Ο Βικτοριέν Σαρντού (Γαλλικά:Victorien Sardou) (5 Σεπτεμβρίου 1831 – 8 Νοεμβρίου 1908) ήταν Γάλλος θεατρικός συγγραφέας και λιμπρετίστας με πλούσιο συγγραφικό έργο.
Τα έργα του ήταν πολύ αγαπητά στο κοινό της εποχής του αλλά περισσότερο επιβίωσαν όσα έγιναν λιμπρέτα για επιτυχημένες όπερες όπως η Τόσκα του Τζάκομο Πουτσίνι, η Φεντόρα και Η κυρία δε με μέλει του Ουμπέρτο Τζορντάνο.
Βικτοριέν Σαρντού | |
---|---|
Όνομα | Βικτοριέν Σαρντού |
Γέννηση | 5 Σεπτεμβρίου 1831 Παρίσι, Γαλλία |
Θάνατος | 8 Νοεμβρίου 1908 (76 ετών) Παρίσι, Γαλλία |
Επάγγελμα/ ιδιότητες | θεατρικός συγγραφέας, συγγραφέας, δραματουργός και λιμπρετίστας |
Εθνικότητα | Γαλλική |
Υπηκοότητα | Γαλλία |
Αξιοσημείωτα έργα | Η κυρία δε με μέλει, Τόσκα |
Τέκνα | Pierre Sardou και Geneviève Sardou |
Πολυμέσα σχετικά με τoν συγγραφέα | |
δεδομένα ( ) |
Ο Βικτοριέν Λεάντρ Σαρντού, γιος του Αντουάν Λεάντρ Σαρντού και της Εβελίν Βιάρ με καταγωγή από τις Κάννες, γεννήθηκε στο Παρίσι στις 5 Σεπτεμβρίου 1831. Λόγω οικονομικής στενότητας της οικογένειάς του αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του στην Ιατρική και για να βγάζει τα προς το ζην, παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα, Γαλλικών, Λατινικών, Ιστορίας και μαθηματικών, ενώ παράλληλα έγγραφε λήμματα για εγκυκλοπαίδειες και έκανε τις πρώτες του απόπειρες ως δραματουργός. Σε ηλικία μόλις 23 ετών κατάφερε να παιχτεί η πρώτη του κωμωδία, La Taverne des étudiants, που ανέβηκε την 1η Απριλίου 1854. Το έργο αυτό όμως δεν είχε επιτυχία και κατέβηκε μέσα σε 5 μέρες. Η πρώτη μεγάλη επιτυχία ήρθε έξι χρόνια αργότερα, το 1860, με την κωμωδία Les Pattes de mouche.
Ακολούθησαν πολλά έργα που του εξασφάλισαν λαϊκή επιτυχία και κάλυπταν πολλά θέματα και στυλ, γραμμένα με τεχνική επιτηδειότητα και επιφανειακή λάμψη. Διάδοχος του δραματουργού Εζέν Σκριμπ, στο θεατρικό είδος που στη Γαλλία του 19ου αιώνα είχε την ονομασία «pièce bien faite» («καλοκαμωμένο έργο»). Ο χαρακτηρισμός, ενώ ξεκίνησε ως επαινετικός για έργα συγγραφέων επιδέξιων κυρίως στη σύνθεση της πλοκής, κατέληξε να είναι υποτιμητικός, εννοώντας όλα τα έργα στα οποία η δράση εξελίσσεται τεχνητά, με φτιαχτές κλιμακώσεις ώστε να προκαλείται αγωνία.
