contributed
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
contributed (en)
- αόριστος & παθητική μετοχή αορίστου του contribute
🔥 Top keywords: Ειδικό:ΑναζήτησηΒικιλεξικό:Κύρια ΣελίδαΚατηγορία:Νέα ελληνικάΕιδικό:ΠρόσφατεςΑλλαγέςΚατηγορία:Αρχαία ελληνικάβλέπωλέωπηγαίνωγράφωπαίρνωἔχωπολύςΚατηγορία:Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)εἰμίτρώωβρίσκωταξίδικουρμπέτιπαίζωκαθήκονΚατηγορία:Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)επείγωναγαπάωείμαιἄγωλύωπόλιςsumόροςσυμβάλλωθάλασσαΚατηγορία:Επίθετα (νέα ελληνικά)χρησιμοποιώτρέχωμνημείομπαίνωἀνήρενδιαφέρωνμιλάωπλένωδίνωπαρώνντουγρούαργυρώνητοςυπάρχωνπίνωπιστεύωτίςβουνόαπώνφεύγωμένωαυτόγραφοοβίδακαταβάλλωεπιβάλλωέχωπαύωγίγνομαιαποστέλλωδιαβάζωλαμβάνωφασαίοςὁράωζητάωταχύςκλείνωμέλλωνποιέωπροβάλλωσειρήναΚατηγορία:Ανδρικά ονόματα (νέα ελληνικά)παῖςΣυζήτηση χρήστη:FocalPointἵστημινόμοςferoεμβολίζωβγαίνω