Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις      ενικός        πληθυντικός  
ονομαστικήηΔευτέραοιΔευτέρες
      γενικήτηςΔευτέρας
    αιτιατικήτηΔευτέρατιςΔευτέρες
     κλητικήΔευτέραΔευτέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία επεξεργασία

Δευτέρα < ελληνιστική κοινή Δευτέρα (εννοείται η δεύτερη ημέρα μετά το Σάββατο - «Δευτέρα Σαββάτου») < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου δεύτερος

Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðeˈfte.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δευ‐τέ‐ρα

Κύριο όνομα επεξεργασία

Δευτέρα θηλυκό

  1. η δεύτερη ημέρα της εβδομάδας, μετά την Κυριακή και πριν την Τρίτη
    Δύσκολο το ξύπνημα τη Δευτέρα το πρωί!
  2. η δεύτερη τάξη του δημοτικού σχολείου
    Τι τάξη πηγαίνεις; - Δευτέρα.

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Μεταφράσεις επεξεργασία