Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις      ενικός        πληθυντικός  
ονομαστικήτονερότανερά
      γενικήτουνερούτωννερών
    αιτιατικήτονερότανερά
     κλητικήνερόνερά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Νερό σε ποτήρι.
Σταγόνα νερού.

Ετυμολογία επεξεργασία

νερό < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νερό(ν) με χαμήλωση του /i/ σε /e/ δίπλα σε υγρό[1] < ελληνιστική κοινή νηρόν (νηρόν ὕδωρ: φρέσκο νερό) → δείτε και τη λέξη νεαρός

Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /neˈɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐ρό

Ουσιαστικό επεξεργασία

νερό ουδέτερο

  1. (χημικός τύπος: H2O) το άχρωμο και συνήθως άοσμο και άγευστο υγρό στοιχείο της φύσης, που προκύπτει από τη χημική ένωση δύο ατόμων υδρογόνου και ενός ατόμου οξυγόνου· σχηματίζει τα ποτάμια, τις λίμνες, τις θάλασσες, τις πηγές, τη βροχή, αποτελεί το 70% του ανθρώπινου οργανισμού και συντελεί καταλυτικά στη ζωή και την ανάπτυξη όλων των φυτικών και ζωικών οργανισμών· μπορεί να παίρνει, υπό κατάλληλες συνθήκες, στερεά μορφή, οπότε ονομάζεται πάγος, ή αέρια, οπότε λέγεται υδρατμός
    πόσιμο νερό, πίνω νερό, βρώμικα νερά
    ιαματικό νερό : νερό με θεραπευτικές ιδιότητες, συνήθως χάρη στην υψηλή θερμοκρασία του
    επιτραπέζιο νερό : το νερό που διατίθεται εμφιαλωμένο και συνήθως αντλείται από ελεγχόμενες πηγές
    ανθρακούχο νερό : το νερό που διατίθεται εμφιαλωμένο με το αέριο της πηγής
  2. (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη νερά

Εκφράσεις επεξεργασία

Δείτε τις εκφράσεις με το νερά μόνο στον πληθυντικό
Εκφράσεις με το νερό μόνο στον ενικό:

  • αμίλητο νερό / ήπιε το αμίλητο νερό: για κάποιον που δεν μιλάει πολύ
  • βάζω νερό στο κρασί μου: γίνομαι πιο διαλλακτικός ή λιγότερο απαιτητικός
  • βάζω το νερό στ' αυλάκι: οδηγώ μια υπόθεση σε καλό δρόμο
  • ένα ποτήρι νερό: η στοιχειώδης φροντίδα και περιποίηση σε κάποιον
  • (το) έμαθα νεράκι: έμαθα ένα κείμενο να το λέω γρήγορα, το αποστήθισα
  • κάνω μία τρύπα στο νερό
  • κάνω νερά: φέρομαι ύποπτα, αλλάζω τη στάση μου απέναντι σε κάποιον με αρνητικές συνέπειες γι' αυτόν, τα γυρνάω
  • είπαμε το νερό νεράκι: διψάσαμε
  • νερό κι αλάτι (όσα/ό,τι είπαμε): ας ξεχάσουμε ότι είπαμε και ας δώσουμε τέλος στην παρεξήγηση
  • πίνω νερό στο όνομά του: θαυμάζω κάποιον
  • πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό: είμαι ανίκανος να αντιμετωπίσω την παραμικρή δυσκολία
  • σα δυο σταγόνες νερό / μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό: για κάποιους μου μοιάζουν πάρα πολύ, σχεδόν ίδιοι
  • το αίμα νερό δε γίνεται: οι οικογενειακοί δεσμοί δεν επιτρέπουν έχθρητες
  • του γλυκού νερού / καραβοκύρης του γλυκού νερού: για όποιον είναι μόνον για εύκολα, όπως οι βαρκάρηδες που είναι συνηθισμένοι σε λίμνες και δεν ξέρουν από ανοιχτό πέλαγος
  • έφτασε στην πηγή και δεν ήπιε νερό: έφτασε κοντά σε έναν στόχο, αλλά τελικά δεν τα κατάφερε να τον ολοκληρώσει επιτυχώς

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε και τη λέξη νέος

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταφράσεις επεξεργασία

Αναφορές επεξεργασία

Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

Ουσιαστικό επεξεργασία

νερό ουδέτερο