία Επιπτώσεις στους επιζώντες1999 Βομβιστικές Επιθέσεις Στη Ρωσία Παραπομπές1999 Βομβιστικές Επιθέσεις Στη Ρωσία Βιβλιογραφία1999 Βομβιστικές Επιθέσεις Στη ΡωσίαΒλαντίμιρ ΠούτινΔεύτερος Πόλεμος της ΤσετσενίαςΔημοκρατία του ΝταγκεστάνΜόσχαΡωσίαΥπουργός του Κράτους της Ρωσικής ΟμοσπονδίαςΦόβος

🔥 Trending searches on Wiki Ελληνικά:

ΚούβαΓαβριήλ ΣακελλαρίδηςΜάλταΔιακαινήσιμος εβδομάδαΣπέτσεςΗνωμένα Αραβικά ΕμιράταΓεώργιος ΠαπαδόπουλοςΖώδιο (αστρολογία)Λένα ΖευγαράΕλένη ΦουρέιραΖέτα ΜακρυπούλιαΛαζαρίνεςΚαρκίνοςΠολιορκία του Μεσολογγίου (1825-1826)Κυρά της ΡωΓ΄ Εθνική ποδοσφαίρου ανδρών 2023-2024Ντέμης ΡούσσοςΚαμίλα του Ηνωμένου ΒασιλείουΒασίλης ΓραμμένοςΛορένζο ΜπράουνΠαναγίαΆγιο ΌροςΑνεξάρτητη Αρχή Δημοσίων ΕσόδωνΒλάσσης ΜπονάτσοςΝέα ΔημοκρατίαΠολιτείες των ΗΠΑΡωμαϊκή ΑυτοκρατορίαΦρίντα ΚάλοThe Olympians (συγκρότημα)Κατάλογος χωρών ανά πληθυσμόΓραμμή 4 (Μετρό Αθήνας)ΠυρετόςΕλληνική Επανάσταση του 1821Παύλος ΕυαγγελόπουλοςΎμνος εις την ΕλευθερίανΗωσινόφιλα27 ΑπριλίουΣτρατιωτική θητεία στην ΕλλάδαΓεώργιος ΒαρδινογιάννηςΠύλοςΝικ ΚαλάθηςΜαρία ΔαμανάκηRack (ράπερ)ΜιλένιαλΤετραγωνικό μέτροΈμα ΣτόουνΚέντρικ ΝανΓιάννης ΦέρτηςΓιώργος ΠαπαγιάννηςΤηλεφωνικοί κωδικοί της ΕλλάδαςΜαγειρίτσαΑφρικήΜπούντεσλιγκαΟλυμπιακός ΎμνοςΚατάλογος χωρώνΖάκυνθοςΕλευθέριος ΒενιζέλοςΛαγόχορτοΑνδρέας ΦιλιππίδηςΒόρεια ΜακεδονίαΕθνική Τράπεζα της ΕλλάδοςΒασίλης ΠαλαιοκώσταςΠρομηθέαςΟρθόδοξο ΠασχάλιοΝάποληGoogleΚριός (αστρολογία)Ρεάλ ΜαδρίτηςΙλιάδαΕρνέστο Τσε ΓκεβάραΣυμμετοχή της Ελλάδας στη EurovisionΑττικήΑλέξανδρος ΠαπάγοςΛωρίδα της ΓάζαςΑδόλφος ΧίτλερΠυοσφαίρια ούρωνΚορτιζόνηΒέφα Αλεξιάδου🡆 More