Μια από τις πετυχημένες συνταγές του ήταν τα δραματικά ειδύλλια με έντονο το ιστορικό στοιχείο. Η πλοκή του έργου Patrie!, του 1869, είναι εμπνευσμένη από την ολλανδική εξέγερση στα τέλη του 16ου αιώνα και έγινε δημοφιλής όπερα από τον Emile Paladilhe το 1886. Το 1874 έγραψε το La Haine, μια ιστορία από τη Σιένα του 14ου αιώνα. Το έργο Φεντόρα, εμπνευσμένο από τη ρωσική ιστορία, το έγραψε το 1882 για τη Σάρα Μπερνάρ, όπως και πολλά από τα μεταγενέστερα έργα του. Πάνω σε αυτό, ο Τζιορντάνο έγραψε την ομότιτλη όπερα το 1898. Το 1884 έγραψε τη Θεοδώρα του Βυζαντίου, που επίσης διασκευάστηκε σε όπερα από τον Xavier Leroux, και το 1894 έγραψε τη Gismonda, La Duchesse d'Athénes, μια ιστορία της μεσαιωνικής Ελλάδας, την οποία μετέτρεψε σε όπερα το 1919 ο Henry Février. Το έργο La Sorcière του 1904 διαδραματίζεται στην Ισπανία του 16ο αιώνα. Στη Γαλλική Επανάσταση βάσισε τρία έργα: Les Merveilleuses (1873), Thermidor (1891) και Robespierre (1899). Στη Ναπολεόντεια εποχή τοποθετούνται η Τόσκα (1887) και η κωμωδία Η κυρία δε με μέλει, που έγραψε το 1893 με τον Εμίλ Μορώ.
Ο πρωταγωνιστικός ρόλος, της αθυρόστομης και θαρραλέας πλύστρας Κατρίν που γίνεται δούκισσα, αλλά συνεχίζει να εκφράζεται ελεύθερα (γι’ αυτό και το προσωνύμιο Κυρία δε με μέλει) είναι βασισμένος σε αληθινό πρόσωπο. Πρόκειται ίσως για τη μεγαλύτερη επιτυχία του Σαρντού, με πολλές διασκευές. Το 1915 ανέβηκε η ομώνυμη όπερα σε μουσική του Τζιορντάνο. Έξι ταινίες έχουν βασιστεί στην Κυρία δε με μέλει: στις πρώτες δυο (1900 και 1911), που ήταν μικρού μήκους, τον ρόλο ενσάρκωσε η πρώτη διδάξασα το ρόλο στη σκηνή, η Γκαμπριέλ Ρεζάν, το 1925 η σταρ του βωβού κινηματογράφου Γκλόρια Σουάνσον ερμήνευσε το ρόλο σε ταινία του Χόλυγουντ. Το 1941 γυρίστηκε ταινία στη Γαλλία με πρωταγωνίστρια την Αρλετί, το 1945 έγινε ταινία στην Αργεντινή και τέλος το 1961 μια ακόμη ταινία με πρωταγωνίστρια τη Σοφία Λόρεν. Στην Ελλάδα η Κυρία δε με μέλει ανέβηκε αρκετές φορές, τον πρωταγωνιστικό ρόλο ενσάρκωσαν πολλές μεγάλες κυρίες του θεάτρου, όπως η Κοτοπούλη (1935-36), η Κυρία Κατερίνα (1944, 1946-47, 1958-59), η Καρέζη (1970-71, 1976) και η Βουγιουκλάκη (1991-92).
Ένας από τους πρώτους στόχους του Σαρντού, όταν ξεκινούσε ένα νέο έργο, ήταν να επινοήσει μια κεντρική σύγκρουση ακολουθούμενη από μια δυνατή κορύφωση. Έπειτα, δούλευε αντίστροφα, επινοώντας τη δράση που θα οδηγούσε σε αυτήν. Πίστευε ότι η σύγκρουση ήταν το κλειδί του δράματος. Συνδύαζε, όπως και ο Εζέν Σκριμπ, τα τρία παλιά είδη κωμωδίας, την κωμωδία του χαρακτήρα, των τρόπων και της ίντριγκας με το αστικό δράμα. Άνοιξε ένα ευρύτερο πεδίο στην κοινωνική σάτιρα: χλεύασε το χυδαίο και εγωιστικό άτομο της μεσαίας τάξης, τους σύγχρονους ταρτούφους, το αγροτικό στοιχείο, τα παλιομοδίτικα έθιμα και τις απαρχαιωμένες πολιτικές πεποιθήσεις αλλά και το επαναστατικό πνεύμα και εκείνους που ευδοκιμούν σε αυτό, τους νόμους του διαζυγίου κ.ά. Ασχολήθηκε με ευρεία γκάμα θεατρικών ειδών: από την ανάλαφρη κωμωδία στην πολιτική σάτιρα, από το θεαματικό δράμα στην τραγωδία. Πέρα από την συγγραφική του δραστηριότητα, πολλές φορές ανέλαβε και τη σκηνοθεσία των έργων του. Ήταν επιδέξιος στο δέσιμο και το ξετύλιγμα μιας πλοκής, στη σύνθεση μιας δράσης και είχε δυνατή αίσθηση του διαλόγου. Η κριτική που του γινόταν στο ιστορικό δράμα, ήταν πως οι ιστορικές προσωπικότητες που βάζει στα έργα του, υποτάσσονταν στους ήρωες των μυθοπλασιών του.
