Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις      ενικός        πληθυντικός  
ονομαστικήοπαπαγάλοςοιπαπαγάλοι
      γενικήτουπαπαγάλουτωνπαπαγάλων
    αιτιατικήτονπαπαγάλοτουςπαπαγάλους
     κλητικήπαπαγάλεπαπαγάλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένας παπαγάλος (1)
παπαγάλος (3)

Ετυμολογία επεξεργασία

παπαγάλος < (άμεσο δάνειο) ιταλική pappagallo < μεσαιωνική ελληνική παπαγᾶς (αντιδάνειο) < αραβική ببغاء (babagha) < (ηχομιμητική λέξη)

Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.paˈɣa.los/

Ουσιαστικό επεξεργασία

παπαγάλος αρσενικό

  1. (πτηνό) συνομοταξία πουλιών που ανήκουν στην οικογένεια των Ψιττακιδών
  2. (μεταφορικά) αυτός που επαναλαμβάνει τα λόγια άλλων δίχως αντίληψη των νοημάτων τους
  3. εργαλείο με ρυθμιζόμενο άνοιγμα

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταφράσεις επεξεργασία