ρατσισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ρατσισμός | οι | ρατσισμοί |
γενική | του | ρατσισμού | των | ρατσισμών |
αιτιατική | τον | ρατσισμό | τους | ρατσισμούς |
κλητική | ρατσισμέ | ρατσισμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρατσισμός < (άμεσο δάνειο) ιταλική razzismo < razza + -ismo
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρατσισμός αρσενικό
- η θεωρία που διακηρύσσει ότι μία φυλή έχει κάποια εγγενή χαρακτηριστικά που την καθιστούν ανώτερη από τις άλλες
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ράτσα
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ρατσισμός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
🔥 Top keywords: Ειδικό:ΑναζήτησηΒικιλεξικό:Κύρια ΣελίδαΚατηγορία:Νέα ελληνικάΕιδικό:ΠρόσφατεςΑλλαγέςΚατηγορία:Αρχαία ελληνικάβλέπωλέωπηγαίνωγράφωπαίρνωἔχωπολύςΚατηγορία:Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)εἰμίτρώωβρίσκωταξίδικουρμπέτιπαίζωκαθήκονΚατηγορία:Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)επείγωναγαπάωείμαιἄγωλύωπόλιςsumόροςσυμβάλλωθάλασσαΚατηγορία:Επίθετα (νέα ελληνικά)χρησιμοποιώτρέχωμνημείομπαίνωἀνήρενδιαφέρωνμιλάωπλένωδίνωπαρώνντουγρούαργυρώνητοςυπάρχωνπίνωπιστεύωτίςβουνόαπώνφεύγωμένωαυτόγραφοοβίδακαταβάλλωεπιβάλλωέχωπαύωγίγνομαιαποστέλλωδιαβάζωλαμβάνωφασαίοςὁράωζητάωταχύςκλείνωμέλλωνποιέωπροβάλλωσειρήναΚατηγορία:Ανδρικά ονόματα (νέα ελληνικά)παῖςΣυζήτηση χρήστη:FocalPointἵστημινόμοςferoεμβολίζωβγαίνω