Η απήχησή του στο θεατρόφιλο παρισινό κοινό για πάνω από σαράντα χρόνια ήταν μεγάλη, όμως συχνά κατηγορήθηκαν τα έργα του από τους κριτικούς για τετριμμένες, ασήμαντες ή μελοδραματικές πλοκές. Μάλιστα ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σω, που απεχθανόταν όλα όσα αντιπροσώπευε ο Σαρντού, έφτασε στο σημείο να επινοήσει το 1895 τη λέξη sardoodledom εννοώντας έργα που δημιουργήθηκαν ως καθαρή ψυχαγωγία, φτωχά εννοιών και χωρίς ηθικές θέσεις.
Τρία από τα έργα του Σαρντού, Rabagas του 1872, Daniel Rochat του 1880 και Thermidor του 1891 προκάλεσαν, λόγω πολιτικών θέσεων, βίαιες διαμαρτυρίες. Ο Σαρντού τιμήθηκε με το Μεγαλόσταυρο του Τάγματος της Λεγεώνας της Τιμής το 1863 και εξελέγη μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας το 1877.
Το 1858 ο Σαρντού παντρεύτηκε τη Λορεντίν ντε Μουασόν ντε Μπρεκούρ, η οποία πέθανε το 1867. Το 1872 παντρεύτηκε για δεύτερη φορά, με τη Μαρί Ανν Σουλιέ. Μαζί απέκτησαν 4 παιδιά, τον Πιέρ, το Ζαν, τον Αντρέ και τη Ζενεβιέβ. Ήταν ένθερμος συλλέκτης βιβλίων, είχε συγκεντρώσει μια πλούσια συλλογή 80.000 βιβλίων.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1850, ο Σαρντού άρχισε να παθιάζεται με τον Πνευματισμό. Συμμετείχε σε πνευματιστικές συνεδρίες (σεάνς) με την αυτοκράτειρα Ευγενία. Στη δεκαετία του 1860, έφτιαξε μερικά χαρακτικά, για την κατασκευή των οποίων ισχυριζόταν πως καθοδηγήθηκε από τον Μότσαρτ ή τον Μπερνάρ Παλισί και ήταν αναπαραστάσεις των ουράνιων σπιτιών τους, που βρίσκονταν στον Δία, στη φανταστική πόλη Julnius. Το 1900 προέδρευσε του ετήσιου πνευματιστικού συνεδρίου.
Ο Σαρντού πέθανε στις 8 Νοεμβρίου 1908 στο Παρίσι από πνευμονική συμφόρηση.
Τέσσερα από αυτά τα θεατρικά έργα φέρουν την υπογραφή Ζυλ Πελισιέ, που εικάζεται πως ήταν ένα ψευδώνυμο του Σαρντού.
Πολλά από αυτά τα έργα έγιναν και ταινίες, κυρίως τις πρώτες δεκαετίες του 20oυ αιώνα. Ο Σαρντού, πέρα από τα θεατρικά έργα και τα λιμπρέτα για τα οποία ήταν γνωστός, είχε γράψει λίγες νουβέλες και ένα μυθιστόρημα το οποίο δημοσιεύτηκε μετά θάνατον, το 1932.
This article uses material from the Wikipedia Ελληνικά article Βικτοριέν Σαρντού, which is released under the Creative Commons Attribution-ShareAlike 3.0 license ("CC BY-SA 3.0"); additional terms may apply (view authors). Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά. Images, videos and audio are available under their respective licenses.
®Wikipedia is a registered trademark of the Wiki Foundation, Inc. Wiki Ελληνικά (DUHOCTRUNGQUOC.VN) is an independent company and has no affiliation with Wiki Foundation.